«Πρέπει να πάρουμε τη λάμπα μας μακριά»

Ο Αταουάλπα Γιουπάνκι στέλνει γράμμα στην αγαπημένη του Νενέτ

Ο Αταουάλπα Γιουπάνκι υπήρξε Αργεντίνος τραγουδοποιός και κιθαρωδός. Μαζί με τη Βιολέτα Πάρα θεωρούνται οι πρόδρομοι της λατινοαμερικάνικης nueva canción, που συνδύαζε folk ρυθμούς με κοινωνικούς και πολιτικούς στίχους και που με εκπροσώπους όπως η Μερσέδες Σόσα και ο Βίκτωρ Χάρα, έγινε διάσημη παγκοσμίως.

Ο Γιουπάνκι γεννήθηκε στην αργεντίνικη πάμπα με πατέρα που καταγόταν από τους αυτόχθονες. Για καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, επέλεξε τα ονόματα δύο βασιλιάδων των Ίνκας. Ταξίδεψε πολύ για να μελετήσει τις κουλτούρες των ιθαγενών, υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος (εξαιτίας της ιδιότητάς του αυτής δέχτηκε επίσης λογοκρισία) και ασχολήθηκε με την εθνογραφική μουσική. Χρησιμοποίησε στη μουσική του μουσικά θέματα, μελωδίες και καταστάσεις από την τόσο οικεία σε αυτόν πάμπα,το σπίτι των φτωχών και απόκληρων (μα συνάμα αξιοπρεπών και περήφανων). Γνωρίζοντας πολύ καλά την πραγματικότητα της περιοχής, γράφει στην αγαπημένη του Νενέτ (παρόλο που την προσφωνεί “μάνα”) ενάντια στο πώς παρουσιάζεται, στο πώς “πουλιέται” η πάμπα, ως κάτι φολκλόρ, γραφικό, δίχως εντάσεις, ένα μέρος που αντικατοπτρίζει την ομορφιά της χώρας. Αυτή η παρουσίαση τραβάει την προσοχή από τα πραγματικά προβλήματα του πανέμορφου, κατά τ’ άλλα, τόπου. Τα βάζει με το καλλιτεχνικό κατεστημένο, περιγράφει το άγχος του για το χρόνο που περνάει και δεν χαρίζεται σε κανέναν και μιλάει για ένα ταξίδι στο πουθενά.

Παρίσι. Σάββατο 29 Ιουνίου-85

Αγαπημένη Μαμά

Σήμερα ήταν ετοιμόβροχος, από νωρίς, την περισσότερη ώρα. Είναι πιθανό πριν ταξιδέψω να μπορέσω να δω σε μερικές ημέρες το πρόσωπο του καλοκαιριού. Ως τώρα, υγρασία, απουσία ζέστης.

Την Πέμπτη πέρασα λίγες ευχάριστες ώρες στο σπίτι του Ντανιέλ και της Ανούκ, και φυσικά, της “βασίλισσας” Τρίλσε. Είναι πανέμορφη, στα τεσσεράμισι, μιλάει δύο γλώσσες πολύ καθαρά και με υποδέχτηκε ντυμένη Ζορρό, με την αντίστοιχη μάσκα και το ανδαλουσιάνικο καπελάκι. Φάγαμε ψητό, χωρίς αλάτι και σαλάτα και φράουλες. Ο Ντανιέλ πάει στις 25 στην Κολομβία, αλλά ήδη ξέρουμε ότι οι δουλειές του είναι η Ειρήνη και η Αλληλεγγύη. Φαίνεται πως θα έχει ένα μεγάλο φεστιβάλ τέτοιου τύπου στην Μπογοτά. Τα δικά μου, είναι άλλο πράγμα, και, βέβαια, δυσκολεύουν. Παρ’ όλα αυτά, σκέφτομαι ότι εκεί θα μπορεί κανείς να δουλέψει. Όλα είναι ζήτημα απόφασης. Ούτε πριν από 40 χρόνια ήταν εύκολο, κι ο κόσμος υπέφερε το μαρτύριο ενός αμείλικτου πολέμου. Ήμασταν νέοι τότε, είναι αλήθεια, και πιο σκληροτράχηλοι σ’ αυτό μας το περπάτημα προς την περιπέτεια. Σήμερα έχουμε περισσότερη εμπειρία, αλλά λιγότερα μονοπάτια. Τα πράγματα μας παρουσιάζονται ως περιορισμένα και προβληματικά. Νομίζω ότι είμαστε εμείς -κατά κάποιο τρόπο- αυτοί που εφευρίσκουμε τα τείχη και τα σύνορα. Έχουμε περιοριστεί στο να υπάρχουμε, δίχως την επαγρύπνηση μήτε το σθένος, σαν να ‘χουμε αποσύρει τη χαρά του περπατήματος με τραγούδια. Αν δεν υπάρχει ασφάλεια, κρυβόμαστε όπως το σαλιγκάρι ή το αρμαντίλλο.

