ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΑΛΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Τα δεσμά του γάμου και άλλα δεσμά, μέσα από τον σκωπτικό και μελαγχολικό αντικομφορμισμό δυο μεγάλων ποιητών.

Μετάφραση και σύνθεση: Νάνσυ Αγγελή

 

Ο Φίλιπ Λάρκιν και ο Άνχελ Γκονθάλεθ έζησαν πιθανότατα χωρίς να γνωρίζουν ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Ο πρώτος γεννήθηκε το 1922 στα δυτικά Μίντλαντς του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ ο δεύτερος τρία χρόνια μετά, το 1925, σε μια πόλη της βόρειας Ισπανίας. Κι, όμως, παρά την γεωγραφική απόσταση που τους χώριζε, τους ένωναν, ερήμην τους, τα αόρατα νήματα μιας εποχής, τα κοινά ‒και ανεξίτηλα‒ βιώματα της μεταπολεμικής εποχής.

Φαντάζεται κανείς αγεφύρωτες πολιτισμικές διαφορές, συναισθηματικές αβύσσους που πηγάζουν από τις διαφορετικές γλώσσες, τις διαφορετικές ώρες φαγητού, τα είδη χειραψίας, και τόσα άλλα. Αλλά, όλα τα τείχη καταλύονται διαβάζοντας τα ποιήματα που παρουσιάζονται στη συνέχεια, γραμμένα το διάστημα μεταξύ 1961 και 1967, και το υπαρξιακό κενό, ο πιο ισχυρός κοινός καταλύτης, αναδύεται και φέρνει κοντά τα, φαινομενικά μακρινά, σημεία στο χάρτη. Δεν χρησιμοποιούμε διαφορετικές γλώσσες, παρά μονάχα για να πούμε το ίδιο πράγμα…

Διαβάζοντας τους στίχους, εκπλήσσει το εύρος που βγαίνει απ’ την στενότητα, το πόσο οικουμενικοί μοιάζουν οι μικρόκοσμοι του καθενός, πόσο το πέπλο του συντηρητισμού σβήνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, αφήνοντας μόνο θολές μορφές, κενά περιγράμματα, ασφυκτική ομοιομορφία. Ζούμε τη ζωή μας με βάση μια κοινή, μη διαπραγματεύσιμη, κλίμακα αξιών, ψωνίζουμε από τις ίδιες αλυσίδες εμπορικών κέντρων, η βιομηχανική ανάπτυξη, χέρι – χέρι με τον ολοένα και αυξανόμενο καταναλωτισμό και τη σταδιακή μαζικοποίηση των πόλεων ταρακούνησαν γερά τα θεμέλια του Πύργου της Βαβέλ. Εν μία σχεδόν νυκτί οι «γκρίζες, μαντηλοφορεμένες γυναίκες» των αγροτικών περιοχών βρέθηκαν σε αστικά διαμερίσματα με «κόκκινα ηλεκτρικά είδη». Πλέοντας μέσα στο σαρωτικό ρεύμα του «εκμοντερνισμού», ωστόσο, οι ηθικές επιταγές του παρελθόντος, μοιάζουν βαρίδια. Μόνο που δεν βουλιάζουν. Το ζεύγος του συντηρητισμού και της ευμάρειας μπορεί να είχε επίσημα την ευλογία όλων, αλλά, ήταν, στην πραγματικότητα, ένας καταστροφικός γάμος. Πώς να επιβιώσει, λοιπόν, η αγάπη;

Γιατί, επιβαλλόταν να είναι κανείς σύζυγος, καλός οικογενειάρχης…

Στα ποιήματα που ακολουθούν, ο Φίλιπ Λάρκιν και ο Άνχελ Γκονθάλεθ, δυο ποιητές- ορόσημο της εποχής τους, περιγράφουν με πεζότητα την πεζότητα ‒ανθρώπινες σχέσεις που ασφυκτιούν, το σαθρό οικοδόμημα του εκσυγχρονισμού‒ και φωτίζουν, χωριστά κι από κοινού, το σύμπτωμα απ’ το οποίο πάσχει μια ολόκληρη κοινωνία. Κι είναι, αναπόφευκτα, η ελπίδα για μια πληρέστερη ζωή ή η βεβαιότητα της ματαιότητας όλων, το ερώτημα που αναδύεται.

