Το πρότζεκτ 100 χρόνια πριν του ΑΣΣΟΔΥΟ, τιμώντας τα 90 χρόνια από τον θάνατο του Σκιαθίτη Αλέξανδρου Μωραϊτίδη (†25.10.1929), εντόπισε και σας παρουσιάζει μια άγνωστη συνέντευξή του που παίρνει ή καλύτερα εκμαιεύει ο δημοσιογράφος και ποιητής Στέφανος Δάφνης, ο οποίος εντοπίζει με κόπο τον σημαντικό λογοτέχνη το 1919 στο κελί που είχε αποσυρθεί και ζούσε ως μοναχός Ανδρόνικος.

Η γραφή του Μωραϊτίδη, αν και εφάπτεται ηθογραφικά σε αρκετά σημεία με εκείνη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, παραμένει μονίμως στη σκιά του αγαπημένου του εξαδέλφου και -κατά γενική ομολογία των μελετητών- είναι κάπως αδικαιολόγητη η τόση λησμονιά που του επιφύλασσε η Ιστορία.

 


Πού βρίσκεται ο Μωραϊτίδης; Τι γράφει; Ρωτούσα παντού και κανείς δεν ήταν σε θέση να με πληροφορήσει, όταν στο τελευταίο φύλλο του καλού περιοδικού «Τρεις Ιεράρχαι» [του ομώνυμου ιεραποστολικού Συλλόγου] διάβασα έκπληκτος σύντομο άρθρο περί νηστείας που έφερε την υπογραφή του. Έσπευσα να συναντήσω τον πρόεδρο του Συλλόγου κ. Βαρυμπομπιώτη.

-Που βρίσκεται ο Μωραϊτίδης; Θέλω να τον κουβεντιάσω.

-Εδώ είναι, μας απάντησε. Αλλά είναι δύσκολο να τον δείτε. Ο Αλέξανδρος είναι πλέον ασκητής εξαϋλωμένος. Το πνεύμα του είναι κάτι πολύ παράδοξο και πολύ συγκινητικό για τα χρόνια μας.

Η περιέργειά μου εκεντήθη ζωηρότατα. Στο γραφείο των «Τριών Ιεραρχών» καταστρώθηκε ολόκληρο σχέδιο και την επομένη ετέθη σε εφαρμογή. Και έτσι ο κ. Βαρυμπομπιώτης, ο λόγιος κληρικός κ. Προκόπιος Καλλιοντζής και ο υποφαινόμενος ξεκινήσαμε περί τη δύση του ηλίου προς επίσκεψιν του Αλ. Μωραϊτίδη. Διασχίσαμε δρόμους και δρομίσκους, φτάσαμε σε μια παλιά συνοικία και καταλήξαμε μπροστά σε ένα πτωχικό σπιτάκι. Ήταν πλέον βράδυ. Διέκρινα μια χαμηλή πορτούλα, δυο παραθυράκια, τον κορμό μιας γηραιάς κληματαριάς, η οποία βγαίνει από κάποια τρύπα του τοίχου και ελίσσεται μέχρι τη στέγη. Εδώ είναι το κελί του.

 


Εισερχόμαστε. Εσωτερικό μοναστηριακής σκηνής. Δυο-τρεις καμαρούλες σαν κελιά. Μια ελικοειδής σκάλα, ένας στενός διάδρομος. Ο κληρικός προπορεύεται. Χτυπά μια θύρα. Η θύρα ανοίγεται και στο βάθος του μικρού δωματίου, φωτιζομένου από ένα ροζ καντηλάκι, διακρίνω παράδοξο ανθρώπινο σχήμα. Έναν γέροντα, μετρίου αναστήματος. Φορεί μακρύ μαύρο ταμπάρο, όμοιο με ράσο. Στην κεφαλή σκουφάκι καλογηρικό. Λευκή άτακτος γενειάς. Λευκά μαλλιά που πλαισιώνουν την κεφαλή του ως φωτοστέφανος. Φυσιογνωμία Τολστοϊκή που προκαλεί τον σεβασμό και επιβαλλομένη με την ηρεμία και την αγιότητα της μορφής. Είναι ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης.