Κοιτάζω λίγο τη ζωή μου και τις κιθάρες μου και για στιγμές νομίζω ότι ατενίζω το φάντασμα ενός τελώνιου που σημάδευε τη ζωή μου, και που μ’ έχει εγκαταλείψει παίρνοντας τα όνειρα και τις αποκαλύψεις μου.

Ξέρω ότι βρίσκομαι αντιμέτωπος με το αθεράπευτο γήρας, δίχως να έχω προετοιμαστεί για να το αποδεχτώ. Είμαι ηλικιωμένος, στοχαστικός πνευματικά και χωρίς δεσμεύσεις για ν’ αποδεχτώ την ήττα. Όλα όσα τραγουδώ, όλα όσα αγγίζω, και μιλάω και διηγούμαι, είναι δουλειά της μνήμης, δεν είναι παρόρμηση της καρδιάς μήτε του ονείρου.

Λογικό είναι, τότε, κάποια πιτσούνια -άγνωστα ακόμη- να προσαρμόζουν τη ζωή τους για ένα άλμα με χαρά και λαχτάρα για καλές εποχές. Για να κερδίσουμε το φως, πρέπει να φτιάξουμε το σθένος, ακόμα κι αν η απειρία μας μας στήνει παγίδες. Μα για να διατηρήσουμε το φως και την ειρήνη, πρέπει να την αξίζουμε. Με το να σταυρώνουμε τα χέρια  είναι σαν να λέμε Αντίο, ή “παραιτούμαι”.

Η ανασφάλεια της εργασίας στην Πατρίδα μου με κάνει και δεν ξεκολλάω απ’ το διαμέρισμα στο Παρίσι. Η Αργεντινή δεν είναι σήμερα μια αγορά ανοιχτή κι αφοσιωμένη στην παράδοση των τοπίων της, πέρα από την πτώση της σ’ έναν καταστροφικό κι επικίνδυνο σοβινισμό. Σφύζουμε από  καθάρματα που έχουν σφηνωθεί στο παιχνίδι της μουσικής τέχνης, ή στο θέατρο, ή στην τηλεόραση κι από διάνυες του ραδιοφώνου. Και πιστεύω δεν πρέπει να  πέφτουμε στα δίκτυα των Επιτροπών Κουλτούρας, τα μη καλώς απλωμένα, που έμοιαζαν να μονοπωλούν τη δραστηριότητα του δημιουργικού πνεύματος στις επαρχίες, έτσι όπως και στην Πρωτεύουσα, εκτός από το να επιδιώκουν να εξάγουν Κουλτούρα στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, σε σχεδόν ελεεινές περιπέτειες. Ελεεινές για την οικονομία του Έθνους.

Μάνα, αν όλα είναι έτσι, ή πάμε πολύ μακριά, σ’ ένα ξεχασμένο νησί ή ας πάμε στο βουνό με δικές μας δαπάνες, χωρίς κανείς να ξέρει για μας ή για τον προορισμό μας. Νομίζω ότι μετά από 60 χρόνια αγώνα, μαθαίνοντας κι αντανακλώντας, έχουμε το άγιο δικαίωμα να σωπάσουμε κάτω από τις χαρουπιές μέχρι ν’ αντιληφθούμε -αν προετοιμαζόμαστε για να το ακούσουμε- το μήνυμα του Θεού, κι εκείνο που οι παππούδες δεν μας είπαν.

 Ακολούθως, ας διατηρήσουμε τα 10 σεντ υγείας που μας απομένουν, ας διαβάσουμε και ας σκεφτούμε ότι πρέπει να πάρουμε τη λάμπα μας μακριά.

Μαμά. Σε δυο βδομάδες είμαι σπίτι.

Σε δοξάζω, σ’ αγκαλιάζω.

Ως αύριο.

Τάτα.

 

Ο Atahualpa μαζί με τη Νenette

 

 

*ευχαριστώ τον José Luis Vivas για τη βοήθεια και τη συζήτηση. Η πηγή βρίσκεται εδώ.

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Ναταλί Φύτρου γεννήθηκε το 1989 στην Αθήνα. Σπούδασε Οικονομικά.Από μικρή της άρεσε να ακούει και να διηγειται ιστορίες. To 2016 μετέφρασε ένα διήγημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο και το έστειλε στον καθηγητή Ισπανικών της. Διατηρεί το μπλογκ universo2666.blogspot.com