Ένα αθάνατο ποίημα

της λησμονημένης ποιήτριας Μαρίκας Πίπιζα

 

Από τη Λάρισα στην Αθήνα και από την Κίο της Βιθυνίας στην Αμερική όπου πέρασε μερικά χρόνια της ζωής της η ποιήτρια Μαρίκα Πίπιζα (1868-1953) άνοιξε ρηξικέλευθους δρόμους γράφοντας στίχους ερωτικούς στη δημοτική γλώσσα, στην απόληξη των Αθηναίων ρομαντικών της καθαρεύουσας. Μορφώθηκε, έγινε δασκάλα και βγήκε μπροστά σε έντυπα όπως η «πρωτοφεμινιστική» Εφημερίδα των Κυριών από τη δεκαετία του 1880. Μέχρι τα τέλη του αιώνα θα κέρδιζε τον θαυμασμό κοινού και κριτικών, έφτασαν να την αποκαλούν «Χάινε με φουστάνια». Παρόλα αυτά θα  αφήσει την τελευταία της πνοή στο Γηροκομείο Αθηνών το 1953 ξεχασμένη από όλους. Πράγματι, τα ποιήματά της δεν είχαν τη στόφα για να αντέξουν. Διαβάζοντάς τα σήμερα, αναδύουν από παντού μια γλυκερότητα και έναν αναχρονισμό. Κοινώς έχουν παλιώσει.

Κι όμως…

Υπάρχει μια ανεξήγητη, κάπως δαιμονική στιγμή μέσα στο έργο της. Μια αναλαμπή δυσθεώρητη. Ένα ποίημα το οποίο, θαρρείς, ήταν  προορισμένη να γράψει ώστε κάποτε να δικαιωθεί από τις Μούσες της αιωνιότητας. Ονομάζεται «ο Ζωγράφος», πρωτοδημοσιεύτηκε το 1902, είναι αφηγηματικού τύπου και το μόνο που μένει πια είναι να σας το παρουσιάσουμε.

 

 

Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ

.

Εσήμανε τ’ απόσπερο∙ του ήλιου οι αχτίνες

Τα διάφανα παράθυρα της Εκκλησιάς περνούν,

Χαϊδεύουν τ’ αργυρόχρυσα τα εικονίσματά της

Και στα λευκά της μάρμαρα αναλαμπές σκορπούν.


Βουβή τριγύρω σιγαλιά. Μπροστά στο άγιο Βήμα

Ένας ζωγράφος στέκεται σκυφτός από καιρό,

Και ζωγραφίζει του Χριστού το σταυρωμένο σώμα,

Την ώρα που ξεψύχησεν επάνω στο Σταυρό.

 

Από τον αστροκέντητο της Εκκλησίας θόλο,

Στο μέτωπό του το λευκό περήφανα κυλούν

Αχτίνες αργυρόχρυσες, σαν να φωτούν το νού του

Και στη μεγάλη του ψυχή σαν να φεγγοβολούν.

 

Σιμά του, σ’ ένα ξύλινο σταυρόν έχει δεμένο

Αληθινό υπόδειγμα, μισόγυμνο φτωχό,

Πούμοιαζε λίγο του Χριστού στη θλιβερή την όψη

Που είχε και στα χείλη του χαμόγελο πικρό.

 

Ω! τί χαρά του φτωχού, που το ψωμί κερδίζει,

Του θεανθρώπου παίρνοντας την τύχη μια στιγμή,

Που σαν θνητός δοκίμασε της πείνας το φαρμάκι

Και την καρδιά του εκλόνισαν του πόνου οι σπαραγμοί.

 

Ώρες περνούν… στην Εκκλησιά φωνή δεν αγροικιέται,

Μον’ τό πινέλο σύρσιμο ανάλαφρο σκορπά,

Σαν ξεσυρμάδα σκουληκιού όπου σε τάφου βάθη

Τ’ αραχνιασμένα κόκκαλα σιγά σιγά τρυπά.

