Τον Οδυσσέα Γραμματικάκη τον είδα πριν λίγα χρόνια στο φεστιβάλ sound acts της Φυτίνης, όπου παρουσίασε τις «Ωδές στην Πρίγκιπα» ως work in progress. Ο λόγος που λέω ότι τον «είδα» και όχι ότι τον «άκουσα» είναι επειδή τα ατμοσφαιρικά ηχητικά τοπία που περιέβαλλαν την εκφραστική του απαγγελία στα κείμενα του Ασλάνογλου τα παρήγε εκείνη τη στιγμή, χωρίς να έχει έτοιμες λούπες και λάπτοπ της ευκολίας, προσφέροντας έτσι και το θέαμα του χειρισμού τόσων εργαλείων και οργάνων.

Από τότε το δούλεψε πολύ το έργο, και πριν λίγο καιρό το κυκλοφόρησε διαδικτυακά, υπογράφοντας – ως συνήθως – ως «ξέφρενο αερόστατο». Στην Αθήνα έρχεται πια πιο τακτικά επειδή παρακολουθεί μαθήματα σαξόφωνου. Σε μία τέτοια προσγείωσή του από το Ηράκλειο, συναντηθήκαμε και τα είπαμε.

Έχει φρένα ένα αερόστατο;
Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ! Ειλικρινά δεν το έχω σκεφτεί. Τη φράση αυτή δεν την έχω βάλει ποτέ στο μυαλό μου κυριολεκτικά. Κοίτα, είχα μια μπάντα με δυο καλούς φίλους γύρω στο 2000, που τη λέγαμε «Κόκκινο μπαλόνι». Όταν τη διαλύσαμε, υπήρχαν αρκετά κομμάτια που δεν ήθελα να τα εγκαταλείψω, και σκέφτηκα πως θα ήταν διασκεδαστικό να υπάρχει και μία λεκτική συνέχεια. Ένας φίλος σε ένα διαδικτυακό φόρουμ χρησιμοποιούσε το παρατσούκλι «ξέφρενο αερόστατο». Του το ζήτησα και το οικειοποιήθηκα.

Τι μουσική παίζατε;
Ας πούμε, πειραματικό ροκ, με ελληνικούς στίχους, που τους γράφαμε όλοι. Όταν αυτοβαφτίστηκα αερόστατο, έκανα ένα myspace, που τότε ήταν της μόδας, κι άρχισα να ανεβάζω εκεί τη μουσική μου. Ο πρώτος δίσκος, ο ομώνυμος, είναι λίγες ιδέες από το «Κόκκινο Μπαλόνι» που συνέχισα να τις δουλεύω, και πολλά κομμάτια που έγραψα μετά. Όλοι οι δίσκοι είναι αυτοεκδόσεις.

Είναι και χειροπιαστοί; Όχι μόνο στο δίκτυο;
Και χειροπιαστοί και στο δίκτυο, εκτός από τον τελευταίο, τις «Ωδές», που προς το παρόν είναι μόνο στο δίκτυο. Σκέφτομαι να βγάλω και γι’ αυτές λίγα βινύλια ή CD αλλά δεν είμαι σίγουρος ακόμα. Προσπαθώ στις δουλειές μου να κάνω φροντισμένες εκδόσεις, όχι απλά ένα φάκελο. Γι` αυτό και συνεργάζομαι με εικαστικούς. Αγαπάω πολύ τα εικαστικά – στεναχωριέμαι που δεν είμαι εικαστικός.

Το ψευδώνυμο γιατί το διατηρείς αφού είσαι μόνος σου, χωρίς μπάντα;
Δεν είναι ακριβώς ψευδώνυμο. Έχω αρχίσει και βλέπω το «ξέφρενο αερόστατο» σαν ένα project. Σε άλλα πράγματα υπογράφω κανονικά ως Οδυσσέας Γραμματικάκης. Όταν κάνω μια συναυλία, συνήθως έχω μαζί μου φίλους και φίλες και κατεβαίνουμε όλοι σαν «ξέφρενο αερόστατο», σαν κομμάτι του ίδιου project, αλλά αναφέρω και τα ονόματά τους ξεχωριστά. «Ξέφρενο αερόστατο» είναι η συγκεκριμένη πρόταση που περιλαμβάνει τη λογοτεχνία, το πείραμα, τα εικαστικά. Αν, για παράδειγμα, μάθω ποτέ σαξόφωνο και παίζω τζαζ, δε θα υπογράφω έτσι. Αυτά είναι σκέψεις των τελευταίων χρόνων∙ παλιότερα νομίζω πως ούτε εγώ είχα ξεκάθαρο στο μυαλό μου αν είναι ψευδώνυμο ή όχι. Αλλά τελικά με βοήθησε, γιατί έκανα παράλληλα κάποια πράγματα που δε θα ήθελα να ανακατεύονται με το «αερόστατο».

