Η ΟΥΡΑΝΙΤΣΑ

Διήγημα του Πλάτωνος Ροδοκανάκη

 

Ακόμη θυμάμαι τη μικρή ξύλινη σκάλα που ανέβαινε στο ηλιοφώτιστο δωμάτιο. Περνάγαμε από ένα αυληδάκι ψηφιδωμένο με χαλίκια κυανά, όπου στη μέσην απλωνότανε η άσπρη γλάστρα με τα φανταστικά κλαδιά της τα πελώρια. Στο βάθος, έπλεκε το δίχτυ της μια πόρτ’ από χοντροκομμένες βέργες πράσινες. Πίσω της, γεμάτος πούπουλα, φύλλα λαχάνων και κουτσουλιές, βρισκότανε ο ορνιθώνας και καθ’ απόγευμα π’ ανοίγαμε τα καλαθάκια μας και μασουλίζαμε το κεντί, μπροστά σ’ αυτή την πόρτα, βγάζανε τα κεφάλια τους οι κότες, καπελωμένες κοκετίστηκα με το φρυγικό τους σκούφο να γυρέψουνε με κωμικήν ανυπομονησία το μερδικό τους. Ένας κόκορας χρυσοπόρφυρος λυγιζότανε κάποτε σαν τόξο και ριχνότανε να κάνη λυώμα κατ’ από τα βέλη της επιθυμίας του, πότε την άσπρη, πότε τη σταχτιά, πότε τη μαυροφορεμένη γυναικούλα του. Εμείς χτυπάγαμε τότες τα χέρια και φωνάζαμε όλα μαζύ για να γλυτώσωμε τη δύστυχη από του άντρα της τη φτέρνα, λέγοντας πως κάποια βρισιά θα τούπε κι’ αυτός τώρα την έδερνε για τη φέρη σε θεογνωσία. Μα οι δασκάλες κοκκινίζαν, κάτι κρυφόλεγεν η μία στης αλληνής τ’ αυτί και έπειτα γυρίζοντας κυτάζανε τ’ αγόρια με κάτι μάτια παράξενα, σαν τις ματιές ρίχνοντας εκείνες που βλέπουνε με δυσαρέσκεια, να κρέμεται η αγουρίδ’ από το κλήμα, όταν τα χείλια, μεσ’ το κάμα του μεσημεριού, να δροσιστούν επιθυμούν με ρόγες ζουμερές, ζαχαρωμένες.

Μόλις τα θυμάμ’ αυτά που γράφω, όπως μεσ’ από το νερό το κοιμισμένο μιας λίμνης μικρής, καθρεφτίζονται αμφίβολα ο βυθός ο χνουδωτός όπου τρομάζουν και τρέμουνε, στο πέρασμα κάποιας μέδουσας φανταστικής, μακρυές, αναμαλλιάρες άλγες.

Ήμανε δεν ήμουνα πέντε χρονώ. Με πήγαινε σκολιό μια δουλ’ από τη Νάξο, η Χρυσάνθη. Θαρρών ακόμη πως μ’ αγγίζει η χοντρή επιδερμίδα του χεριού της πούμοιαζε σαν τσόχα πρόστυχη. Βιβλία δε μου δώκανε ακόμη. Η δασκάλα μου, η κυρί’ Αριάδνη, μ’ έπαιρνε στα γόνατά της, με χάιδευε, μώβαζε στο στόμα φέτες πορτοκάλι, και κάποτε μου κόλλαγε στο στήθος με μια καρφίτσα καμμιά φανταχτερή ζωγραφιά, ένα μεγάλο τριαντάφυλλο, μια πεταλούδα ή το αιώνιο χέρι με το άσπρο ταντελλένιο μανικέτι, που κρατεί πέννα και γράφει.

Η κυρί’ Αριάδνη, η πρώτη μου δασκάλα, ήτανε πολύ ξανθή, γεροντοκόρη, με μάτια χρώμα γαλανό και άσπρο μαζύ, ένα μεγάλο στόμα παντ’ ανοιχτό, και κάτι χείλια, που αν η αξία του φιλιού έπρεπε να λογαριάζεται με την ποσότητα, χωρίς άλλο αυτή θα είχε το ρεκόρ στο πιπίλημα, πάνω σε χλιαρό στόμα μελαχροινού αγαπητικού.

Οι αναμνήσες μου αντηχάνε τωρ’ από τα περασμένα, σαν τους μυστηριώδικους εκείνους ήχους που ξομολογούνται τόνα στ’ άλλο, τα παλαιά έπιπλα, ακουμπησμέν’ από χρόνια σε καμάρες αρχοντικές, ερημωμένες.