 

Ο καλλιτέχνης τη στερνή την πινελιά χαράζει…

Τραβιέται πίσω… στέκεται… με φλογερή ματιά

Μια το κορμί που κρέμεται, μια την εικόνα βλέπει

Γεμάτος πάθος άγιο και φλόγα και φωτιά!

 

Όλα είν΄ όμοια, ώμορφα∙ μά την ψυχή που καίει

Της Τέχνης η ακοίμητη φωτιά, κάτι ζητεί,

Κάτι να δώσει που ποτέ δεν έδωσε κονδύλι

Που Δύναμη υπερκόσμια στα χέρια Της κρατεί!

 

Θέλει την όψη πιο γλυκειά, γεμάτη καλωσύνη,

Στα χείλη το χαμόγελο, ακόμη πιο πικρό,

Το δάκρυ, το παράπονο, η αγωνία, ο πόνος,

Όλα στο θείο πρόσωπο να φαίνονται τ’ ωχρό.

 

Και στέκεται ακούραστος και διορθώνει πάλι,

Και δίνει νέα έκφραση σε κάθε πινελιά,

Εδώ σκιά… παρέκει φως… εκεί χλωμιά και λάμψη

Και χρώματα ηλιοστάλλακτα στα ώμορφα μαλλιά!

 

Μα πάλι από την όψη του κάτι θαρρεί πως λείπει…

Του κρεμασμένου το χλωμό το πρόσωπο θωρεί…

Τα δάχτυλά του τρέμουνε, χλωμιάζει, κιτρινίζει,

Και φλογισμένα πέφτουνε τα μάτια του στη γη.

 

Στα διάπλατα τα στήθη του τα χέρια του σταυρώνει…

Κ’ έχει στο σκοτισμένο του το νου το στοχασμό,

Σε ποιο της Τέχνης μαγικό μυστήριο, θέ να βρει

Του πόνου το μαρτύριο και τον ανασασμό!..

 

Στάζει ο ιδρώς, σταλαγματιές από το μέτωπό του,

Κατάρ’ από τα χείλη του ξεφεύγει φλογερή!..

Το μεγαλείο τ’ αθάνατο που λάμπει μεσ’ το νου του

Ανώφελα! Στο εικόνισμα ν’ αφήσει δεν μπορεί!

 

Το σκοτισμένο του το νου, στριφογυρίζει η ζάλη,

Χέρι βαρύ κι αόρατο του σφίγγει την καρδιά,

Ξανοίγει εμπρός του κόλαση και πίσσα και σκοτάδι

Και πέφτουνε τα χέρια του ακίνητα, βαρειά!

 

Σκυφτός, βουβός, ασάλευτος, να ξεκουράσει γέρνει

Το νου του και το σώμα του σε ανάμερη γωνιά…

Όμως με μιάς, πετιέται όρθιος… αναλαμπή καινούργια,

Της θολωμένης του ψυχής σκορπά τη σκοτεινιά.

 

Ένα μαχαίρι κοφτερό αντίκρυσε η ματιά του…

Απαίσια λάμψη εφώτισε το νού του το σκοτεινό…

Παράφορα στο χέρι του τ’ αρπάζει και χτυπάει

Του κρεμασμένου του φτωχού το στήθος το γυμνό!

 

Βαθύς θανάτου ακούστηκε στην Εκκλησία βόγγος…

Ο καλλιτέχνης άτρομος, βουβός, δίχως λαλιά,

Στα μάτια τα νεκρόσβυστα τα μάτια του καρφώνει

Και τη στερνή στο εικόνισμα χαράζει πινελιά.

 

Άγριο γέλιο και χαρά σπαραχτική τον πνίγει…

Τα γαλανά τα μάτια του δεν είναι πια δειλά

«Τέχνη προδότρα σε κρατώ» λέει η βραχνή φωνή του,

Και την εικόνα βλέποντας εμπαιχτικά γελά.

 

Γέλασε Τέχνη μάγισσα! Προδότρα Τέχνη! Γέλα!

Εσύ που την ολόλευκη εκόλασες ψυχή,

Συ που το κρίμα εγέννησες στο φλογισμένο νου του

Κ’ εφώλιασες στα σπλάχνα του λαχτάρα φονική!

 

Της καλωσύνης έσβυσες στα μάτια του το δάκρυ,

Τα αχνισμένα αίματα ατάραχος κυττά…

Ξεσκίζει με το μάτι του, με το πικρό του γέλοιο

Τον σταυρωμένο δυό φορές θαρρεί, ξαναχτυπά!..

 

Μα… μια στιγμή, απ’ το βαθύ του πληγωμένου βόγγο,

Σαν να ξυπνάει απ’ όνειρο, πετιέται σαν τρελλός…

Ξανοίγει ο νους που θόλωσε, ξανοίγει την αλήθεια,

Και την παρθένα του ψυχή φλογίζει ο σπαραγμός.

 

Στην όψη του την άγρια αχνοφωτάει ο ήλιος,

Μα βλέπει γλώσσες πύρινες ο σκοτεινός του νους,

Αχνάδα αιματόβαφη τα μάτια του σκεπάζει,

Κι’ ανοίγει εμπρός του κόλαση με κόσμους σκοτεινούς.

 

Μιάν άλλη με τα πάναγνα τα μάτια της ψυχής του,

Μιάν άλλη ονειροφάνταχτη εικόνα ακολουθά…

Θαρρεί πως βλέπει το Χριστό με σταυρωμένα χέρια,

Αυτός ότι Τον σταύρωσε θαρρεί στο Γολγοθά.

 

Αί!.. Τώρα Δύναμη καμμιά δεν τον κρατεί, φρενιάζει,

Τρελλός στο σώμα ρίχνεται που κρέμεται νεκρό,

Σφίγγει το κρύο το κορμί, τα παγωμένα πόδια,

Τ’ ασάλευτα  τα γόνατα, το πρόσωπο τ’ ωχρό.

 

Τρίζουν τα ξύλα του Σταυρού! Στο τρίξιμο τρομάζει,

Θαρρεί ότι τα θέμελα ανοίγουνε με ορμή,

Θαρρεί πως είναι του Σταυρού το τρίξιμο βλαστήμια,

Θαρρεί πως είναι ανάθεμα, κατάρες, στεναγμοί!

 

Θέλει να φύγει… σέρνεται… του κάκου παραδέρνει

Σπαράζεται στα στήθη του η άμοιρη καρδιά…

Γέρνει βουβός, λιπόψυχος και του Σταυρού τα ξύλα,

Αντιλαλούν στον πόνο του και τρίζουνε βαρειά.

 

Αγκομαχούν τα στήθη του… σπαράζεται η ψυχή του,

Τα κολασμένα χείλη του ανοίγουν και σφαλούν,

Σε βόγγο πνίγονται βαθύ οι αναστεναγμοί του,

Κι απ’ τα θολά τα μάτια του τα δάκρυα κυλούν.

 

Συχώρεση!.. Συχώρεση! βραχνόπνιχτα φωνάζει…

Κι απ’ το λευκό Του μέτωπο σταλάζει ο ιδρώς

Συχώρεση! Συχώρεση!.. του κόβεται η φωνή του,

Κ’ εμπρός στους δύο μάρτυρας σωριάζεται νεκρός!

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Μέσ’ από σύννεφα λευκά του δειλινού οι αχτίνες,

Στα διάφανα παράθυρα της Εκκλησιάς κυλούν,

Του Σταυρωμένου ατίμητη χαϊδεύουνε εικόνα,

Και του Ζωγράφου το λευκό το μέτωπο φιλούν.

 

Το ποίημα αυτό με κινητοποίησε να αναζητήσω περισσότερα στοιχεία για τη ζωή και το έργο της Μαρίκας Πίπιζα.
Το πλήρες κείμενο που προέκυψε βρίσκεται
στο αποθετήριο του Ρομαντικού Πανεπιστημίου.

Διαβάστε το ΕΔΩ

 


.

.