Κανείς δεν αμφιβάλλει πως η Σοφία Βέμπο αποτελεί, λόγω και του επιθεωρησιακού ύφους της μουσικής της, την πιο δημοφιλή εκπρόσωπο του αγώνα ενάντια στην ιταλική κατοχή, αφού με τη φωνή της εμψύχωνε το πανελλήνιο, τόσο σε επίπεδο κοινωνίας όσο και τους στρατιώτες στο μέτωπο. Κανείς δεν αμφιβάλλει, όσο κι αν το γεγονός αυτό απέκτησε μυθολογικές διαστάσεις μετά τον πόλεμο, μέσω των επετειακών εορτών, τροφοδοτούμενο από τα μεταπολεμικά μέσα μαζικής επικοινωνίας. Ωστόσο, την στιγμή που εξελίσσονταν τα πράγματα στο πολεμικό παρόν του 1940, και αργότερα της κατοχής, αρκετοί ήταν οι ερμηνευτές που αντιτάχθηκαν σθεναρά με την τέχνη τους στις εχθρικές δυνάμεις, από όλα τα είδη της μουσικής. Για παράδειγμα αρκετοί ήταν οι ρεμπέτες (Βαμβακάρης, Μπαγιαντέρας, Περπινιάδης, Τούντας, κ.α) που άφησαν πίσω τους το ενδιαφέρον για την περιθωριακή ζωή και καταπιάστηκαν, ίσως για πρώτη φορά, με ζητήματα εθνικά, συνθέτοντας με το μπουζούκι τους τραγούδια για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Παρόλα αυτά, εμείς θα ασχοληθούμε με την ιδιαίτερη περίπτωση του Γιώργου Παπασιδέρη, ενός ανεπανάληπτου ερμηνευτή του δημοτικού τραγουδιού, ακόμη κι αν διέπρεψε σε ένα είδος που θεωρείται ξεπερασμένο, που στις μέρες μας αναδύει μια παλιακότητα αν όχι γραφικότητα (κάνουν ό,τι μπορούν τα σχόλια κάτω από τα βίντεο).

Αριστερά με το κλαρίνο ο Κώστας Γιαούζος, με το σαντούρι ο Γιαννάκης Ζαφειρόπουλος, ο Γιώργος Παπασιδέρης, ο Βαγγέλης Σοφρωνίου και ο Κώστας Ρούκουνας με την κιθάρα. Μπροστά με το βιολί, ο Γιάννης Βουγιούκας (Μπουναρμπασλής).

Γεννημένος στη Σαλαμίνα το 1902, (†1977) ήταν το πέμπτο από τα εννέα παιδιά της οικογένειας. Τελειώνοντας το Δημοτικό ασχολήθηκε με βαριές εργασίες, ανάμεσα σε αυτές και του καραγωγέα άμμου, την οποία μάζευε με τα αδέλφια του από την περιοχή της Ψιλής Άμμου της Σαλαμίνας. Το 1928 ο συνεργάτης της «Columbia» Λαμπρούλιας συναντήθηκε με τον Παπασιδέρη, ύστερα από μεσολάβηση του Σαλαμίνιου λαουτιέρη Σιδέρη Ανδριανού, επαγγελματία μουσικού από οικογένεια μουσικών. Και από τη συνάντηση αυτή ξεκίνησε μια μεγάλη καριέρα. Για τους λάτρεις του δημοτικού τραγουδιού η μορφή του Παπασιδέρη είναι σημαίνουσα, σχεδόν αξεπέραστη, καθότι οι φωνητικές του δυνατότητες ήταν μοναδικές και ξεσήκωνε τα πλήθη, που,  συνήθως τεράστια, συνέρρεαν για να τον ακούσουν σε όλα και από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Για παράδειγμα, ο τενόρος Kωνσταντίνος Πάλλας τον αξιολογεί: «…Eίχε θαυμάσια φωνή. Aν ο δρόμος του τον έριχνε σ’ ένα ωδείο, θα ήταν ένας θαυμάσιος δραματικός τενόρος. H φωνή του ήταν από τη φύση της “τοποθετημένη”. H αναπνοή του ήταν τεράστια. Hταν προικισμένος από τη φύση. H άρθρωσή του ήταν τέλεια, δεν έχανες λέξη…».

Από την άλλη, για τους μελετητές, αποτελεί εξίσου μια φιγούρα μυθική, καθώς διέσωσε δεκάδες παλιά δημοτικά. Σε κάθε χωριό που πήγαινε, και ιδιαίτερα στα απομακρυσμένα, κατέγραφε παλιά τραγούδια, ολόκληρα ή ελλιπή, τα οποία τραγουδούσε μετά ο ίδιος. Η Δόμνα Σαμίου εκτιμούσε πολύ τον Παπασιδέρη και είχε εκφραστεί θετικά για αυτόν ουκ ολίγες φορές.

Ο Γιώργος Παπασιδέρης (δεξιά) με τα αδέλφια του Σπύρο και Μήτσο μεταφέρουν άμμο στο νησί.