Ως «αερόστατο» τι έχεις κάνει;
Τρεις δίσκους, συμμετοχές σε άλλους δίσκους, συναυλίες, performances. Οι τρεις δίσκοι είναι ο πρώτος, ομώνυμος, η «Νεκρή Φύση με αυτοσχεδιασμό» και οι «Ωδές στον Πρίγκιπα», που δεν είναι ακριβώς δίσκος, αλλά περισσότερο καταγραφή του live.

Η μόνη φορά που έπαιξες στην Αθήνα ήταν τότε στο φεστιβάλ στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων;
Ως «αερόστατο», η δεύτερη. Είχα ξαναπαίξει πριν αρκετά χρόνια σε ένα δημοτικό φεστιβάλ στο Μαρούσι. Ως Οδυσσέας έχω παίξει πολλές φορές.

Ποια είναι η σχέση σου με τη Φυτίνη;
Προτού ιδρυθεί, μου ήρθε μια πρόσκληση να συμμετέχω σε έναν συλλογικό δίσκο με διασκευές από κομμάτια των ΦΥΤΑ, τα «Βρέφη σαλάτας». Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα ΦΥΤΑ και ενθουσιάστηκα! Αυτή η συλλογή οδήγησε μετά από λίγο καιρό στη δημιουργία της κολλεκτίβας της Φυτίνης. Πέρα από τη μουσική, όχι μόνο των ΦΥΤΑ αλλά και πολλών άλλων που συμμετέχουν, που τη θεωρώ καταπληκτική, όλο το καλλιτεχνικό concept είναι σπουδαίο. Μέσα από τη Φυτίνη ανακάλυψα την ευρύτερη queer σκηνή της Αθήνας, στην οποία συμβαίνουν πολύ σημαντικά πράγματα, τόσο σε καλλιτεχνικό όσο και σε θεωρητικό επίπεδο. Η αλήθεια είναι πως έχω χάσει λίγο την επαφή γιατί στην Αθήνα έρχομαι συνήθως βιαστικά, αλλά παρακολουθώ όσα μπορώ μέσω των social media.

Πώς είναι το Ηράκλειο;
Το Ηράκλειο είναι προβληματικό, όπως όλη η ελληνική επαρχία. Είναι ένας βάλτος στον οποίο ψάχνουμε βοτσαλάκια πολιτισμού ή έστω κοινής λογικής για να πιαστούμε. Τελευταία, για παράδειγμα, οι τοπικοί άρχοντες πανηγυρίζουν επειδή μετέτρεψαν ένα υπέροχο παλιό εργοστάσιο στο «πιο σύγχρονο ΚΤΕΛ της Ευρώπης», ή επειδή η πολεμική αεροπορία στέλνει σε κάθε ευκαιρία ένα F16 να κάνει κωλοτούμπες πάνω από τα κεφάλια μας. Ξαναλέω όμως, δε νομίζω ότι είναι πολύ διαφορετικό από την υπόλοιπη επαρχία. Και για να το υπερασπιστώ κιόλας, θα σου πω ότι τουλάχιστον είναι προοδευτική πόλη, παραδοσιακά.

Εννοείς ΠΑΣΟΚ;
Άσε το τι ψηφίζουνε. Εννοώ ότι δεν έχει πολύ ρατσισμό, τουλάχιστον εμφανή, δεν έχει πια γραφεία της Χρυσής Αυγής, και όταν τα είχαν ανοίξει είχαν αναγκαστεί να τα πάνε σε προάστιο. Είναι μια πόλη που, νομίζω λόγω του διαχρονικά εμπορικού χαρακτήρα της, δεν έχει παράδοση στο συντηρητισμό. Όχι ότι δεν υπάρχει εδώ κι εκεί, αλλά δεν είναι τόσο έντονος και οργανωμένος. Στα Χανιά από την άλλη νιώθω – και ελπίζω να μην τσατιστούν τώρα οι φίλοι μου οι Χανιώτες – ότι υπάρχει μια βιτρίνα όμορφη, περιποιημένη, τουριστική, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πιο συντηρητικοί, πιο κλειστοί στο να δεχτούν κάτι καινούργιο, διαφορετικό, κάτι που να τους μετακινεί λίγο από την ασφάλεια της καλαίσθητης καθημερινότητάς τους.

