Αντί μιας σύγχρονης βιογραφίας από εμάς, επιλέγουμε να αξιοποιήσουμε τα λόγια του Τυπάλδου Μπασιά από το 1919, τα οποία βιογραφούν τον ποιητή την εποχή που πάλλεται ακόμα η μνήμη του, τοποθετημένα μέσα στο μάτι του ποιητικού κυκλώνα.

__________________________________________________

 

.

ΜΙΣΤΡΑΛ

Την παρελθούσα Τρίτη συμπληρώθηκε η πέμπτη αμφιετηρίς από το θάνατο του Φρειδερίκου Μιστράλ, του μεγίστου των σύγχρονων ποιητών του κόσμου.

Η θλιβερή αυτή απώλεια έχει για εμάς τους Έλληνες αυτή την ιδιάζουσα σημασία, ότι σημείωσε την εν τω προσώπω αυτού έκλειψιν ενός ελληνικού καθαρού πνεύματος. Διότι ο Μιστράλ, τέκνο της Μεσημβρινής Γαλλίας, κληρονόμησε όλη τη χάρη και τη δροσερότητα και την καλλονή του φωτεινού τούτου πνεύματος, από των απωτάτων χρόνων της αρχαιότητας, δι’ ανανεουμένων εκάστοτε κυματισμών, κατηύγασε τις ακτές της ωραίας ταύτης χώρας. Δια τούτο, αν και Γάλλος στην ψυχή, ο κατ’ εξοχήν αυτός ψάλτης της φύσεως και της Γαλλικής Πατρίδος, υπήρξε Έλλην στο πνεύμα. Εις τας Χρυσάς Νήσους του, την ωραία λυρική συλλογή του, το μαρτυρεί ο ίδιος όταν σε μια έκρηξη ενθουσιασμού με άφθαρτο λυρικό πάθος αναφωνεί: «Είμεθα τέκνα της αθανάτου Ελλάδος, ιδικά σου τέκνα, ω Θείε Ορφεύ, διότι είμεθα τέκνα της Προβηγκίας». Αλλά δεν ήταν ανάγκη να ομολογήσει ρητώς τούτο ο ποιητής, ο οποίος και στον προς την Ελλάδα θεσπέσιο ύμνο του, τεκμηριώνει το ίδιο αίσθημα σε στίχους ζωντανής στοργικής τρυφερότητας. Την πνευματική καταγωγή του προδίδει ολόκληρο το έργο του, διότι παρουσιάζει ανάγλυφα τη σφραγίδα του γνήσιου Ελληνικού Πνεύματος, το οποίο υπό την ελαφρά πνοή του μεθυστικού αέρος της Πατρίδος του αναπηδά λεπτό και εύστροφο, αφελές και δροσερό, ευπετές και ωραίο, μεταρσιούται της σφαίρας ιδανικού κάλλους, σε κόσμους φωτεινούς βαθύτερης σκέψης και υπέρτερης αισθήσεως.

Κρίμα που το ωραίο έργο του, έργο υψηλής εμπνεύσεως και θαυμάσιας τέχνης, το οποίο σε στίχους λαξευτούς και σεμνή φράσιν αποπνέει ρωστικόν άρωμα υγιούς ηθικής, είναι προσιτό μόνο σε ένα στενό κύκλο των μυστών της προβηγκιανής διαλέκτου. Διότι η ωραία αυτή γλώσσα των ιπποτών του μεσαίωνα με την ποικιλία των μουσικών της ρυθμών και την περίσσεια των φραστικών τύπων, απέβαλε προ πολλού εν τη κοινή χρήσει όλον τον λεκτικό πλούτο της, δια του οποίου ευχερώς και ακριβώς απέδιδε άλλοτε τις διακυμάνσεις της σκέψεως και όλες τις αποχρώσεις του αισθήματος. Τη γλώσσα ταύτη αγωνίστηκε ο Μιστράλ να επαναφέρει στην παλιά της ακμή και την πρώτη της δόξα, ζωντανή, γραφική, σαγηνεύουσα δια του μεγαληγόρου στόματος των Τροβαδούρων, υπό τους θόλους των μεσαιωνικών Πύργων, απηχώντας τους ηρωικούς και ερωτικούς άθλους των ιπποτών της χρυσής εκείνης εποχής. Αλλά η ωραία και ευγενική αυτή προσπάθεια, όσο και αν υποστηρίχθηκε με φανατισμό και αυταπάρνηση από τον ίδιο και τους επίλεκτους συναθλητές του, απέβη δυστυχώς μάταια. Εφημερίδες, σύλλογοι, περιοδικά, κάθε μέσο χρησιμοποίησαν, μα η αποθησαυρισθείσα για τη γλώσσα αυτή φιλολογική εργασία τους, δεν κατόρθωσε τίποτα. Το χτύπημα το οποίο οδήγησε κατ’ αυτής η σταυροφορία του Βορρά, με την επιδρομή κατά της Μεσημβρίας των Albigeois, υπήρξε δυστυχώς καίριο. Δεν ταπείνωσε μόνο πολιτικά την Προβηγκία. Τη θανάτωσε και φιλολογικά ακόμη, μεταβάλλοντας και τους όρους της φιλολογικής ζωής της χώρας ταύτης. Η δια του ζωηρού φωτός καταυγάσασα το πνευματικό στερέωμα της Προβηγκίας, ηδυεπής και εύηχος γλώσσα της, περιέπεσε σε μοίρα διαλέκτου και απέβαλε βαθμιαία τα ζωτικά νεύρα της και ήδη παραλυτική θροεί ανάμεσα στον πληθυσμό των χωριών της, στα χείλη του οποίου ψυχορραγεί, διότι φαίνεται εάν θα δυνηθή να εξαρθεί ύπερθεν του επιπέδου της κοινής ομιλίας.