Ο κ. Βαρυμπομπιώτης μάς συστήνει. Το όνομά μου δεν λέει τίποτε στον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Στέκεται στεναχωρημένος, ως άνθρωπος ενοχλούμενος από ανεπιθύμητο επισκέπτη. Αλλά ο κ. Καλλιοντζής προσθέτει το φιλολογικό μου ψευδώνυμο. Τότε ο αγαθός Μωραϊτίδης, ο παλαιός λογοτέχνης, μεταβάλλει στάσιν. Γίνεται εγκάρδιος. Μειδίαμα καλοσύνης φωτίζει τη μορφή του. Επαναλαμβάνει το ψευδώνυμο με γλυκύτητα. Μας παίρνει από το χέρι και μας οδηγεί σε ένα παλαιό καναπέ.

-Πόσο χαίρω αγαπητό μου παιδί. Καθίστε εδώ, παρακαλώ…

Καθίσαμε όλοι. Γίνεται σιγή. Περιφέρω το βλέμμα στο δωμάτιο. Στον ανατολικό τοίχο μέχρι την οροφή ιερές εικόνες πολλές. Όλος ο τοίχος σκεπασμένος από Παναγίες και μάρτυρες της Πίστεως. Θα είναι ως πενήντα. Φαίνεται ως τέμπλο εκκλησίας. Μια τράπεζα, ακουμπισμένη στον τοίχο αυτόν, δίνει την εντύπωση Αγίου Βήματος. Ένας Εσταυρωμένος περιβάλλεται με στέφανον από ξηρά αγριολούλουδα. Μια «Μάτερ Ντολορόζα» έχει όλη τη θλίψη της πονούσης Μαρίας, με το μαύρο της πέπλο. Και το θαμβό καντηλάκι σκορπίζει το ρόδινο φως του στα πρόσωπα των εικόνων ενώ το άλλο δωμάτιο είναι βυθισμένο στη σκιά και το μυστήριο.

Σε ένα άλλο τραπεζάκι μερικά παλαιά βιβλία, Άγιαι Γραφαί, Ωρολόγια, Συναξάρια, Κατηχετικαί. Ένα κρεβατάκι σε μια γωνία. Μια σκαλίτσα οδηγεί προς κάποια κρύπτη, θα έλεγε κανείς εις τον Ουρανόν. Και ο αέρας ευωδιάζει λιβάνι…

Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια, με τα μάτια προσηλωμένα προς τις ιερές εικόνες, ως εν εκστάσει. Οι άλλοι σιωπούν επίσης. Πώς να τολμήσω τώρα εγώ ο ταλαίπωρος να τον ερωτήσω για… τη Γλώσσα και τους γλωσσικούς καυγάδες; Ομολογώ ότι τη φορά αυτή έχασα το θάρρος μου. Το περιβάλλον και ο Άνθρωπος (άνθρωπος ή πνεύμα;) ασκούν ισχυρή υποβολή…. Εν τούτοις κάτι έπρεπε να πω.

-Πόσο καιρό προσπαθώ να σας βρω, κ. Μωραϊτίδη… Μου έχουν αναθέσει κάποια έρευνα η εφημερίδα «Αθήναι»… Ξέρετε ίσως… κάποιο ζήτημα…

-Μα εγώ δεν διαβάζω πια εφημερίδες… Τι ζήτημα;

-Για… για τη Γλώσσα.

Το είχα πια εκστομίσει. Ο κ. Μωραϊτίδης ταράσσεται. Περιστρέφεται ανήσυχος στο κάθισμά του.