Θυμάμαι εν’ απόγεμα, με σήκωσαν και πήγα κοντά στο τραπέζι. Εκεί βρισκόντανε σωροί φασόλια κάτασπρα. Η δασκάλα μ’ έβαλε να σχεδιάσω μ’ αυτά ένα γιγαντιαίο Α, βαστώντας και διευθύνοντας η ίδια τα δάκτυλά μου. Ω η ακατόρθωτη εργασία! Πώς έτρεμεν ολόκληρο το κορμί μου από τη συγκίνηση της δοκιμασίας! Για να μου δώση περισσότερο θάρρος, μια που είδε πως από την ταραχή μου λιγυζόταν το κεφάλι, φώναξε με τη μιλιά της που τύλιγε κάθε λέξη της, θαρρείς, μέσα σε κρούστες από σάλιο:

-Ουρανίτσα, έλα να το σχεδιάσης και συ.

Πλάι μου σε λίγο, ίδιο ακριθάκι του κάμπου, κάτι ακριθάκια που διπλώνουν στα πλευρά των ρόδινα φτεράκια και πηδώντας σχεδιάζουνε καμπύλες τρισχαριτωμένες, ήρθε και στάθηκεν ένα κοριτσάκι, ίσως μερικούς μήνες πιο μεγάλο από μένα. Ήτανε κατακόκκινο, γουρλωμάτικο και ξανθό. Τα μαλλιά του δένονταν σαν κερατάκια μικρού αρνιού, από τα πλάγια. Η Ουρανίτσα ήτανε σοφή. Κατώρθωσε να σχεδιάση μόνη της με τα φασόλια, το μυστηριώδες σχήμα. Την εθαύμαζα. Η Ουρανίτσα ήτανε για μένα κάτι τι υπέροχο. Την κύταζα με τρόμο μαζύ και αγάπη. Χωρίς να ξέρω πώς, πήγα κοντά της, έτσι σα να γύρευα προστασία.

-Σκύψε και φίλησέ τον, ξεφώνησεν η δασκάλα στην Ουρανίτσα.

Κείνη ρίχτηκε να μου κολλήση ένα σκαστό φιλί στο μάγουλο, μα ‘γω υπερασπίστηκα την τιμή μου με τα νύχια και τα δόντια κραυγάζοντας γοερά. Γιατί πριν λίγες μέρες είχ’ ακούσει να γίνεται σούσουρο για μια κόρη που ξάφνου πρίστηκεν η κοιλιά της. Όπως βρισκόμουνα κοντά στη μαμά και στις άλλες γυναίκες, σήκωσα το μουτράκι μου ν’ ακούσω το τί και το πώς, αν και δεν καταλάβαινα γρυ. Τότε μια απ’ τις γυναίκες σχεδιάζοντας με το στόμα της ένα τεράστιον όμικρον, σαν άνοιγμα πηγής οπούθε έτρεχεν η αρετή, διεκήρυξε με αυστηρότητα για ν’ ακουστή από μένα: «Βέβαια, αφού την φίλησε ξένος άνθρωπος στο στόμα, φυσικό ήτανε να φουσκώση». Φαντάζεται λοιπόν ο καθένας την απελπισία μου σαν είδα τα χείλια της Ουρανίτσας έτοιμα να με υποβάλουν στην παραμόρφωση της εγκυμοσύνης. Έπειτα δεν ήξερα καλά καλά τι ήμουνα, κορίτσι ή αγόρι, μια και που είχα μακρυά μαλλιά και φόραγα ποδιές, ρούχο ουδέτερο, αχαρακτήριστο.

Το απόγεμα όμως, όταν σκολάσαμε, διασκέλισαν οι παιδικές μας κνήμες την πόρτα του δρόμου πηγαίνοντας με παράλληλο βηματισμό.

Η Ουρανίτσα ήτανε γειτόνισσά μου. Ερχότανε και μ’ έπαιρνε από το σπίτι ταχτικά, κι έτσι πάλι γυρνάγαμε το μεσημέρι και το βράδυ πίσω. Ούτε αυτή μα ούτ’ εγώ μπορούσαμε πια να κάνωμε ο ένας δίχως τον άλλο. Τ’ ανοιξιάτικ’ απογέματα μαζωνόμαστε μαζύ μ’ άλλα παιδάκια μπροστά στην οξώπορτα, πιάναμε χέρι με χέρι, ανοιγόμαστε σε κύκλο, γυρίζαμε και χορεύαμε τραγουδώντας, όταν τα πιο ψηλά παιδιά της γειτονιάς, (η ηλικία μετριόταν τότες με το μπόι), κρατώντας καλάμια μ’ ένα μεγάλο πανί στην άκρη, παραφυλάγανε να χτυπήσουνε τις νυχτερίδες που θα γλύστραγαν από τ’ ανοίγματα των τοίχων, όσα είχανε σκιστή από τους σεισμούς και τις βροχές.

