Το σεμινάριο τελείωσε και βρέθηκα να περπατάω στο κέντρο. Είχα πολλά πράγματα που έπρεπε να κάνω, αλλά κάπως, κάτι με οδήγησε να περιπλανιέμαι στα σοκάκια της πόλης. Μια βαθιά νταρκίλα με είχε κατακλύσει και για να την ξορκίσω, έφτασα στο Μοναστηράκι, κάτω από τον αρχαίο λόφο, για να δω το φως. Το αθηναϊκό φως, αυτό που έκανε τον Ντυσάν να πει ότι εδώ λύνονται όλα τα μυστήρια και τον επηρέασε στη δημιουργία του Étant Donnés. Συνήθως όλα μαλακώνουν όταν το αντικρύζω· σ’ αυτό το σημείο της πόλης τα κτήρια είναι χαμηλά και ο ήλιος το αγκαλιάζει από παντού. Αλλά κάπως αυτή τη φορά δεν με πιάνει. Μπαίνω στο μετρό. Στο βαγόνι διαβάζω Μαρία Μήτσορα, που βρίσκει τις θηλυκές μεριές της Αθήνας. Αντί να κατεβώ στη Δάφνη, που ήταν ο στόχος μου, αποφασίζω τελευταίο λεπτό να κατεβώ Άγιο Ιωάννη. Πέρσι, στο δρόμο για τη δουλειά, περνώντας από τον Άγιο Ιωάννη, έμενα να χαζεύω μία πόρτα. Ήταν η πιο ωραία πόρτα που είχα δει, αρ νουβώ, με χρωματιστά τζάμια. Ήταν σε μια μονοκατοικία από αυτές του ‘50 και του ‘60, που τίποτα δεν θα σε προετοίμαζε γι’ αυτό που θα αντίκριζες. Βέβαια, έχω προσέξει πολλάκις ότι τα κτίρια εκείνων των δεκαετιών ή ακόμη και προγενέστερων, αν και φτωχικά, μπορεί να διέθεταν γουστόζικα κιγκλιδώματα, θύρες ή κουφώματα. Ένας εκδημοκρατισμός της ομορφιάς. Καιρό ήθελα να τη φωτογραφίσω, αλλά λίγο πριν τη δουλειά όλα είναι πιο δύσκολα, το βράδυ δεν φωτιζόταν κι εδώ κι ένα χρόνο περίπου δεν μένω πια στη γειτονιά. Πάντα το σκεφτόμουνα, ότι πρέπει να γυρίσω γι’ αυτή την πόρτα και ποτέ ως τώρα δεν το είχα καταφέρει. Κατεβαίνω λοιπόν και παίρνω το δρόμο που έπαιρνα πέρσι. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Έχω αλλάξει μόνο εγώ. Αρχίζω να ανηφορίζω. Μέχρι και οι μυρωδιές είναι ίδιες. Φτάνω μέχρι ένα σταυροδρόμι κι εκεί σκαλώνω. Από εδώ και πέρα υπάρχουν πολλοί τρόποι να φτάσω στο παλιό μου σπίτι. Ας πάρω τον έναν· τον ακολουθώ, σε κάθε γωνιά περιμένω να εμφανιστεί η πόρτα, αλλά τίποτα. Ξαναγυρνάω στην αφετηρία. Βλέπω έναν άλλο δρόμο, λέω να πάω από εκεί. Κοιτάω γύρω μου, όλα μου φαίνονται πολύ οικεία, αλλά ταυτόχρονα δεν είμαι σίγουρη για το πού πηγαίνω. Στριφογυρνώντας από εδώ και από εκεί, πόρτα πουθενά, γνωστά μαγαζιά, γωνιές στις οποίες έχουν γίνει τόσα και τόσα, τα μπακάλικα των μεταναστών, γυρίζω, γυρίζω, κάπως φτάνω στο παλιό σπίτι. Έχω ακούσει πολλές ιστορίες ανθρώπων που όποτε επισκέπτονταν έναν τόπο στον οποίο είχαν μείνει για κάποια περίοδο της ζωής τους, πήγαιναν να δουν το τότε σπίτι τους. Άλλοι κοίταζαν απ’ έξω, άλλοι χτυπούσαν κιόλας στους νέους ιδιοκτήτες κι έμπαιναν, έπιναν καφέ κι έλεγαν ιστορίες από τα παλιά. Το είχαμε κάνει με τους γονείς μου στη Μακρυνίτσα πριν χρόόόνια. Και