Εβδομήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από το θάνατο του Ουζεΐρ Χατζιμπεϊλί. Ο Αζέρος συνθέτης γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1885 και πέθανε στις 23 Νοεμβρίου 1948 στο Μπακού. Προσαρμόζοντας στοιχεία της λαϊκής αζερικής μουσικής στις κλασικές ευρωπαϊκές παραδόσεις, ο Χατζιμπεϊλί συνέθεσε το 1908 την πρώτη, όχι μόνον στο Αζερμπαϊτζάν, αλλά και σ` ολόκληρο το μουσουλμανικό κόσμο, όπερα «Λεϊλή και Μετζνούν», βασισμένη στο ομότιτλο ποίημα του ποιητή Φουζουλή, ενώ 29 χρόνια αργότερα παρουσίασε την όπερα «Κιόρογλου».
Οι δύο αυτές όπερες ξεχωρίζουν μέσα στο πολύ και πολύπλευρο έργο του. Και να μην ξέρεις το θέμα τους, και να μην καταλαβαίνεις το λιμπρέτο, αφήνεσαι στο μάγεμα, στο κράμα Ανατολής και Δύσης, που πολλοί το οραματίστηκαν μα λίγοι το πέτυχαν. Είναι σα να ακούς τη Μαρία Κάλλας και το Χρύσανθο στην ίδια σκηνή να σε συνεπαίρνουν.

Ο μύθος του Μετζνούν και της Λεϊλά έγινε γνωστός στο ελληνόφωνο κοινό κυρίως μέσα από τη μετάφραση του Θωμά Κοροβίνη. Το 1996 κυκλοφόρησε από τη LYRA ένα cd όπου ο Κοροβίνης απαγγέλλει το μεταφρασμένο ποίημα συνοδεία του μουσικού συγκροτήματος Εν Χορδαίς. Στο ένθετο βιβλιαράκι, που περιέχει και τη μετάφραση, ο ίδιος σημειώνει:
«Ο Φουζουλή γεννήθηκε το 1494 στην ιρακινή πόλη Χίλλε και πέθανε το 1555 ή το 1556 στη μικρή κωμόπολη του Ιράκ Κέρμπελα από μια επιδημία που έπληττε την περιοχή. (…) Ο Φουζουλή ανήκει στην ποίηση Ντιβάν του 16ου αιώνα, συνδέεται όμως και με τη λογοτεχνία Τασαββούφ, που καλλιέργησε τον ισλαμικό μυστικισμό. Η πιο φημισμένη ποιητική συλλογή του είναι το τουρκικό Ντιβάν. Το σημαντικότερο έργο του, που τον έκανε διάσημο σε όλους τους λαούς της Ανατολής είναι το Λεϊλά και Μετζνούν. Το ποίημα είναι γραμμένο στο είδος του Μεσνεβί, ένα είδος περσικής ποίησης κατάλληλο για να αποδοθούν έμμετροι μύθοι με θέματα επικά. Αργότερα οι Πέρσες ποιητές καλλιέργησαν το Μεσνεβί για να αποδώσουν θέματα διδακτικά ή ηθικοπλαστικά και οι Τούρκοι ποιητές για να αποδώσουν θέματα ερωτικά. Το Λεϊλά και Μετζνούν αποτελείται από 449 δίστιχα και συμπληρώνεται από μερικά εμβόλιμα σύντομα πεζά μέρη. Τα δίστιχα είναι ομοιοκατάληκτα. Κάθε δίστιχο αποτελεί μια στιχουργική και νοηματική ενότητα.
Το θέμα του ποιήματος στηρίζεται σε έναν παμπάλαιο περσικό μύθο, που περιγράφει τον παθιασμένο αλλά ανεκπλήρωτο έρωτα και τις περιπέτειες δυο αγαπημένων. Το παραμύθι αυτό απαγγελλόταν και τραγουδιόταν και ήταν ο πιο φημισμένος ερωτικός θρύλος για πολλούς αιώνες στους μουσουλμανικούς λαούς της Ανατολής και της Αφρικής. Χαρακτηριστικά στοιχεία του ποιήματος είναι ο πλούσιος λυρισμός, η μοιρολατρία, η ερωτοπάθεια, ο τυραννικός ερωτικός πόνος, η ψυχική ερήμωση, η βαθιά εσωτερικότητα, η θρησκευτική αφοσίωση και το μυστικιστικό πάθος. Σκοπός του Φουζουλή είναι να αναλύσει τη βασανιστική πορεία του ανθρώπου με σκοπό την κατάκτηση της θείας αγάπης. Πίσω από το πρόσωπο του Μετζνούν βρίσκεται ο ίδιος ο Φουζουλή, ενώ η Λεϊλά συμβολίζει τη λατρεία του ποιητή προς το Θεό, που ο δούλος του προσπαθεί απεγνωσμένα να την κάνει πλήρες βίωμά του. Ο έρωτας του Φουζουλή κλιμακώνεται από τον υλιστικό στον πνευματικό με κατάληξη και αποκορύφωμα το θεϊκό έρωτα.»