Ο Μιστράλ ανήκει στη χορεία των ολίγων εκλεκτών της γης, σε εκείνους που εντέχνως χειρίστηκαν τις χορδές της Απολλώνιας λύρας. Υπήρξε επικός και λυρικός συγχρόνως ποιητής πρώτης δυνάμεως, τολμηρός στη σύλληψη και ισχυρός στην εκτέλεση των έργων του, έψαλλε με αρμονία και χάρη τα συναισθήματα της ανθρώπινης ψυχής, ώστε να γεννά την αντίστοιχη εντύπωση πάντοτε ζωηρά και πάντοτε ανεξίτηλα. Η ποίησή του εάν δεν είναι εντελώς πρωτότυπη στην έμπνευση, διότι τα θέματα ήταν ειλημμένα εκ της συνήθους το πλείστον τύρβης της ζωής, έχει εντούτοις πρωτοτυπία εικόνων και ομοιώσεων, πρωτοφανή έξαρση, χρωματισμό, ασυνήθη δε ευχέρεια και διαύγεια και χάρη. Αλλά εκείνο εκ των έργων του που απέσπασε αμέριστο θαυμασμό και αποτέλεσε το άφταστο μνημείο της ποιητικής δόξης του, είναι η Μιρέιγ, το φιλολογικό τούτο αριστούργημα, με το οποίο εξασφάλισε την αθανασία του ονόματός του μεταξύ των νεώτερων γενεών του κόσμου.

Όσο ζούσε ο Μιστράλ υπήρξε το είδωλο της ευλαβούς στοργής του λαού της Προβηγκίας, που στο γαλήνιο πρόσωπό του διέβλεπε πάντοτε τον προστάτη άγγελο της πάτριας γης, μια φύση υπέρτερη της ανθρώπινης, έναν ημίθεο, άλλης αισθητικής, άλλης διανοητικότητας. Ο θάνατός του επήλθε στο 85ο έτος της ηλικίας του, έχοντας ανοίξει προ αυτού τις πύλες της αληθούς αιωνιότητας.

Παρά την όχθη του Ροδανού, υπό την ελαφρά γη της Μαϊλλάνης, εκεί όπου είδε το πρώτο φως της ζωής, ήρεμος αναπαύεται ο τιμημένος νεκρός. Ευγνώμονες οι συμπολίτες του, ανήγειραν τον ανδριάντα του προ ετών στην αγορά της Άρλης, έχτισαν δε μετά το θάνατό του επί του τάφου του μεγαλοπρεπές μνημείο παριστάνον το περίπτερον της βασιλίσσης της Προβηγκίας Ιωάννας. Επ’ αυτού, ευλαβείς προς τη θέλησή του, χάραξαν μεταβεβλημένο εξ ανάγκης το στίχο του Δαυϊδικού ψαλμού «Μη ημίν Κύριε μη ημίν, αλλ’ στην Ημετέρα Προβηγκία δος δόξαν», διότι ήθελε και μετά θάνατον να δεικνύει την αγάπη του προς τη γενέθλια γη, διακηρύττοντας και στον τάφο του πως παν ό,τι έπραξε θα είναι έργον της αγαπητής του Προβηγκίας.

Α. ΤΥΠΑΛΔΟΣ ΜΠΑΣΙΑΣ

 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ», τον Μάρτιο του 1919. Στην παρούσα μεταφορά του κειμένου, για λόγους ευαναγνωσίας, περιορίστηκαν ορισμένοι αρχαϊσμοί του πρωτοτύπου προς το «νεοελληνικότερον».   

_________________________________________
Επιστροφή στο αφιέρωμα για τον Φρειδερικό Μιστράλ