Ήθελα να γράψω λίγα λόγια για το ήδη πολυβραβευμένο «The Favourite» του Λάνθιμου, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, χωρίς να έχει στο πλάι του τον δεινό σεναριογράφο Ευθύμη Φιλίππου. Και όντως, άρχισα να το κάνω προσπαθώντας να βάλω σε τάξη τις σημειώσεις που κράτησα σχεδόν αυθόρμητα όσο έβλεπα αυτό το ταινιάκι. Αλλά βαρέθηκα, γαμώτη. Αν στρωνόμουν να γράψω πάντως, σε γενικές γραμμές, θα έλεγα πως ήταν μια νόστιμη κωμωδία, που προσφέρεται για άπλετο ποκ-κορν, με μια σκηνοθεσία μεγαλόπνοη και ψηλοτάβανη, η οποία αξιοποιεί το φυσικό φως της «προβικτωριανής» εποχής, εργαλειοποιεί εκβιαστικά και άγαρμπα τους γκροτέσκο ήχους του εκκλησιαστικού οργάνου, και συμβαδίζει με ένα σενάριο κομμένο και ραμμένο στην υποκριτική μανιέρα της «βασίλισσας» Ολίβια Κόλμαν και της κουκλίστικης χαιρεκακίας της Άμπιγκέιλ (Έμμα Στόουν). Κι όλα αυτά, υπό το καθεστώς μιας μητριαρχικής και λεσβιακής επίφασης τριγωνικού τύπου (προσθέστε στις προαναφερθείσες την Rachel Weisz -έκανε κι αυτή ό,τι μπορούσε σε αυτό τον άχαρο ρόλο) πακεταρισμένης για το μοντέρνο καταναλωτικό κοινό της Δύσης που κάνει συμμοριτοπόλεμο με το #metoo. Και λέω «επίφασης» γιατί αυτή η «σεξουαλική παρέκκλιση» έχανε τις αιχμές της καθότι έστεκε απολίτικη, για το γούστο μου τουλάχιστον, έτσι όπως ήταν τοποθετημένη μέσα στην κωμικοτραγική και νευρασθενική συνθήκη ενός παλατιού. Δύσκολα πάντως θα την αποφύγετε με τόση διαφήμιση που επίκειται αφού η ελληνική περηφάνια θα θριαμβεύσει και οι αίθουσες θα κατακλυστούν σε λίγο καιρό. Οπότε προετοιμαστείτε να δείτε τι συμβαίνει όταν πατάς το αγαπημένο κουνέλι της βασίλισσας, ενώ συνάμα θα υποφώσκει το αιώνιο γκομενικό ερώτημα: «το μελαχρινό ή το ξανθό»; Η τέλεια αρπαχτή για τον Λάνθιμο και μπράβο του. Και καλό τάιμινγκ. Γενικά, το weird cinema πέθανε από τον εμπνευστή του. Από την άλλη, ένας σκηνοθέτης οφείλει να εξελίσσεται και να αναλαμβάνει προκλήσεις. Ζήτω οι αναθέσεις του Film 4. Με το καλό και σειρά στο Netflix, Γιώργη.

Ωπ, είπα Netflix και θυμήθηκα το Bandersnatch: η δημοφιλής σειρά Black Mirror βγήκε σε ταινία και δεν κατούρησα στο πηγάδι, έσπευσα. Τι το ‘θελα, δηλαδή; Απ’ το κακό στο χειρότερο πάει αυτό το κείμενο. Αλλά τι φταίω εγώ που το Netflix χρωστάει τα μαλλιοκέφαλά του και θέλει να ξεχρεώσει ψάχνοντας κάθε δυνατό τρόπο; Διότι άλλο λόγο για να φτιαχτεί αυτή η αστειότητα δεν βρίσκω. Βέβαια, βρήκαν οι παραγωγοί: τη διαδραστικότητα. Ο θεατής κάνει επιλογές για τον πρωταγωνιστή και ανάλογα κυλούν οι σεναριακές εκδοχές. Και ψάρωσε κόσμος και κοσμάκης. Ένα είναι το γεγονός: Ο σεναριογράφος Charlie Brooker έχει ξεζουμιστεί ο άμοιρος. Έχει ρέψει ο εγκέφαλός του. Πίνε υγρά, Charlie, και μην πιάνεις άλλο στιλό στο χέρι επειδή μόνο και μόνο σε πληρώνουν! Ή, αν γράφεις σε υπολογιστή, χύσε το νερό στο πληκτρολόγιο… Ξεκουράσου βρε αδελφέ! Δες καμιά ταινία. Να, ας πούμε το κορεάτικο Burning.

