Πολλοί έλληνες λογοτέχνες και μεταφραστές επιχείρησαν μέσα στα χρόνια, κι ακόμη επιχειρούν, να μεταφράσουν  στα ελληνικά το διασημότερο, ίσως, ποίημα του Σαρλ Μπωντλέρ, το «Άλμπατρος».  Αρκετές φορές τα αποτελέσματα ήταν ικανοποιητικά, άλλοτε εξαιρετικά, ενίοτε αποτυχημένα. Κάθε προσπάθεια  πάντως είχε και έχει ως αφετηρία την ειλικρινή προσπάθεια της μεταφοράς και του δοσίματος στο ελληνικό κοινό αυτού του ποιητικού γητέματος, που εκπέμπει το ποίημα του σπουδαίου γάλλου ποιητή. Στην δικιά μας περίπτωση, αυτή του Αντώνη Σπηλιωτόπουλου, η επιθυμία αυτή δεν βρίσκει έκφραση. Ο Σπηλιωτόπουλος, ίσως αντιλαμβάνεται, πως η ατμόσφαιρα του ποιήματος δεν μπορεί να μεταφερθεί απαράλλακτη σε μια ελληνική γεωγραφία. Ίσως σκέφτεται πως κάθε μεταφραστική απόπειρά του είναι καταδικασμένη στην ξενοδουλεία της. Πόσοι από τους Έλληνες του 1886, για παράδειγμα, είχαν αντικρύσει κάποιο άλμπατρος στη ζωή τους; Επιχειρεί λοιπόν κάτι μεγαλεπήβολο, σχεδόν απατηλό. Γίνεται κοινωνός της μπωντλερικής πνοής, τιθασεύει την ατμόσφαιρα του ποιήματος και αρχίζει να μεταγράφει το «άλμπατρος» αλλάζοντας εντελώς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ποιήματος,  μετατρέποντας τα εντυπωσιακά θαλασσοπούλια σε ταπεινά χελιδόνια ενώ και ο συμβολισμός εκτρέπεται ελαφρώς. Μην ξεχνάμε πως ο Σπηλιωτόπουλος δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ποιητή, ή τουλάχιστον δεν καθορίζεται από αυτόν τον χαρακτηρισμό. Η μοναδική ποιητική του συλλογή «Τα θαλασσινά» γίνεται αντιληπτή ως μια υπέροχη αναλαμπή. Για το λόγο αυτό ο καταληκτικός παραλληλισμός του Μπωντλέρ (ποιητής-άλμπατρος) γενικεύεται στην περίπτωση του Σπηλιωτόπουλου (άνθρωπος-άλμπατρος) χωρίς να χάνεται το στοχαστικό βάθος. Όπως και να ‘χει, το αποτέλεσμα εμφορείται από αγνότητα, είναι γενναιόδωρο και τον δικαιώνει κατά τη γνώμη μας. Αξίζει λοιπόν να το επαναφέρουμε στη ζωή, ύστερα από 132 χρόνια νεκρικής σιωπής.


 

.

ΟΙ ΤΑΞΕΙΔΙΩΤΑΙΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ

Ο ουρανός κι η θάλασσα κι οι δυο με ένα χρώμα
Ανοίγονται στα μάτια μας απέραντοι, μεγάλοι·
Ούτ’ ένα σύννεφο ψηλά, και γύρω μας ακόμα
Ούτ’ ένα κύμα φαίνεται στο γαλανό της στρώμα,
Κανένα ακρογιάλι!

Και η ματιαίς μας μ’ έκπληξι και εις τους δυο πετούνε,
Εκείνοι από την πρύμη μας και άλλοι από την πλώρη,
Πότε ψηλά στον ουρανό τα μάτια τους κρατούνε,
Και πότε πάλι με χαρά τη θάλασσα θωρούνε,
Να σχίζη το βαπόρι.

Ξάφνου πετιούτ’ από ψηλά κι ανοίγουν τα φτερά τους,
Από εκεί που σιγαλιά απλώνεται αιώνια,
Δυο ταξειδιώταις τ’ ουρανού γοργοί στο πέταγμά τους,
Στα ξάρτια πέρνουνε ψηλά με μιας το φύσημά τους,
Δυο μαύρα χελιδόνια!

Φτωχά πουλιά καθώς εμείς ταξίδευαν μ’ ελπίδα,
Στα πλοία που τους έδωσε η φύσις, τα πελάγη,
Η μοίρα τα ‘στελνε αλλού να εύρουνε πατρίδα,
Και ναυαγοί ευρήκανε το πλοίο μας σανίδα
Και ήλθαν πλάγι πλάγι.

Συμμαζωχτά και τρέμοντας απάνω στα σχοινιά μας
Μ’ ένα κελάδισμα μικρό εκλείσαν τα φτερά τους,
Και σαν να νοιώσανε γι’ αυτά πως ήταν η χαρά μας,
Μας εκυττάζανε γλυκά κι εγέμιζαν τ’ αυτιά μας
Με το κελάδισμά τους.

Και όλοι είχαμε γι’ αυτά απόκρυφη λαχτάρα
Και πάντα εφοβόμαστε στο πέλαγος μη φύγουν,
Κάθε στιγμή μας έπιανε ανέκφραστη τρομάρα,
Σαν τα φτερούγια τους ευθύς στην κάθε μια αντάρα
Τα βλέπαμε ν’ ανοίγουν.

Κι είπε: πουλιά ολόχαρος σας βλέπω ανάμεσώ μας,
Ο καπετάνιος που ‘ζησε στο κύμα, στην αρμύρα,
Γιατ’ είναι ένα πάντοτε και μοιάζει το γραφτό μας
Και σας κι εμάς, αλλοίμονο! γοργά στο τρέξιμό μας
Μας δειώχνει μία μοίρα

26 Αυγούστου 1886

 

σε παραλληλισμό:

 

ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ
Σαρλ Μπωντλέρ

Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.

Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ’ ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ’ αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.

Πώς κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός!
Τ’ ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.

Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ’ αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ’ στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματα του.

μτφρ: Αλέξανδρος Μπάρας

 

 

.

Επιστροφή στο αφιέρωμα:

Αντώνης Θ. Σπηλιωτόπουλος: ο Ποιητής της Πρώτης Θάλασσας