 

Αγόρευση των Έντεκα

Πολίτες τέλειοι αυτήν την ώρα,
τιμημένες κεφαλές οικογενειών
που φέρετε στα χείλη τη χαρτοπετσέτα σας
πριν αρθρώσετε τα τελετουργικά λόγια
ευχαριστίας για το πλούσιο τραπέζι:

η ευθύνη σας ως σταθεροί πυλώνες
του πολιτισμού και της Δύσης,
του καταναλωτισμού του διττανθρακικού άλατος
και του πατερναλισμού προς την υποτέλεια,
απαιτεί από σας
ορισμένη άγνοια για ορισμένες πράξεις,
μια τελευταία προσπάθεια για το καλό όλων,
την πεισματική έλλειψη κατανόησης
την πιο αξιέπαινη πίστη, συνοπτικά,
που συνίσταται στο
να μην πιστεύει κανείς στο προφανές.

Θα μπορούσα να ορκιστώ ότι η γη είναι σταθερή
-το ορκίστηκα ήδη άλλες φορές-
κι ότι ο ήλιος γυρίζει γύρω απ’ αυτή•
θα μπορούσα να αρνηθώ ότι το αίμα κυκλοφορεί
-θα συνεχίσω να το αρνούμαι αν χρειαστεί-
στις φλέβες του ανθρώπου• θα μπορούσα
να κάψω ζωντανό όποιον πει το αντίθετο
-τον καίω τώρα- .

Δεν είναι ότι έχουν σημασία τα θέματα
που είναι στο επίκεντρο της πολεμικής:
Αυτό που έχει σημασία είναι η άκαμπτη
σταθερότητα της πλάνης.
Έτσι τα ψέματα μετατρέπονται
σε συστατικά πίστης
και μ’ αυτόν τον τρόπο
όποιος τολμήσει να τα αμφισβητήσει
πρέπει να αντιμετωπίσει την κατηγορία του άπιστου.
Μ’ αυτό και μια καλή σοδειά λεμόνια
και την ανεκτίμητη βοήθεια
των συνενόχων μας
μπορούμε να ελπίζουμε σε
μερικές πενταετίες ειρήνης
όπως η τωρινή
μετά από ένα δείπνο
όπως το τωρινό.

Έτσι όπως πάντα, λοιπόν, ζητήστε μαζί μου:
Περισσότερη πίστη, ακόμα περισσότερη πίστη.

Γιατί, κατά κάποιο τρόπο,
το να πιστεύουμε με πάθος αυτό που δεν ζούμε,
μας προσκαλεί ν’ αρνηθούμε αυτό που βλέπουμε.

Ángel González
Από τη συλλογή ΧΩΡΙΣ ΕΛΠΙΔΑ ΜΕ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ (1961)
.

Ο Φίλιπ Λάρκιν με την επί 35 χρόνια σύντροφο του, Monica Jones. Η προβληματική τους σχέση έγινε ευρύτερα γνωστή μέσα από την αλληλογραφία τους που δημοσιεύτηκε υπό τον τίτλο: «Letters to Monica».


Άγνοια

Παράξενο πράγμα να μην ξέρει τίποτα κανείς, ποτέ σίγουρος να μην είναι
για το τι είναι αληθινό, σωστό ή πραγματικό,
παρά να είναι αναγκασμένος να δηλώνει, ή έτσι πιστεύω,
ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται:
Σίγουρα κάποιος ξέρει.

Παράξενο πράγμα ν’ αγνοεί κανείς πως λειτουργεί ο κόσμος:
Την ικανότητα του να βρίσκει αυτό που χρειάζεται,
την αίσθηση μορφής και την συνέπεια στην εξάπλωση του σπόρου
και την προθυμία γι’ αλλαγή.
Παράξενο, πράγματι.

Ακόμα και φέροντας αυτή τη γνώση‒ γιατί μας περιβάλλει
η σάρκα μας με τις δικές της αποφάσεις‒
ξοδεύουμε τη ζωή μας όλη σε ανακρίβειες,
που όταν να πεθαίνουμε αρχίζουμε
δεν έχουμε ιδέα γιατί.

Philip Larkin
Από την συλλογή ΟΙ ΓΑΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (1964)

 

«Εξαιτίας μιας πρόωρης και μακροχρόνιας εξάσκησης στην άσκηση της υπομονής, αλλά και στην επιμελή αναστήλωση συστηματικά ποδοπατημένων ονείρων, συνήθισα από νωρίς να διαμαρτύρομαι χαμηλόφωνα, να αναθεματίζω από μέσα μου… Αν κατέληξα να γράφω ποιήματα, είναι κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα των ταπεινών δεξιοτήτων που απέκτησα μέσα από τη ζωή. Θα προτιμούσα να γινόμουν μουσικός- τραγουδοποιός αισθηματικών μπολερό- ή ζωγράφος. Αντ’ αυτού, έγινα δημόσιος υπάλληλος». Από τον πρόλογο της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του Άνχελ Γκονθάλεθ.