-Τότε καλύτερα που δεν με βρήκατε… Τι να πω εγώ; Αποσύρθηκα πια από τα εγκόσμια… Ετοιμάζομαι για το μεγάλο ταξίδι. Μελετώ τα λόγια που θα πω εις τον Θεόν…

-Δεν γράφετε πια;

-Ναι. Γράφω εκκλησιαστικούς ύμνους, Συναξάρια και ακολουθίες. Και συνθέτω τη μουσική τους… Προσεύχομαι τώρα, παιδί μου. Σχεδόν δεν βγαίνω έξω… Μόνο όταν πηγαίνω στην Εκκλησία.

Γίνεται πάλι σιγή. Και επιτείνεται η αμηχανία.

-Έχετε καιρό να πάτε στη Σκιάθο;

-Δυο χρόνια… (αναστενάζει)… Την τελευταία φορά που επήγα, συγκινήθηκα πολύ. Είδα στη Μητρόπολη του νησιού την κάρα του αειμνήστου Παπαδιαμάντη. Κύριος αναπαύση την ψυχήν αυτού εν σκηναίς αγίων…

-Πού την έχουν;

-Σ’ ένα κουτί. Και απέξω είναι γραμμένοι δυο στίχοι δικοί του. Δεν θυμάμαι πια…

Και νέα σιγή. Έπειτα χαμηλοφώνως, με βαθιά θλίψη, σαν να μιλάει στον εαυτό του.

-Τι περίεργο… Να διατηρούν τα οστά τον τύπον της φυσιογνωμίας…

-Πότε πέθανε ο Παπαδιαμάντης;

-Στις 3 Ιανουαρίου 1911. Έκαμε λίγες ημέρες άρρωστος. Πριν αποδημήσει εις Κύριον, συνέθεσε μερικά τροπάρια. Τα έχουν οι αδελφές του, το Χαρώ, το Κυρατσιώ και η τρίτη, η μικρότερη…

-Ξέρετε τίποτε άλλο από τις τελευταίας ημέρες του;

-Κοντά στο σπίτι του είναι ένα καφενεδάκι. Εκεί συνήθιζε να κάθεται μόνος, ήσυχος. Λοιπόν την παραμονή του Αγίου Βασιλείου, στο καφενείο εκείνο επήγαν κάποια παιδάκια και έψαλλαν Σκιαθίτικα κάλαντα. Ο Παπαδιαμάντης άκουσε το άσμα και είπε: «Τι γλυκά που ψάλλουν. Αγάλλεται η ψυχή μου… Αχ, να μπορούσα να είμαι κι εγώ εκεί, κοντά τους… Να ήμουν παιδί κι εγώ να ψέλνω». Και συνόδευε τις φωνές των παιδιών… Σε τέσσερις μέρες απεδήμησε…

Και επάνω σε ένα εικονογραφημένο δελτάριο, παριστάνον την πόλη της Σκιάθου, μάς δείχνει το σπιτάκι του μεγάλου συγγραφέα της Ελληνικής Γης.

-Αυτό φαίνεται να είναι…

-Ξέρετε αν άφησε ανέκδοτα έργα ο Παπαδιαμάντης;

-Μόνο εκκλησιαστικούς ύμνους. Τελευταία είχε ανακαλύψει το χειρόγραφο της «Ευρέσεως της Κουνίστρας».

Εδώ ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης μάς αφηγείται ένα περίεργο χρονικό. Προ πολλών ετών επάνω σε ένα δέντρο της Σκιάθου ένας βοσκός βρήκε μια εικόνα Παναγίας, η οποία ονομάστηκε Κουνίστρα. Ίσως επειδή εκινείτο επάνω στο δέντρο. Ίσως και εκ του Εικονίστριαν. Στη θέση αυτή οι παλαιότατοι εκείνοι Σκιαθίτες έχτισαν ναό. Κάποιος μοναχός εξιστόρησε το χρονικό της Ευρέσεως, το οποίο εθεωρείτο απωλεσθέν. Ο Παπαδιαμάντης, όμως, λίγο καιρό πριν πεθάνει κατόρθωσε να το ανακαλύψει και το έστειλε στο Βόλο με ολόκληρη Ακολουθία δικής του συνθέσεως. Το χειρόγραφο του Μοναχού και η ποιητική Ακολουθία του Παπαδιαμάντη δημοσιεύτηκαν σε μικρό τεύχος, άγνωστο μέχρι τούδε εις τους λογίους μας.