Η στιγμή του πολέμου, λοιπόν, τον βρίσκει να τραγουδάει στο περίφημο παραδοσιακό κέντρο διασκέδασης “Έλατος” στην Ομόνοια, σχεδόν αποκλεισμένο από την κατοικία του στη Σαλαμίνα. Η γυναίκα του θα δηλώσει αρκετά χρόνια μετά: «Tου πήγαινα ρούχα γιατί απαγορευόταν τότε να έρθει στην Kούλουρη, δεν τους αφήνανε στο Πέραμα». Το μουσικό πρόγραμμα των κατοχικών ετών περιελάμβανε πολλά τραγούδια που γράφτηκαν ακαριαία για την περίσταση (κάποια ανασύρθηκαν από την παράδοση λόγω του συμβολισμού τους) και τα οποία είτε στηλίτευαν τον Μουσολίνι είτε εξυμνούσαν τον ηρωισμό των στρατιωτών.

Ώρε να ‘μουν πουλί να ‘μουν πουλί να πέταγα
Αχ ψηλά στην Αλβα στην Αλβανία
που πολεμούν οι Ε οι Έλληνες
Ώρε που πολεμούν που πολεμούν οι Έλληνες
Αϊ για την ελευθε ελευθεριά τους
αστράφτει λόγχη κι η φωτιά .
Ώρε αστράφτει λογχ αστράφτει λόγχη κι η φωτιά
αϊ βροντούν τα πυροβόλα
γιατί σκλαβιά δεν δε δεν δέχονται.

Με τον Μίμη Ανδριανό (αριστερά), τέλη δεκαετίας 1960.

Αξίζει να τονίσουμε πως η πράξη του αυτή ενέχει έντονα στοιχεία συνειδητής αντίστασης. Όσο οι μήνες περνούσαν πρέπει να φανταστούμε πως ο «Έλατος» είχε μετατραπεί σε μια γνωστή εστία αντίστασης. Η Βέμπο, μάλιστα, θα συναντηθεί με τον Παπασιδέρη λίγο πριν εισβάλουν οι γερμανοί και θα εξετάσουν το ενδεχόμενο της φυγής τους από την Ελλάδα. Ο Παπασιδέρης θα αρνηθεί, συνεχίζοντας την καλλιτεχνική αντιστασιακή του δράση. Η Βέμπο θα διαφύγει στη Μέση Ανατολή συνεχίζοντας από το εξωτερικό. Τα γεγονότα δεν περιλαμβάνουν πολλές λεπτομέρειες. Γνωρίζουμε όμως πως οι δυνάμεις κατοχής θα ξυλοκοπήσουν άγρια τον Παπασιδέρη μια νύχτα που έφευγε από τον «Έλατο». Γνωρίζουμε επίσης πως πολλά από αυτά τα τραγούδια  του, όπως για παράδειγμα το «Μέρα και νύχτα με το ντουφέκι», που ηχογραφήθηκε ακαριαία το Νοέμβριο του 1940, τραγουδιόντουσαν στο μέτωπο από τους στρατιώτες.

Ακολουθούν μερικά από αυτά (με την βοήθεια της καταγραφής του ερευνητή Σάκη Πάπιστα), που είτε αφορούν τον ελληνοϊταλικό πόλεμο είτε τα μεταγενέστερα χρόνια της κατοχής, σε μια προσπάθειά μας, να τιμήσουμε τη μέρα με όση αλήθεια της πρέπει:

Εκτός από τα δημοτικά αυτά, έγραψε και ηχογράφησε στην Columbia το 1941 με τον Δ. Σέμση και δυο τραγούδια πιο λαϊκών δρόμων, που τα κλαρίνα εξέλειπαν από την ορχήστρα, όχι όμως  και η κοροϊδία για τον Μουσολίνι:

Συνεχίζοντας (το εορταστικό πρόγραμμα) οφείλουμε για ιστορικούς λόγους να αναφερθούμε και στην αρβανίτικη καταγωγή του Γιώργου Παπαϊσιδώρου, που ήταν το πραγματικό του όνομα. Και πρέπει να το κάνουμε διότι προπολεμικά είχε την τόλμη να κάνει και ένα δίσκο με τραγούδια ερμηνευμένα στα αρβανίτικα, ενώ έχει σημειωθεί πως πολλά από τα δημοτικά που ερμήνευε ήταν απευθείας μετάφραση από τα αρβανίτικα:

Κλείνοντας, ας κάνουμε και μια αναφορά, ίσως την σημαντικότερη, και να σταθούμε στα πρώτα χρόνια της καριέρας του Παπασιδέρη: εκεί, στα ρεμπέτικα χρόνια, στα χρόνια των αμανέδων, που σπάνια ιστορούνται, παρόλο που τα άσματα αυτά είναι ανυπέρβλητης ερμηνευτικής αξίας και προσωπικά μας συγκινούν περισσότερο από τα προηγούμενα. Γιατί βγαίνουν έξω από τα πλαίσια των εθνικών συνόρων. Αδιαφορούν για την έννοια του έπους. Αγγίζουν τον πανανθρώπινο πόνο σκύβοντας προς τα χάμω. Και τοποθετούν τον πόλεμο μέσα μας.

Με αυτά ουσιαστικά θα γιορτάσουμε την σημερινή μέρα.

 


Οι πληροφορίες για τη ζωή του Παπασιδέρη ή Παπασίδερη αντλήθηκαν από το βιβλίο του Ηλία Δρίβα και της Μαρίας Μπούτση (Κατάλογος Έργων Σαλαμινίων Συγγραφέων, 1996) αλλά και από εδώ. Οι φωτογραφίες προέρχονται από την ομάδα του fb «Η Σαλαμίνα του χθες».