 

Μαθήματα καλής αγάπης

Αγαπιόντουσαν.
Όχι αρκετά νέοι, ούτε ωραίοι,

κάπως σημαδεμένοι πια από την κούραση

της συμβίωσης αυτά τα χρόνια,
μια διατροφή υπερβάλλουσα
σε ζάχαρη και λίπη είχε χαλάσει
τη σιλουέτα τους,
μουτζουρώνοντας τη σβελτάδα του σώματος,
προσθέτοντας στρώσεις στην κοιλιά
και ορισμένη νωθρότητα στους γοφούς.
Αγαπιόντουσαν όμως και συνέχιζαν να είναι
μαζί. Μαζί τους έβλεπε κανείς
στη λειτουργία των δώδεκα, τις Κυριακές,
εκείνη με το αστρακάν της και τα μάγουλα της
παστωμένα με ρουζ, εκείνος με τον αέρα
του αφηρημένου άνδρα και τη γραβάτα του
από φυσικό μετάξι, made in Italy.
Μαζί με άλλες υπάρξεις, επίσης μαζί,
περνούσαν τα σουαρέ του απογεύματος
εκθέτοντας ομόφωνα
πανομοιότυπες πεποιθήσεις,
επιτιθέμενοι στις πιο κοινές απολαύσεις:

Πιστεύουμε ότι ο κύριος υπογραμματέας
θα μας δώσει την άδεια πριν τον Ιούνιο.
Ως οφειλέτης, νομίζω
ότι το ιδανικό είναι, χωρίς αμφιβολία, η υποθήκη.
Αλλά στα νιάτα, κι αυτό είναι το χειρότερο,
αρέσει η αμαρτία ακόμα και σε κοινή θέα.

Κρίσεις έτσι σταθερές, ανταλλάσσονταν
χωρίς καμιά αβεβαιότητα στο βλέμμα,
κι αυτό το να είναι πάντα μαζί χωρίς ν’ αγγίζονται
(με τέτοια αμοιβαία κατανόηση και αβρότητα ωστόσο,
τόσο μετρημένοι οι άψογοι τρόποι τους,
τόσο συγκρατημένα τα χασμουρητά τους ανάμεσα
στα ζυμαρικά και την κούπα του τσαγιού ή από παύση σε παύση,
που έμοιαζε σαν όλη η συζυγική τους ιστορία
να ήταν μόνο
μια μακροχρόνια γενική πρόβα
με στόχο την τελική επευφημία των επισκέψεων)

και αυτό το να είναι καθημερινά μαζί χωρίς ν’ αγγίζει ο ένας τον άλλο,
επαναλαμβάνω, αλλά μαζί,
ανεπανόρθωτα, πεισματικά πλησίοντες
όπως ορίζουν η Αγία Γραφή και οι Νόμοι,
πιστοποιούσε τώρα μπροστά στον κόσμο
αυτό που μια μακρινή ημέρα
είχε καθαγιάσει ένα μυστήριο:
ήταν προφανές και ξεκάθαρο ότι αγαπιόντουσαν
και η αγάπη τους ήταν παράδειγμα για μερικούς,
θαυμασμός όλων,
υποχρεωτικό σχόλιο μετά την απουσία τους,
όταν στους κλειστούς χώρους
η ατμόσφαιρα απελευθερωνόταν
από τον πυκνό όγκο της σάρκας τους

(που παρέμενε, βέβαια, με κάποιο τρόπο
στα ίχνη των μυρωδιών-
Chanel νούμερο πέντε και στοματική δυσοσμία-
που ανέμιζαν απ’ το σώμα τους
και στις ελαφρώς ξεθωριασμένες φράσεις
με τις οποίες σχολιάζονταν η αναχώρηση τους:
πάχυναν κι άλλο, αλλά αγαπιούνται,
κρίμα ο φιόγκος στο καπέλο,
αν και, όπως και να’ χει
δεν βρίσκει κανείς συχνά μια τέτοια αγάπη.)