-Τον πατέρα του Παπαδιαμάντη, τον ιερέα, τον ενθυμείσθε;

-Ω, βέβαια. Με τον μακαρίτη τον Αλέξανδρο είμεθα σχεδόν συνομήλικοι. Λίγων μηνών διαφορά. Και όταν είμεθα παιδιά, συνοδεύαμε τη νύχτα τον παπά που επήγαινε στα εξωκλήσια να λειτουργήσει. Ω ήτανε ωραία παιδί μου, εκείνα τα χρόνια. Επηγαίναμε στους μακρινούς δρόμους και μας εφώτιζε το φεγγάρι.

Και ο ερημίτης των Αθηνών, ο συγγραφέας του «Ταξίματος», υπομέλπει με κατάνυξη, με τα μάτια υγρά από συγκίνηση.

-Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας…

Όσο το ροζ καντηλάκι ρίπτει πάντοτε την μελιχράν του ανταύγεια στις ιερές εικόνες και στο ασκητικό πρόσωπο του συγγραφέα εγώ προσπαθώ να φέρω τον Μωραϊτίδη στις αναμνήσεις των παλαιών φιλολογικών του χρόνων. Του αναφέρω τα αλησμόνητα εκείνα διηγήματα του, που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες, ή τα περιοδικά, τη «Χρυσή Καδένα», το «Τάξιμο», την «Παναγιά την Κουνίστρα», κλπ. Αλλά εκείνος δεν θέλει να τους δώσει καμία σημασία.

-Προχειρογραφήματα παιδί μου. Φαντάσου ότι πολλά προσέθετα στις τυπογραφικές διορθώσεις…

Οποίον μάθημα για τους σημερινούς αρλουμπογράφους, τους οποίους τόσον θυμοσόφως χαρακτήρισε ο κ. Δημ. Καμπούρογλους, «Έλα να σου διαβάσω ένα αριστούργημά μου».

-Ώστε δεν γράφετε πια διηγήματα κ. Μωραϊτίδη;

-Όχι. Πάνε εκείνα πια. Τώρα έχουμε άλλα, ανώτερα. Ύμνους εις τον Θεόν…

Γίνεται λόγος για τον Μιστράλ και τα τελευταία του ποιήματα «Ελαιώνες». Στον πρόλογο των ποιημάτων αυτών ο μέγας Προβηγκιανός λέει: «Καιρός πια να μαζέψω το τελευταίο λάδι για το καντήλι του καλού Θεού». Και ο κ. Μωραϊτίδης βρίσκει κατανυκτικό τον στίχο αυτόν του ποιητή της «Μιρέιγ». Για κάθε άνθρωπο έρχεται η ώρα της αναχωρήσεως προς τον κόσμο των ψυχών. Ο Άγγελός μας επαγρυπνεί και ας είμαστε έτοιμοι να εμφανιστούμε προ του Δικαίου Κριτού με αναμμένη τη λαμπάδα των καλών έργων. «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε». Όπως αλλάζουν τα θέματα της συνομιλίας, ο Μωραϊτίδης αναφέρει το όνομα του Μωρεάς.

-Ω, ήτανε φίλος μου, στα φοιτητικά μας χρόνια. Εργαστήκαμε και φιλολογικώς μαζί. Την μετάφραση του «Βερθέρου» την κάναμε σχεδόν μαζί. Ο Ιωάννης Μωρεάς είχε πολύ αγαπήσει το νεανικό εκείνο έργο του Γκαίτε.

Ο πρόεδρος των «Τριών Ιεραρχών» έχει εργασία και φεύγει. Μένει ο κληρικός κ. Προκόπιος Καλλιοντζής. Ρωτάμε τον κ. Μωραϊτίδη για τα ταξίδια του στα Ελληνικά μοναστήρια.