Ωπ! Από τις Νύχτες Πρεμιέρας ήθελα να το δω αυτό, αλλά είχαν εξαντληθεί τα εισιτήρια. Πολύ ύπουλη ταινία. Εκεί που χασμουριέσαι σου βάζει οδοντογλυφίδα στα ματοτσίνορα να μείνουν ανοικτά. Σου εκβιάζει την αναπόλησή της. Την κουβαλάς για μέρες. Ατόφιος κινηματογράφος, αν και γίνεται από την αρχή πασιφανές πως βασίζεται σε λογοτέχνημα -στο διήγημα «Φλεγόμενος Αχυρώνας» του Μουρακάμι- και ο κινηματογραφικός χρόνος ηττάται έναντι της μυθιστοριογραφικής ροής, γεγονός που αντανακλάται κάποιες στιγμής στη μη φυσικότητα των χαρακτήρων που ξεδιπλώνονται. Ωστόσο, βαστάει από ένα απολαυστικό σινεμά που κορυφώνεται κλιμακωτά και υποδόρια, με όμορφα πλάνα που βολοδέρνουν μεταξύ κορεάτικης μητρόπολης και επαρχίας, που ισορροπούν μεταξύ αφηγηματικού μήκους και αφηγηματικού βάθους, από ένα απολαυστικό σινεμά που σέβεται τον θεατή, θέλει να τον προβληματίσει, θέλει όχι μόνο να ενεργοποιήσει τη συμβολική του σκέψη αλλά και να την δυναμώσει. Καθώς κυλούν πλάνα και διάλογοι, η πληκτική καθημερινότητα αναζητεί μαγικά παράθυρα διαφυγής για να νοηματοδοτηθεί, η δε αστική δικαιοσύνη μένει μακριά από τα πηγάδια της αίσθησης δικαίου. Το φινάλε της ταινίας αγγίζει τον κορεάτικο μοντερνισμό που εισήγαγε με θράσος ο Κιμ Κι Ντουκ και θα αποζημιώσει την πολύωρη θέαση μιας αλληγορικής ταινίας, φέρνοντας την κάθαρση σε όλο της το μεγαλείο.

Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν όλα τα παραπάνω, αν θέλετε να πάτε σινεμά, σας προτείνω ασυζητητί το τρυφερό Green Book του Peter Farrelly (έκπληξη!). Το Πράσινο Βιβλίο έχει ατμόσφαιρα 1960s, μουσική, αληθινή ιστορία, στερεότυπα που αρέσουν, αγώνες που πρέπει να δοθούν, ρατσισμό που ξεπερνά το χρώμα του δέρματος, διδακτισμό που προσπαθεί να κλείσει το μάτι με φυσικότητα. Μπορεί να μάθει κανείς να γράφει ερωτικά γράμματα, αλλά και να νιώσει χειρότερος άνθρωπος. «Το να είσαι ιδιοφυής δεν αρκεί, χρειάζεται κουράγιο για να αλλάξεις τις καρδιές των ανθρώπων». Ας το παραδεχτούμε χωρίς ενοχές: καμιά φορά χρειάζεσαι μια απλή καλή αμερικανική ταινία. Γνήσια αμερικανική ταινία όμως, όχι σαν αυτές που προσπαθούν να γίνουν χολιγουντιανές με το ζόρι, όπως το Όλοι το ξέρουν του ιρανού Φαραντί, την οποία καταγράφω ως  μία ακόμη μεγάλη αποτυχία της σεζόν, δεδομένων των προσδοκιών που μου προκαλούσε.

Αυτά για την ώρα! Ραντεβού στις αίθουσες… (Έτσι δεν το λένε;)