τον όγκο, έλεγα, της σάρκας τους, τόσο
υγρής και άφθονης, που τα κοντά πόδια
μεταφέρουν μεγαλόπρεπα
μέχρι το μπροστινό κάθισμα ενός αμερικάνικου αυτοκινήτου
όπου, ο καθένας μόνος του, σκέφτονταν
αυτό το περίεργο πράγμα που είναι η ζωή
και έβλεπαν ο ένας τον άλλο
έτσι όπως ήταν από μέσα, ακριβώς(1),
με κάθε λεπτομέρεια ο ένας για τον άλλο
επισκοπώντας
νοητά μια εσωστρεφή αηδία
στο θανατηφόρο ημίφως των αδένων
και έναν αμοιβαίο τρόμο που βασίζονταν στις
πιο εναργείς εμπειρίες- όχι πολλά περισσότερα, είναι λογικό.

Αλλά,
δεν το έλεγαν ποτέ ο ένας στον άλλον, γιατί
-όπως βεβαίωναν όλοι τους οι φίλοι-
αγαπιόντουσαν τόσο, τόσο, τόσο!

1. Και πράγματι ήταν έτσι.
Σύμφωνα μ’ εκείνον, εκείνη ήξερε
τον εγωισμό του που την πονούσε μόνο
– ή καλύτερα την πόνεσε- κάποιες φορές
σε σχέση με αυτά τα πράγματα
– έχετε υπόψιν ότι μιλώ για ανθρώπους από καλή καταγωγή-
που γίνονται στο κρεβάτι τις Κυριακές
το πρωί,
πριν το πρωινό
και μετά το πρώτο κλάμα του μωρού.
Ούτε αγνοούσε
την περίπλοκη σύνθεση της ψυχής του
της οποίας το μαλακό κέλυφος
επέτρεπε να γίνουν αντιληπτά τα αιχμηρά συστατικά
που σχημάτιζαν τον σκοτεινό και κρύο πυρήνα της:
βυθισμένα στιλέτα βίας, άκαμπτα
στη στάχτη της δειλίας του,
ντροπές που έγιναν κρύσταλλο, αναστολές,
δηλητηριασμένες σαν παλιά βέλη,
βελόνες αδυναμίας, όλα ροκανισμένα
από τη σκουριά ενός μίσους που δεν συγχωρεί κανέναν.
Όσο για εκείνη, εκείνος ήξερε
την εγγενή ηλιθιότητα της,
μετέπειτα ενισχυμένη από μακροχρόνιους εγκλεισμούς σε οικοτροφεία
-προσευχές, σολφέζ και ακουαρέλα-
κατά τις οποίες, με διάλειμμα
τις υγρές καλοκαιρινές διακοπές στο βορρά,
η προσωπικότητα της ωρίμασε σιγά σιγά,
καθώς καλύπτονταν με κρούστες, συστρεφόμενη γύρω από τον εαυτό της
μέχρι να καταλήξει έτσι: αβλαβές ανενεργό συστατικό
– ή έκκριση βάλσαμο των ίδιων των πληγών της-
διάλυμα δυο ουσιών,
παρόμοιες με τη λαιμαργία και την απληστία,
και αρωματισμένο
με μια ακλόνητη, ευρεία,
τυφλή προσκόλληση στη λατρεία των αγίων:
Estanislao Koskas, Αγία Gema,
η σεβάσμια μητέρα Rafols και άλλοι
ήρωες και ηρωίδες της Θριαμβεύουσας Εκκλησίας,
γέμιζαν τις ώρες,
αναπόφευκτα δίχως σημασία,
που μετρούσαν
ανάμεσα στην μαρμελάδα και την χορτόσουπα και μετά
οι πιο αργές και ανήσυχες, που σήμαιναν
με μια ιδιαίτερη έμφαση όλα τα ρολόγια,
μοιραία προοριζόμενες
για τη πόση της σοκολάτας,
λίγο πριν οι σκιές του δειλινού
ευνοήσουν
την οικογενειακή προσευχή και το κίτρινο
ηλεκτρικό φως λεκιάσει τους τοίχους
του σαλονιού και είναι
ανάγκη να σκεφτεί

το αυριανό δείπνο και ψώνια.

Ángel González
Από τη συλλογή ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ (1967)

 

Το «babyboom»της μεταπολεμικής εποχής: Την περίοδο 1946- 1964 ο ρυθμός γεννήσεων αυξήθηκε τόσο ώστε το 1957, την χρονιά με την μεγαλύτερη αύξηση, ένα νέο μωρό γεννιόταν κάθε 7 δευτερόλεπτα.