-Τελευταία είχα μεταβεί στο Μέγα Σπήλαιον να προσκυνήσω την εκ κηρομαστίχης εικόνα του Λουκά. Αλλά εκεί μού συνέβη ένα δυστύχημα. Ένα βράδυ περπάτησα και έπεσα. Έσπασα τον δεξιό μου βραχίονα. Στη φοβερή εκείνη στιγμή, άκουσα το τρίξιμο του κοκκάλου. Ήτανε τρομερό.

-Τώρα πώς είναι το χέρι σας;

-Καλά. Το είχε αναλάβει ο κ. Γερουλάνος. Και είναι θαύμα βεβαίως που κόλλησε. Γιατί εγώ είμαι 70 χρονών πια.

Μπροστά μας στο τραπεζάκι υπάρχει ένα μικρό βιβλίο. Το ανοίγουμε. Παλαιά εκκλησιαστική γραφή. Χρονολογία δύο ή και περισσοτέρων αιώνων.

-Πολύτιμο βιβλίο, μας λέει. Είναι χειρόγραφο παλαιού Σκιαθίτου μοναχού…

Έξαφνα ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης καταλαμβάνεται από ζωηρότητα απροσδόκητη.

-Να σας ψάλω κάτι; Ερωτά.

-Ευχαρίστως. Θα είμαστε ευτυχείς ν’ ακούσουμε.

Σηκώνεται και κλείνει τα μικρά παράθυρα. Έχει το ύφος ανθρώπου που τον μέλει να επιδείξει κρυμμένους θησαυρούς, οι οποίοι δεν πρέπει να πέσουν στα μάτια των διαβατών. Επάνω σε μια κασέλα, κοντά στο παράθυρο, είναι ένα κόκκινο δέμα. Ο Μωραϊτίδης δείχνει το δέμα και μειδιώντας καλοκάγαθα μας λέει:

-Ήρθε χθες και ο μικρότερος μου αδελφός, ο πταισματοδίκης από τη Θεσσαλία και μου έφερε δυο μάλλινες κουβέρτες. Να σκεπάζω τα γέρικα κόκκαλά μου.

Έπειτα ανάβει ένα κεράκι. Μας δίνει θέση πλησίον του. Και ανοίγει ένα βιβλίο χειρόγραφο.

-Αυτοί είναι οι εκκλησιαστικοί μου ύμνοι.

Καλλιγραφία. Θα έλεγε κανείς ότι είναι του Τύπου. Γράμματα στρογγυλά, με μαύρη Σινική μελάνη. Το αρχικό κεφαλαίον έκαστης παραγράφου είναι πολύ μεγάλο και κόκκινο. Απαράλλακτα όπως στα βιβλία των ιεροψαλτών.

-Θα σας ψάλω πρώτα ένα τροπάριο στην Παναγία την Γοργοϋπήκοον του Αγίου Όρους. Σε αυτό παραθέτω και όλα τα επίθετα της Θεοτόκου, με όσα λατρεύεται στην Ελληνική Ορθοδοξία στους διαφόρους τόπους. Ήχος πλάγιος Α’.

Και ο παλαιός ψάλτης του Αγίου Ελισσαίου, ο εν λειτουργία σύντροφος του Παπαδιαμάντη, σταυρώνει τα χέρια και αρχίζει το τροπάριο. Η φωνή του είναι αρκετά γλυκειά συμπαθής. Αλλά εμείς δεν προσέχουμε τη μουσική. Μας τραβάς ο λόγος, η έμπνευση, το ποιητικό ύφος του θρησκευτικού ύμνου. Πώς να μεταδώσω την εντύπωσή μου; Η Μήτηρ του Θεού δεν εξυμνήθη ίσως ωραιότερα. Στο τροπάριο αυτό υπάρχει η μόρφωση ενός γηραιού καθηγητού, το ταλέντο ενός ποιητή προνομιούχου και υπάρχει ακόμη η Πίστις, θερμή και αδιασάλευτη. Γνωρίζω τα έργα του Ρωμανού του μελωδού, γνωρίζω τί έγραφε και η Κασσιανή και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Βλέπω τί εποίησε και ο χριστιανός αυτός Σκιαθίτης. Και σκέφτομαι αν δεν ευρίσκομαι προ ενός εκ των ωσαύτως μεγαλόπνευστων υμνωδών της Εκκλησίας μας. Και ο Μωραϊτίδης ψάλλει το κατανυκτικό τροπάριο, βοηθούμενος από τον κ. Προκόπιο. Η έννοιά του είναι περίπου αυτή.