δεν είχαμε πάει καν να δούμε ένα σπίτι όπου έμενε κάποιος από τους δύο. Είχαμε πάει να δούμε το σπίτι στο οποίο έμενε η Γερμανίδα μαμά του θείου Ρ. Πάντα αναρωτιόμουνα τι είδους ανάγκη ήταν αυτή. Έχω μείνει σε διάφορα σπίτια, σε διάφορα μέρη. Όμως τα έχω στο μυαλό μου σαν συρτάρια. Ανοίγω το κάθε συρτάρι και μπορώ να θυμηθώ πώς ήταν όλα τότε. Αλλά δεν παύει να είναι ένα συρτάρι. Όπου όλα είναι μέσα μαζεμένα. Θυμάμαι να λέμε με την Χ. για τα σπίτια μας στην Ισπανία, αυτής στο Σαντιάγο και το δικό μου στο Κάντιθ «Ωραίο δεν είναι να μένεις στην άκρη του πουθενά;», μου είχε πει. Και τη θυμάμαι μετά να λέει: «Τι σπίτι ήταν αυτό που είχα. Πώς το έφτιαχνα κομμάτι κομμάτι. Τι βρήκε η επόμενη που πήγε εκεί. Τι βρήκε». Φανταζόμουν ότι το ίδιο θα έλεγε και η δικιά μας σπιτονοικοκυρά στο Κάντιθ. Το σπίτι ήταν όλο ζωγραφισμένο στο χέρι. Με θυμάμαι να ξυπνάω το πρωί, να φτιάχνω καφέ και να χαζεύω τον Ατλαντικό από τη τζαμαρία της κουζίνας. Τι μπορούσε να πάει άσχημα όταν ξεκινούσε έτσι η μέρα;

Τέλος πάντων, κάπως έχω βρεθεί στο παλιό σπίτι και το κοιτάζω απ’ έξω: χαζεύω τις κουρτίνες στα παράθυρα, το τραπέζι και την καρέκλα στο μπαλκόνι, ένα ποτήρι με τελειωμένο φραπέ ακουμπισμένο πάνω του, κάτι γλαστράκια. Κατά διαβολική σύμπτωση από κάτω είναι μια μηχανή λες και ο Κ. μένει ακόμα εδώ και ένα αμάξι στο χρώμα του αμαξιού που είχε ο Α. Αναρωτιέμαι πώς είναι τα δωμάτια. Προσπαθώ να φανταστώ κάτι, αλλά αποτυγχάνει. Με βομβαρδίζουν απλά αναμνήσεις. Δεν έχει νόημα να κάτσω άλλο. Βγαίνω ξανά στη γύρα για την πόρτα. Βολοδέρνω κι όλο επιστρέφω στο σταυροδρόμι που μου χρησιμεύει σαν αφετηρία. Απέναντι ένα τατουατζίδικο, τα παιδιά μέσα με κοιτάνε σε κάποια φάση, λέω θα έρθουν να με ρωτήσουν τι ψάχνω και τι να τους πω; ότι ψάχνω μια πόρτα; Αγχώνομαι κιόλας ότι έχει γκρεμιστεί η πολυκατοικία ή ότι έχουν αλλάξει την πόρτα. Βλέπω και εδώ πια τα μεταλλικά κουτιά με μπάζα. Μετά τις γειτονιές του κέντρου, έφτασαν να ανακαινίζονται κι εδώ τα σπίτια. Παλιά έχτιζαν, πλέον ανακαινίζουν.

Παίρνω το λεωφορείο να πάω στο πατρικό μου. Κατεβαίνω στη στάση και κοιτάω τη θάλασσα στο βάθος. Ο ουρανός έχει σύννεφα κι ο ήλιος αντανακλά πάνω τους μυριάδες χρώματα. Όπως προχωράω προς το σπίτι, κοιτάζω να δω την αγαπημένη μου μονοκατοικία που κάποτε χάζευα με τις ώρες. Αλλά στη θέση της βλέπω μπάζα. Την έχουν ρίξει.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Ναταλί Φύτρου γεννήθηκε το 1989 στην Αθήνα. Σπούδασε Οικονομικά.Από μικρή της άρεσε να ακούει και να διηγειται ιστορίες. To 2016 μετέφρασε ένα διήγημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο και το έστειλε στον καθηγητή Ισπανικών της. Διατηρεί το μπλογκ universo2666.blogspot.com