.
Talking in bed

Το να συζητάμε στο κρεβάτι θα έπρεπε να ήταν ευκολότερο
πλαγιάζουμε μαζί χρόνια τώρα,
έμβλημα δυο ανθρώπων που ζουν με εντιμότητα.

Κι όμως, όλο και περισσότερη ώρα περνά στη σιωπή.
Έξω, οι ανολοκλήρωτες ριπές του ανέμου
σωρεύουν και διαλύουν σύννεφα στον ουρανό,

και σκοτεινές πόλεις συνωστίζονται στον ορίζοντα.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν νοιάζεται για μας. Τίποτα δεν φανερώνει γιατί
σ’ αυτήν τη μοναδική απόσταση από την απομόνωση

γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να βρει κανείς
λέξεις αληθινές κι ευχάριστες
ή όχι αναληθείς και δυσάρεστες.

Philip Larkin
Από τη συλλογή ΟΙ ΓΑΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (1964)

 

Η Ιταλίδα συγγραφέας, Ναταλία Γκίνζμπουργκ (1916- 1991), οξυδερκής χρονογράφος της εποχής, γράφει σ’ ένα απόσπασμα του περίφημου μυθιστορήματος-χρονικό, «Όλα τα χτες», γραμμένο το 1952: «Τι δύσκολο που ήταν να είσαι σύζυγος, δεν αρκούσε που κοιμόσουν μαζί με τον άλλο και έκανες έρωτα και ξυπνούσες με εκείνο το κεφάλι δίπλα σου, αυτά δεν αρκούσαν για να είναι κανείς σύζυγος. Σύζυγος σημαίνει να μετατρέπεις τις σκέψεις σε λέξεις, ν’ αντλείς συνεχώς λέξεις από τις σκέψεις, τότε μόνο μπορούσες να φτάσεις να νιώσεις οικείο ένα κεφάλι ακουμπισμένο δίπλα σου πάνω στο ίδιο μαξιλάρι, όταν υπήρχε μια ανεμπόδιστη ροή λέξεων που γεννιόταν αναζωογονημένη κάθε πρωί».


Απογεύματα

Το καλοκαίρι σβήνει.
Τα φύλλα πέφτουν ένα- ένα, δυο- δυο
από τα δέντρα που περιβάλλουν
την καινούργια παιδική χαρά.
Στις κενές ώρες του απογεύματος
νεαρές μητέρες μαζεύονται γύρω
απ’ τις κούνιες και το σκάμμα
αφήνοντας ελεύθερα τα παιδιά τους.
Πίσω τους, κατά διαστήματα,
στέκονται οι εξειδικευμένοι επαγγελματίες σύζυγοι,
η επικράτεια της μπουγάδας
και των άλμπουμ με λεζάντα
«Ο γάμος μας», τοποθετημένα
δίπλα στην τηλεόραση.
Μπρος τους, ο άνεμος
ρημάζει τα μέρη που βγαίναν ραντεβού

που παραμένουν ακόμα μέρη για ραντεβού
(αν και οι εραστές είναι όλοι στο σχολείο),
και τα παιδιά τους, τόσο προσηλωμένα
στην αναζήτηση άγουρων βελανιδιών,
περιμένουν την ώρα που θα τα πάνε σπίτι.
Η ομορφιά τους έχει βαθύνει
κάτι τους σπρώχνει
στο περιθώριο της ζωής τους.

Philip Larkin
Από τη συλλογή ΟΙ ΓΑΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (1964)

 

«Μετά τον απόλυτο πόλεμο, η απόλυτη ευμάρεια». Η νέα εποχή σηματοδοτήθηκε από την διαφήμιση.


Εμπορικό κέντρο

Αν ένα φως συμβολίζει την ελπίδα,
πολλά φώτα μαζί συμβολίζουν πολλές ελπίδες μαζί;
Ή μήπως την απελπισία
-για όσους νομίζουν
ότι υπάρχει αναγκαστικά μόνο μία…

Το έδαφος διάστικτο
ανάβει, σβήνει, ανάβει
λαμπερά αστέρια.
Οι δυναμομηχανές παράγουν νεφελώματα
από φλεγόμενο νέον,
διφασικούς αστεροειδείς,
κομήτες με την καυτή ουρά τους
από φευγαλέους λαμπτήρες
που διασχίζουν, χαράζουν, σχηματίζουν
απειροελάχιστες τροχιές,
αστραφτερές φορές,
σήματα από πυρακτωμένο υδράργυρο
στο θαμπό απόγειο του απογεύματος.