Ο χορός μας στηνότανε τις πιότερες φορές κάτω από το φεγγάρι, όταν τα κεραμίδια των σπιτιών ψαλίδιζαν στους αντικρυνούς τοίχους δαιμονικά πριόνια όλο πηχτές σκιές. Η Ουρανίτσα τότες με τη φωνίτσα της που είχε μέσα στα τσακίσματά της την κελαϊδιστική τρέλλα του μαντολίνου, τραγούδαγε με παραφορά:

Κό-ψέ μια παπαρούνα

Τραλαλέ λαλέ – λαλέ…

και την ακολουθάγαμε όλα μισοπνιγμέν’ από την πολλή την ευτυχία:

Κό-ψέ μια παπαρούνα

Καλέ μου κηπουρέ.

Από κάτι μεγάλες που ανέβαζαν τις κορφές τους πάνω από τις στέγες, στα μέσα του δρόμου, κει κατά που βρισκότανε ο φούρνος του μαστρο-Γιάννη, σαν ήτανε η εποχή που εστολίζονταν ίδιες νύφες με τα λευκά λουλούδια τους, αργοχυνότανε και μας παρέχυνε μια ευωδιά, θυμίζοντας λεμόνι και ζυμάρι.

Ένα τέτοιο βραδυνό, κει που χορεύαμε πιασμένα όλ’ από το χέρι κι η Ουρανίτσα φορώντας ένα φουστανάκι από τσίτι κλαδωτό πήδαγε τινάζοντας τα μαλλιά της πάνω στους ώμους της και τραγουδώντας ενθουσιασμένα

Τραλαλέ – λαλέ λαλέ…

τινάχτηκε χάμω σε μια πέτρα του καλντεριμιού κι έσκισε το κούτελό της.

Όλα τα παιδιά μπήξανε τις φωνές και σκορπίστηκαν.

Τρέξανε από κάπου κι έχυσαν αγιασμό στο μέρος όπου γίνηκε το πέσιμο.

Σηκωτή την πήγανε στο σπίτι της και οι μητέρες βγήκανε στις πόρτες με λαχτάρα, κι’ άρχισαν να μαλώνουν τα παιδιά τους, σέρνοντας τις φωνές τους για να τις κάνουν πιο επίσημες.

Την άλλη μέρα, πήγα, τοίχο, μονάχος μου στο σκολιό. Το ίδιο και τις ακόλουθες. Έπειτα ξάφνου, εν’ απόγεμα, έτσι σαν ν’ άκουσα πως η Ουρανίτσα πέθανε…

Βδομάδες πέρασαν και στις σαράντα μέρες χτύπησεν η πόρτα και μας φέρανε, μέσα σ’ ένα πιάτο σκεπασμένο με άσπρη πετσέτα, μικρό ψωμάκι ζυμωμένο με το μέλι και πασπαλισμένο με κανέλλα. Πάνω του ήτανε χαραγμένος ένας σταυρός και το μονόγραμμα του Χριστού. Η γιαγιά μου σαν μου τώδωκε να το φάω, με συμβούλευσε: «Συχωρεμένη νάναι, πες το και συ παιδί μου». Επανέλαβα τη φράση, μάσησα το γλυκό και μυρωδάτο ψωμάκι και ρώτησα: «Γιατί μας τώφεραν αυτό το ψωμάκι;». Μ’ αποκρίθηκε: «Το μοιράζουνε για την ψυχή της Ουρανίτσας πώγιν’ αγγελούδι. Όταν πεθαίνουν παιδάκια, αυτό είναι συνήθειο να γίνεται…». Ανοιγόκλεισα τότε τα μάτια μου, με πήρε το παράπονο κι αρχίνησα τα κλάματα, νοιώθοντας να φράζη ο λαιμός μου απ’ τ’ αναφιλητά, γιατί από μια κρίση λαιμαργίας πένθιμης που μ’ είχε πιάσει και με σπάραζε, εύρισκα ότι λίγα μόνο από τα γνωστά μου τα παιδιά είχαν πεθάνει.

 

Η εικόνα του εξωφύλλου είναι ζωγραφικό έργο της Κυριακής Χαραλαμπίδου.

 

Περισσότερα στο: Έτος Πλάτωνος Ροδοκανάκη