Είμαι στην πόλη SiemReap, εκεί που μένει κάποιος όταν θέλει να επισκεφτεί τους ναούς του Angkor (πολιτεία και ναοί στην έκταση του Λονδίνου). Και όπως χοροπηδάω πάνω στο τρίκυκλο (πες με “τουκτουκ”), μιας και οι δρόμοι είναι γεμάτοι λακκούβες, όπως σκονίζομαι και καπνίζομαι σε μια εναλλαγή σκόνης – καπνού εις το διηνεκές (μα, τι καίνε όλη την ώρα; Φύλλα, λάστιχα, περιττώματα) ή -το καλύτερο- μείξης σκονοκαπνού (κατευθείαν για το Αναπνευστικών Νοσημάτων), εκεί λοιπόν που τρέχει το τουκτουκ και με πιάνουν οι εξατμίσεις όσων προηγούνται, τι βλέπω, πρωί πρωί, στους τροπικούς, στον τάδε παράλληλο, εκεί που άλλοτε άκμασε το βασίλειο των Χμερ, μετά χάθηκε κάπως απόκοσμα, κανείς δεν ξέρει πώς, ήρθε η ζούγκλα και έριξε τις ρίζες της, εκεί που αυτός ο παρανοϊκός Brother Number One κατέστρεψε και σκότωσε με λύσσα, που στον πόλεμο του Βιετνάμ πέταξαν τις πιο πολλές βόμβες στην όμορφη αυτή χώρα και φύτεψαν έξι εκατομμύρια νάρκες κατά προσωπικού, εκεί λοιπόν, εκείνη την ώρα την φαινομενικά άδολη, ξέγνοιαστη και πρωινή, με χουζούρικα μωρά δίπλα στο δρόμο, φωνές και καμπάνες στους ναούς της πόλης (ξέρεις πως τιμάνε τους νεκρούς τους σαν να γίνεται γιορτή;), εκεί και τα νούφαρα πάνω στο βούρκο (αλλά έτσι ανθίζει καμιά φορά ο πολιτισμός ή έτσι πεθαίνει από πυρετό), εκεί λοιπόν είδα να στολίζουν ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο και τρόμαξα, δυτικέ πολιτισμέ, με την επιβολή σου.
.