Υπάρχει ακόμα αυτή η κακώς νοούμενη κρητική λεβεντιά;
Υπάρχει. Ζει και βασιλεύει. Έμαθα πρόσφατα ότι δικαστήριο έχει δεχτεί την ανόητη δικαιολογία ότι το όπλο είναι η προέκταση της ψυχής του κρητικού – κι αυτό δημιουργεί δεδικασμένο. Κάπου διάβασα ότι τα όπλα που υπάρχουν στην Κρήτη είναι περισσότερα από όσα διαθέτει ο Ελληνικός Στρατός. Δεν ξέρω αν είναι τρολιά, αλλά για να καταλάβεις το σημείο που έχουμε φτάσει, δε μου φαίνεται πια και τόσο απίθανο. Στις πόλεις τα πράγματα είναι πιο μαζεμένα, στα χωριά όμως τα φαινόμενα τραμπουκισμών είναι καθημερινά.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον επιμένεις να κάνεις μουσική;
Ναι, δε μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Δεν είμαι ο μόνος βέβαια. Εντάξει, επιλέγω να κάνω αυτή τη μουσική, ενώ θα μπορούσα να παίζω, για παράδειγμα, λύρα ή λαούτο. Και πάλι βέβαια, αν έπαιζα καλή μουσική, όχι σκυλάδικα, μπορεί να με αντιμετωπίζανε κάπως συγκαταβατικά ή απαξιωτικά, να με λέγανε «έντεχνο», όμως τα παραδοσιακά ηχοχρώματα είναι πάντα κάτι πιο εύκολα αποδεκτό.

Πώς έγινες μουσικός;
Στο ωδείο πήγα μεγάλος, στα 20, έχοντας κάνει άλλα τέσσερα χρόνια κλασική κιθάρα σε ιδιαίτερα. Είχα εντάσεις εκεί, αν και αγαπούσα πολύ τον καθηγητή μου, γιατί δε με ενδιέφερε να ολοκληρώσω το πτυχίο μου, να ετοιμάσω το βιογραφικό μου για να γίνω σολίστ∙ ήθελα τη διδασκαλία χωρίς το άγχος των εξετάσεων και τη γραφειοκρατία, ήθελα απλά να παίζω μουσική. Τόσο απλά, αυτό προσπαθώ να κάνω.

Τη μουσική σου πώς θα τη χαρακτήριζες;
Στο σύνολό της, επειδή δεν μπορώ να βρω καλύτερο όρο, θα την έλεγα σύγχρονη avant garde, αν και πολλά κομμάτια ξεφεύγουν προς το καθαρό ροκ ή την ψυχεδέλεια. Ο όρος «πειραματική» δε μ` αρέσει. Δεν ξεκινάω πάντως με κάποιον περιορισμό ή κάποια ταμπέλα στο μυαλό μου. Πρόσφατα ανέβηκαν δύο διασκευές που κάναμε με την τραγουδίστρια Μαρία Κριτσωτάκη, ένα τραγούδι της Αρλέτας κι ένα των Noir Désir, που είναι δύο αγαπημένα μου ποπ κομμάτια. Δε μπήκα σ` αυτά με σκοπό να κάνω κάτι εξωφρενικά πειραματικό και δεν το έκανα. Ξεκινάω κάτι και ό,τι βγει. Καμιά φορά ξεκινάω με μια γλυκιά μελωδία και τελειώνω με θόρυβο και συχνότητες. Καμιά φορά ξεκινάω από κάτι θορυβώδες και στην πορεία το κάνω πιο λυρικό.

Ο Ασλάνογλου πώς σου προέκυψε;
Με τον Ασλάνογλου είχα μια αγάπη από το Πανεπιστήμιο – γιατί έχω τελειώσει και Φιλολογία. Το πρόγραμμα της σχολής ήταν το προβλεπόμενο: Ελύτης, Σεφέρης, Καβάφης, Ερωτόκριτος και οι αρχαίοι φυσικά. Είχαμε κάνει μια παρέα φίλων που θέλαμε να ψάξουμε τη λογοτεχνία περισσότερο, παίρναμε βιβλία από τη βιβλιοθήκη, εντοπίζαμε ονόματα ποιητών που δεν τους ξέραμε, τους διαβάζαμε, βρισκόμασταν και συζητούσαμε για το έργο τους. Τον Ασλάνογλου νομίζω τον πρότεινε ο φίλος μου ο Νίκος και όταν τον ψάξαμε, εντυπωσιαστήκαμε όλοι. Απορήσαμε πώς είναι τόσο άσημος αυτός ο ποιητής. Κι από κει ξεκίνησε η σχέση. Όταν μου ζήτησε η Φυτίνη να παίξω στο sound acts, ετοίμασα τρία ποιήματα από τις «Ωδές στον Πρίγκιπα», μαζί με το «γι’ αυτούς», που ήδη υπήρχε στη «Νεκρή φύση με αυτοσχεδιασμό».