Οι εκκλήσεις πολλές,
αλλά δεν είναι εύκολο
να ερμηνεύσει κανείς τα σημάδια.

Το δάχτυλο
της Διαφήμισης
με την καλλιγραφία του λυκόφωτος,
αποσαφηνίζει πολλά πράγματα,
κρεμά ταμπέλες στο χώρο, χρωματίζει τον αέρα
οριοθετεί γαλαξίες, διαχέει
σκόνη από κιλοβάτ στους δρόμους.

Ανοιχτό καθημερινά μέχρι τις επτά:
έκπτωτο στερέωμα,
κομματιασμένη αιωνιότητα σε απόσταση χεριού.

Ángel González
Από τη συλλογή ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ (1967)

 

Εδώ

Στρίβοντας προς τα ανατολικά, προσπερνώντας τις πλούσιες βιομηχανικές σκιές
και την κίνηση, όλη νύχτα με κατεύθυνση προς το βορρά, στρίβοντας μέσα από
χωράφια ισχνά και γεμάτα γαϊδουράγκαθα που δεν θα ονόμαζε κανείς λιβάδια,
εδώ και κει ένας σταθμός με τραχύ όνομα που δέχεται
εργάτες την αυγή. Στρίβοντας προς μοναχικούς
ουρανούς και σκιάχτρα, αχυρώνες, λαγοί και φασιανοί,
και η όλο και πιο πλατιά παρουσία του ποταμού,
σμήνη από χρυσαφένια σύννεφα, τ’ αστραφτερά γεμάτα πατημασιές γλάρων βαλτοτόπια,
καταλήγουν άξαφνα σε μια μεγάλη πόλη:
Εδώ στριμώχνονται θόλοι κι αγάλματα, σκαλωσιές και γερανοί

δίπλα σε σκονισμένους δρόμους, νερά γεμάτα μαούνες,
και κατοίκους εργατικών συνοικιών που διασχίζουν
ευθείες χιλιομέτρων μέσα σε μουντά τρόλεϊ
σπρώχνουν γυάλινες συρόμενες πόρτες που οδηγούν στους ευσεβείς τους πόθους
‒φτηνά κουστούμια, κόκκινες οικιακές συσκευές, σκαρπίνια, γρανίτες,
ηλεκτρικά μίξερ, τοστιέρες, πλυντήρια, στεγνωτήρια‒

Ένα πλήθος μισοτιμής, αστικό κι όμως απλοϊκό, την πόρτα
των οποίων δεν χτυπούν παρά μονάχα πλανόδιοι πωλητές και συγγενείς
στο τέρμα ενός βοσκοτοπιού που μυρίζει ψαρίλα
διερχόμενων πλοίων, το μουσείο των σκλάβων,
τατουατζίδικα, πρεσβείες, γκρίζες μαντηλοφορεμένες σύζυγοι,
και πέρα μακριά απ’ τις μισοχτισμένες με δάνεια παρυφές,
σιτοχώραφα υπό σκιά από ψηλά σαν φράχτες σύννεφα,
απομονωμένα χωριά όπου τις αποτραβηγμένες ζωές
η μοναξιά φωτίζει. Εδώ η σιωπή σε περιβάλλει
σαν τη ζέστη. Εδώ απαρατήρητα τα φύλλα παχαίνουν,
κρυμμένοι σπόροι ανθίζουν, ξεχασμένα νερά κελαρύζουν,
ένας αέρας γεμάτος φως υψώνεται,
και πίσω απ’ των παπαρούνων τη γαλαζωπή κι ουδέτερη επικράτεια
η γη τελειώνει αίφνης σε μια αμμουδιά
από μορφές και βότσαλα. Εδώ δεν έχει σύνορα η πλάση:
Απέναντι ο ήλιος, σιωπηλός, άπιαστος.

Philip Larkin
Από τη συλλογή ΟΙ ΓΑΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (1964)


.
φωτογραφία εξωφύλλου: Andy Turner

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
H Νάνσυ Αγγελή συχνάζει στο διαδίκτυο. Διαβάζει, γράφει και μεταφράζει από τα αγγλικά, τα ελληνικά και τα ισπανικά. Έχει εκδόσει δυο συλλογές διηγημάτων και έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες για το μικρό διήγημα. Στον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, γράφει και μεταφράζει. Contact info: nancyangeli1@hotmail.com