Εδώ ακούμε το Θωμά Κοροβίνη να διαβάζει το ποίημα:

 

Η άλλη όπερα του Ουζεΐρ Χατζιμπεϊλί είναι ο Κιόρογλου. Στα τούρκικα «Κιόρογλου» σημαίνει «γιος του τυφλού» και, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση και το ομώνυμο επικό τραγούδι, ήταν ένας ληστής πολύ αγαπητός στα φτωχά λαϊκά στρώματα, γιατί λήστευε τους πλούσιους και βοηθούσε τους φτωχούς.

Γράφει για τον Κιόρογλου ο Εμμανουήλ Ζάχος (ή Ζάχος Ε. Παπαζαχαρίου):

Κιόρογλου είναι το όνομα του Καππαδόκη ήρωα της μεγαλύτερης τουρκικής εποποιίας «Κιόρογλου Ντεστανή», το έπος του γιου του τυφλού. Κιόρογλου σημαίνει «ο γιος του τυφλού» και σ` ένα δεύτερο επίπεδο «ο γιος του άπιστου», του «κιαφίρ», του «γκιαούρη», δηλαδή του άπιστου χριστιανού που παντρεύτηκε μια πιστή, μια Μουσουλμάνα. Ανάλογος και ταυτόσημος είναι και ο Καππαδόκης ήρωας της μεγαλύτερης ελληνικής εποποιίας, ο Διγενής Ακρίτας. Κι αυτός είναι γιος του άπιστου εμίρη, του Μουσουλμάνου που παντρεύτηκε μια πιστή, μια Χριστιανή.
Η αναλογία αυτή των δύο ηρώων δεν αναφέρεται στη φυλετική καταγωγή τους, αλλά στη θρησκευτική τους ένταξη, που υποκρύπτει και κοινωνικο – πολιτική στάση. Γιατί ο Διγενής Ακρίτας, όπως απέδειξαν διάφοροι ερευνητές (Ενρί Γκρεγκουάρ: Διγενής Ακρίτας, Νέα Υόρκη, 1942), ήταν συγγενής και σύμμαχος με τους Μανιχαϊστές Παυλικιανούς, Αρμένιους και Ποντο-Λαζούς δυϊστές, που πίστευαν πως ο κόσμος κυβερνιέται από δύο δυνάμεις, τη δύναμη του καλού και τη δύναμη του κακού. Αυτούς που στήριξαν τη δυναστεία των Ισαύρων, εικονοκλαστών και αντιλατίνων, αυτούς που στήριξαν το Σχίσμα του Φωτίου με την λατινική Εκκλησία της Ρώμης και γενικά την απελευθέρωση των δουλοπάροικων και το αντιφεουδαρχικό κίνημα στο Βυζάντιο. Ο Κιόρογλου, από την άλλη, ήταν ένας ληστής επαναστάτης που σ` όλη του τη ζωή πάλεψε ενάντια στους Οθωμανούς τοπάρχες και στο Σουλτάνο, όταν αυτοί προσπαθούσαν να υποδουλώσουν τους μικροϊδιοκτήτες της Μικρασίας. Γι` αυτό και οι δύο Καππαδόκες φέρουν με υπερηφάνεια τα προσωνύμια της διπλής θρησκευτικής τους καταγωγής και ένταξης: Διγενής ο ένας και γιος του άπιστου ο άλλος.
Φαίνεται, λοιπόν, πως οι δύο Καππαδόκες είναι ένας και ο αυτός ήρωας κι ότι ο Κιόρογλου είναι μετεξέλιξη του Διγενή Ακρίτα, όπως έγραψε ο Πόντιος λόγιος Ι.Τ. Παμπούκης στην Επετηρίδα της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών του 1953. Αυτή την άποψη στηρίζει και το ότι μεταξύ των ελληνόφωνων προσφύγων που κατάγονται από την Καππαδοκία δε διασώθηκαν ακριτικά τραγούδια , ενώ οι Τουρκόφωνοι Καππαδόκες πρόσφυγες, ακόμα σήμερα στην Ελλάδα, θυμούνται και τραγουδάνε στα τούρκικα τα κατορθώματα του Κιόρογλου.
(Ε. Ζάχος Παπαζαχαρίου: Ανατολή Ανατολών, εκδ. Αλφειός).

Εδώ, ο «γιος του τυφλού» του Εμμ. Ζάχου, όπως τον τραγούδησαν οι Χειμερινοί Κολυμβητές: