Να το τραμ του Φαλήρου που ξεκινά ήδη. Τρέχω ολοταχώς και το προφθάνω. Αρπάζομαι από ένα πόδι που εξέχει, σφίγγω κάποιο σίδερο και ενώ ο κάτοχος του ποδιού στέλλεται κάτω από το βαγόνι και διαμελίζεται, έρπω με τα τέσσερα για να μην πάθω την ίδια τύχη αφού και άλλοι και άλλες που ανεβαίνουν προσπαθούν να πιασθούν από τα πόδια μου. Πού βρίσκομαι; Τι δάσος από πόδια, μπαστούνια, πακέτα, καλάθια μπαούλα βαλίτζες, έπιπλα εν’ τούτο; Το τραμ κάθε τόσο και σταματά και όλο νέα κύματα ανθρώπινα εισβάλουν. Μεταφέρομαι στον εξώστη σε κάθε φουσκοθαλασσιά, εναερίως, χωρίς δηλαδή να πατούν τα πόδια μου κάτω. Επί τέλους βρίσκω μια θέση. Είμαι πεσμένος χάμου, μια κυρία κάθεται στη ράχη μου, ένα παιδάκι κάθεται στα γόνατα τής κυρίας, ενώ ένα μπαστούνι προσπαθεί να μπει στη ραχοκοκκαλιά μου. Να κι αυτά τα ψάρια που στραγγίζουν πάνω στο πρόσωπό μου. Επί τέλους, τι είμαστε; Θα φωνάξω. Αμέσως όμως μια κόφα με ντομάτες και διάφορα ψώνια κάθεται πάνω στο πρόσωπό μου. Με πατούν, με κλωτσούν, έπειτα μια ησυχία απλώνεται. Είμαι μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο μόνος. Τι ευτυχία! Τρέχουμε. Κόβε σωφέρ! Κόβε ό,τι και όποιον βρης μπροστά σου. Μια καμπή του δρόμου, μπαμ – σύγκρουσις με ένα άλλο αυτοκίνητο, που περνά από πάνω μου, ή ρόδες με κόβουν στα δύο και… ξυπνώ.

Α! είχε χτυπήσει ξαφνικά το κεφάλι μου πάνω σ’ ένα σίδερο καθώς το τραμ εσταμάτησεν αιφνιδίως στην Καλλιθέα. Ακόμα στο τραμ βρίσκομαι λοιπόν;  Καθόμαστε στην Καλλιθέα 24 ώρες – ίσως δεν καθήσαμε ακριβώς τόσο, αλλά τόσο μου φάνηκε – για να πάρουμε αέρα. Όχι εμείς, το τραμ. Νέος θρήνος κι εδώ. Οι επιβάτες μπαινοβγαίνουν από τα παράθυρα. Ήρθαν και στρατιώται. Μια αρβύλα είναι στο λαιμό μου. Τέλος πάντων δεν μπορεί να γίνει καμμία σύγκρουσις να γλυτώνουμε; Ακούω φωνές. Έπειτα ησυχία. Κάποιος λέει: «Δεν είναι τίποτα! Εκόψαμε δύο ανθρώπους». Το τραμ προχωρεί διαρκώς, τρέχει προς την αιωνιότητα. Πάμε στον άλλον κόσμο. Να τα πνεύματα. Ωραίος ο άλλος κόσμος. Δεν έχει τραμ. Πετούμε, πετούμε. Επί τέλους έρχεται κι ο Σατανάς και με φωνή που έκαμε τα σωθικά τού χάους όλου να τραντάξουν φωνάζει: «Εφθάσαμε κύριος, δε θα βγείτε;». Ανοίγω τα μάτια μου. Είναι ο οδηγός του τραμ που με σκουντά με το πόδι του. Με σηκώνει, με κατεβάζει κάτω, κάνω ένα βήμα και ανακαλύπτω – Τι νομίζετε; Το πιστεύετε;

Ότι ήμουν ζωντανός!

 

ΜΕΡΑΚΛΗΣ
Εφημερίδα Ακρόπολις – 30.7.1919

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.