ΦΕΓΓΑΡΙ

 

Την ώραν που απλώνονται εις τα πεζοδρόμια αι σκιαί των δένδρων, όμοιαι με υπέροχον κέντημα από αιθερίας κλωστάς, ο ρωμαντικός, με τον κολλάρο του παλτού σηκωμένον έως τα αυτιά, απομακρύνεται από τα κέντρα και πηγαίνει να ποτισθεί και να βουτήξει και να πνιγεί μέσα εις το ασήμι του χειμωνιάτικου φεγγαριού.

Εις τας γωνίας των δρόμων νυσταγμένα ανοιγοκλείουν τα πύρινα βλέμματά των η φωτιά του καστανά, το φανάρι του χωρικού, ο οποίος κερνά το χρυσό σαλέπι εις τα μικροσκοπικά ποτήρια του, το καντηλάκι του Αγίου της ενορίας, που ζητεί τον οβολόν των διαβατών δια να μη ξεραθεί το φυτίλι εις την αργυράν κανδύλαν της εικόνος του.

Φυσά ο βορρηάς και τα μαύρα μαραμμένα φύλλα, πριν πέσουν εις την παγωμένην γην, δίνουν κατά τον ποιητήν μίαν τελευταίαν ευμορφίαν εις το τελευταίο αυτό ταξίδι των, από τα κλαδιά εις το χώμα. Με ποίαν ελαφρότητα κάθονται κατάχαμα. Παρ’ όλην την φρίκην που αισθάνονται, αφού γνωρίζουν ότι έπειτα από ολίγες ημέρες θα σαπίσουν, θέλουν η πτώσις των αυτή να έχει την χάριν του πετάγματος των πουλιών.

Εν τω μεταξύ, το φεγγάρι διαρκώς ανεβαίνει εις το γαλανόν βελούδον. Ένα σκυλί με την ουράν μέσα εις τα σκέλη, κοιτάζει την αργυράν ασπίδα και ωρύεται πενθίμως. Το ιερόν ζώον, το αφιερωμένον εις την Εκάτην, αφήκε την θαλπωρήν του καναπέ, επήδησε από κάποιο παράθυρον λησμονηθέν ανοικτό, και εβγήκε να προσευχηθεί εις την τρομεράν Εφεσίαν. Περνά ένα ζευγαράκι, σφικτά αγκαλιασμένο από την μέσην και μη ενδιαφερόμενον καθόλου δια την ελληνικήν μυθολογία και ποίησιν. Η σελήνη τούς έχει κολλήσει εις τους αστραγάλους από ένα ζευγαράκι ασημένιες φτερούγες, όμοιες με εκείνες που εστόλιζαν τα πόδια του Ερμού. Γι’ αυτό δεν περπατούν, αλλά χορεύουν.

Το ζευγαράκι απορροφάται από το μυστήριον ενός σκοτεινού δρόμου, εις το βάθος του οποίου, με το δάκτυλον υψωμένον εις τα χείλη, αναμένει ορθία εις την ιερατική στάσιν των αρχαίων αγαλμάτων, η Ευτυχία. Μια μεγάλη ακτίνα από ρευστόν άργυρον, κατασταλάζουσα δια μέσου της σχισμής του παραθύρου, θα τους υποδεχθεί εις το δωμάτιον, όπου θα απομονωθούν από όλον τον άλλον κόσμον. Και εν όσω το φεγγάρι εις το στερέωμα θα κατρακυλά προς την δύσιν, επάνω εις το παρκέτο θα μετακινείται και η μεγάλη ασημένια ακτίνα, ομοία με τεραστίαν βελόνην κάποιου ρολογιού, που σημαίνει μόνον την ώρα έρωτος και ζωής.

 

Π. Ροδοκανάκης

Έθνος, 13 Νοεμβρίου 1915

Instagram image by Jacqueline

.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ Π. ΡΟΔΟΚΑΝΑΚΗ