Ήταν παραγγελία δηλαδή;
Όχι, ήταν απλά μια πρόσκληση να συμμετέχω. Αλλά σα να τον είχα πάντοτε κολλημένο στο πίσω μέρος του μυαλού μου τον Ασλάνογλου, σα να ήθελα πάντα να παρουσιάσω κάτι ολοκληρωμένο πάνω στην ποίησή του.

Μπορείτε να ακούσετε αλλά και να αγοράσετε της “ωδές στον πρίγκιπα από εδώ

Οι «Ωδές» είναι πιο εξομολογητικές από τα άλλα ποιήματά του. Δε φοβήθηκες που τα επέλεξες;
Όχι, γιατί είναι και τα ποιήματά του που γνώριζα καλύτερα, τα είχα πιο πολύ μέσα μου, κάποια τα ήξερα σχεδόν απ’ έξω εδώ και χρόνια. Στην πορεία, όσο το έργο μεγάλωνε – γιατί ξεκίνησε από τα 20 λεπτά και έφτασε τη μία ώρα και κάτι -, όσο εξελισσόταν, σκέφτηκα να βάλω ποιήματα από άλλες συλλογές, αλλά αποφάσισα να μείνω στο καθαρά ερωτικό, μελαγχολικό και κάπου απεγνωσμένο των «Ωδών». Άλλωστε, είναι μια ολοκληρωμένη ενότητα στο ίδιο το ποιητικό έργο. Έχω την αίσθηση πάντως ότι ξαναανακαλύφθηκε ο Ασλάνογλου τελευταία. Γιατί λες ότι συνέβη αυτό;

Αυτό ήθελα κι εγώ να σε ρωτήσω! Τι θεωρείς ότι γοητεύει περισσότερο;
Είναι σύγχρονος και ειδικά είναι σύγχρονος στην τωρινή εποχή. Οι εικόνες της πόλης, η απόγνωση, ο ερωτισμός που συνδυάζεται με αυτό το μελαγχολικό αστικό τοπίο, είναι κάτι που μας αφορά πολύ περισσότερο και πολύ πιο άμεσα από τον ήλιο και τη θάλασσα του Ελύτη.

Πώς σου βγήκε η μουσική; Μπήκες στον πειρασμό να μελοποιήσεις κάποιους στίχους;
Μουσικά ήταν κάτι που ήταν πηγαίο αλλά χρειάστηκε και πολλή δουλειά. Είναι όλο απαγγελία. Γενικά έχω μια δυσκολία – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι άλλοι κάνουν λάθος, δική μου παραξενιά είναι – στο να ακούσω ποίηση που τραγουδιέται. Μου χαλάει το ρυθμό του ποιήματος.
Στο sound acts, αφού το πρωτοπαρουσίασα, δυο – τρεις άνθρωποι που εκτιμώ μου είπαν ότι έπρεπε να το συνεχίσω, να το κάνω ολοκληρωμένη παράσταση. Το συζήτησα πρώτα με τη Δανάη Σύρρου, που δέχτηκε να φτιάξει από ένα έργο βίντεο για το κάθε ποίημα. Μπήκα λοιπόν σε μια διαδικασία δοκιμών με τις «Ωδές» ανά χείρας, τις κιθάρες μου, τα εργαλεία μου τα διάφορα – χρησιμοποιώ για την παραγωγή ήχων ό,τι βρω μπροστά μου, για παράδειγμα βουρτσάκια, καμπανάκια, παιδικά παιχνίδια – προσπαθώντας να φτάσω στην ατμόσφαιρα που ήθελα εξ αρχής να δημιουργήσω. Στη μουσική προσέχω πάρα πολύ τη συνολική αισθητική, πώς δένουν όλα μεταξύ τους και τι κλίμα μεταδίδουν. Αυτοσχεδιάζω πολύ. Φτιάχνω μελωδίες, κάποιες τις κρατάω πάνω-κάτω ίδιες, κάποιες τις μεταβάλλω, και μετά προσθέτω – αφαιρώ ηχητικά επίπεδα. Έκανα πρόβες που τις ηχογραφούσα – πρέπει να έχω τουλάχιστον εκατό ώρες, όλες διαφορετικές. Τελικά κατέληξε σε μία κάπως σταθερή μορφή και η παράσταση άρχισε την πορεία της.

