ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ

 

Το χρώμα του δέρματός του στον πιο γκρίζο τόνο του γκρίζου. Η έκφραση στο πρόσωπο του απούσα, ακόμη κι αν ήταν ανοιχτά τα μάτια -που δεν ήταν- δεν θα μπορούσες να πεις ότι κάτι υπήρχε μέσα εκεί, ήταν όλα απόντα. Κάθε μορφασμός και σύσπαση είχε σβήσει εντελώς, λες και κάποιος είχε επέμβει με ένα διορθωτικό, εύπλαστο, διάφανο κερί και είχε εξαφανίσει κάθε ίχνος από αυτό το πρόσωπο. Τα μαλλιά -κατάμαυρα και σκληρά- δεν κατάφερναν να προσθέσουν κάποιο χαρακτηριστικό ιδιαίτερο, πλαισίωναν αναίσθητα το πρόσωπο, κοκαλωμένα. Το σώμα δεν ήταν ακριβώς ακίνητο, πιο πολύ ακινητοποιημένο βίαια, παλιά ίσως ασυγκράτητο, ίσως μόνιμα θυμωμένο, σίγουρα γεμάτο ενέργεια. Τα ρούχα μπορεί να ήταν τα μόνα που διατηρούσαν κάτι από την προηγούμενη τους κατάσταση, μια ανάμνηση ζωντάνιας, καθώς έπεφταν στις δυο πλευρές του θρανίου γύρω από το ξαπλωμένο σώμα.

Δώδεκα χρόνια ήταν η ποινή του, θα αποφυλακιζόταν σε ένα μήνα, αν συμψηφίζονταν και μερικοί μήνες παραπάνω που είχε εισπράξει για κακή συμπεριφορά και ανυπακοή μέσα στη φυλακή. Δεν τον ένοιαζε και πολύ, είχε σχεδόν συνηθίσει, είχε φίλους, γνωστούς, εχθρούς, αγνώστους, παλιούς, νέους, όλα τα είχε εκεί μέσα. Και πάνω από όλα είχε τον εαυτό του. Επειδή μπήκε πολύ νωρίς, σχεδόν έφηβος εκεί, δεν ήξερε να αναγνωρίζει τον εαυτό του πουθενά αλλού. Μόνο εκεί θυμόταν να είχε ζήσει. Εκεί έμαθε, εκεί έπαθε. Εκεί αγάπησε, εκεί χάρηκε, εκεί πόνεσε. Έξω από κει δεν ήξερε τι ήταν. Του έλεγαν συχνά ότι είχε μέλλον, κάπως, κάπου θα δούλευε, θα αποκτούσε σύντροφο, ίσως και παιδιά. Δεν ήξερε για τι πράγμα του μιλούσαν. Δεν ονειρευόταν, μόνο θύμωνε κάποιες φορές, συχνά είναι αλήθεια για το φαί, τα βλέμματα, τις φωνές, τις κινήσεις γύρω του.

Πάντως πιθανότατα κανείς δεν περίμενε να τελειώσει έτσι, νέος ακόμα, μάλλον από ανακοπή, τη στιγμή που τον μετέφεραν στο τελευταίο σωφρονιστικό ίδρυμα από όπου θα αποφυλακιζόταν. Είναι βέβαιο πως οι αστυνομικοί που τον συνόδευαν θα περνούσαν πειθαρχικό.

Και σίγουρα ακόμη περισσότερο δεν περίμενε κανείς -συγκεκριμένα άγγιζε τα όρια του παραλόγου- να βρεθεί το πτώμα του ξαπλωμένο στο θρανίο. Οι υποψήφιοι των φετινών Πανελλαδικών της αίθουσας 3 του 100ου Λυκείου Αθηνών που λειτουργούσε ως εξεταστικό κέντρο, πάγωσαν, όταν μπήκαν στην αίθουσα. Τι γύρευε ένα πτώμα καταδίκου στην αίθουσα, όπου εξετάζονταν, τελειώνοντας το Λύκειο;

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ευτυχώς για όλους μας και κυρίως για τον ίδιο ο Σοφοκλής Ρόκος δεν υπάρχει. Κάτι άλλο κρύβεται πίσω του.