Στο δίσκο, στην ηχογράφηση, δεν παγιώθηκε το υλικό;
Στο δίσκο παγιώθηκε αναγκαστικά – και στο studio βέβαια live τα ηχογράφησα.

Δεν έχεις δηλαδή ποτέ έτοιμες λούπες από πριν.
Όχι, ποτέ δεν έχω. Ό,τι ακούγεται είναι ηχογραφημένο επί τόπου.

Δε σπανίζει αυτό στην ηλεκτρονική σκηνή;
Εγώ δεν είμαι ακριβώς στην ηλεκτρονική σκηνή. Δηλαδή, ενώ χρησιμοποιώ πολλούς ήχους που ακούγονται ηλεκτρονικοί, είναι φτιαγμένοι όμως με διαφορετικό τρόπο: με γεννήτριες θορύβου, με αντικείμενα, με εφέ από πετάλια που τα παίζω στην κιθάρα – δεν τα έχω σε λάπτοπ και δεν χρησιμοποιώ drum machines και samplers.

Κι έτσι η συναυλία γίνεται πιο θεαματική.
Φαντάζομαι ναι. Έχω δει ωραίες συναυλίες με μουσικούς με λάπτοπ, αλλά όντως, πολλές φορές νιώθω ότι στο οπτικό, performative κομμάτι χρειάζεται κάτι παραπάνω.

Πού έχουν παιχτεί ως τώρα οι «Ωδές»;
Αθήνα, Ηράκλειο και Χανιά. Εκτός σοβαρού απροόπτου θα το ξανακάνουμε, ίσως για τελευταία φορά, στη Θεσσαλονίκη το Δεκέμβρη. Έχω μια δυσκολία στο να κλείνω συναυλίες, είμαι πολύ κακός μάνατζερ του εαυτού μου.

Δε φοβάσαι μήπως λόγω του κακού μάνατζμεντ κάνεις κακό στο έργο σου, στη διάδοσή του;
Μπορεί και να κάνω. Δυσκολεύομαι όμως πολύ να διαχειριστώ έστω και αυτό το μικρό κομμάτι φήμης, όταν για παράδειγμα μου στέλνει κάποιος άγνωστος mail λέγοντάς μου ότι του αρέσει η δουλειά μου ή όταν εσύ μου ζήτησες να κάνουμε αυτή τη συνέντευξη. Από την άλλη, προσπαθώ πάντα να θυμάμαι ότι παίζω μουσική για τη μουσική, και όχι για τη διασημότητα. O νεοϋορκέζος John Zorn, ο σπουδαιότερος ίσως εν ζωή πειραματιστής μουσικός, λέει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία για τον αβανγκαρντίστα performer και κινηματογραφιστή Jack Smith. Ο Smith γενικά πειραματιζόταν με την αίσθηση του κοινού σε σχέση με τον χώρο και τον χρόνο. Κάποια στιγμή παρουσίασε μια performance στο σαλόνι του σπιτιού του. Έλεγε λοιπόν ότι η παράσταση ξεκινά στις 9 κι αυτός έβγαινε κατά τις 11, σα να είναι μόνος του, και ετοίμαζε τα σκηνικά με το πάσο του. Τελικά η παράσταση ξεκινούσε κατά τα μεσάνυχτα και τελείωνε στις 3 ή 4 τα ξημερώματα. Όλη αυτή την ώρα το κοινό καθόταν σε ένα ξένο σαλόνι, χωρίς να έχει τίποτα να κάνει. Οι άνθρωποι θύμωναν, το έργο πήρε πολύ κακές κριτικές, και κατέληξε να πηγαίνει, ξανά και ξανά, μόνο ο Zorn. Ρώτησε λοιπόν τον Smith τι μπορεί να κάνει για να τον βοηθήσει. Η απάντηση ήταν «απλά, να έρχεσαι». Και ο Smith συνέχισε να κάνει την παράσταση αυτή από την αρχή μέχρι το τέλος κανονικότατα, για χρόνια, ακόμα και όταν δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος στο κοινό!


περισσότερα για το “ξέφρενο αερόστατο” στην επίσημη ιστοσελίδα του: franticaerostat.com