Χαίρε συ η πηγή των μυστικών γλυκασμών, η Θεόνυμφος Δέσποινα, η Κυρία των Αγγέλων, η Σκέπη και η Παντάνασσα, η Πλατυτέρα και η Γλυκοφιλούσα, η Αγνή και η Γοργοϋπήκοος, Χαίρε η Μαρία, η προστάτις των πονεμένων ψυχών και η πραΰντρια των μεγάλων πόνων…

Και όταν η φωνή του γηραιού υμνωδού τελειώνει το τροπάριο, μάς ρωτά με τη λαχτάρα του Ποιητή που ζητεί τη γνώμη του ακροατή του

-Σας άρεσε;

-Ω, πολύ.

Και ο καλός Μωραϊτίδης γελά ευχαριστημένος, με την ικανοποίηση ποιητή, του οποίου θαυμάστηκαν οι στίχοι. Στρέφει μια σελίδα. Στο τέλος της Ακολουθίας διαβάζουμε: «Παναγία Θεοτόκε, πρέσβευε του δούλου σου Αλεξάνδρου Μωραϊτίδου Σκιαθίτου, 1916».

-Έχω εδώ, μας δείχνει, μια ολόκληρη Ακολουθία μου εις την οσίαν Ειρήνη. Ήταν ωραία και σεμνή παρθένος. Όταν ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου εζήτησε συμπάρεδρον του θρόνου του, ταξίδευσε και αυτή στο Βυζάντιο, ελπίζουσα να γίνει σύζυγός του. Αλλά πριν φτάσει εκεί, ο Αυτοκράτωρ είχε νυμφευθεί άλλην. Η Ειρήνη αποχώρησε στη Μονή και δια των καλών της έργων κατελέχθη στις οσίες. Θα σας ψάλω μερικά τροπάρια.

Άλλο είδος ποιήσεως αυτό. Η «ωραία και σεμνή κόρη», η εξαγιασθείσα, παρίσταται ως «βασιλική παρθένος, ως «θαλερά κυπάρισσος», «στύλος της υπομονής», «αγλαόμορφος» (…)

Λυπούμαι διότι δεν είμαι σε θέση να δώσω στους αναγνώστες μου έναν από τους εκκλησιαστικούς αυτούς Ύμνους του Σκιαθίτου ραψωδού της Χριστιανικής μαρτυρολογίας. Στάθηκε αδύνατο να του αποσπάσω ένα. Είναι πράγματι μοναδικό φαινόμενο μετριοφροσύνης. Και η ανωτέρω περίληψη του ύμνου προς την Θεοτόκο και τη Βυζαντινή οσία είναι ό,τι κατόρθωσε να συγκρατήσει η μνήμη μου. Και για μερικές λεπτομέρειες δεν είμαι επίσης βέβαιος ότι πιστώς τις απέδωσα.

-Κάνω και μεταφράσεις, μας λέει. Μεταξύ άλλων μετέφρασα και τον «Διάλογον Παρθενίας και Γάμου» του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού σε δακτυλικούς στίχους.

-Τον έχετε πρόχειρο;

-Όχι, τον έστειλα σε μια αδελφή της Μονής Πάρου και δεν μου το επέστρεψε ακόμη. Γράφει και αυτή ύμνους. Έχουμε ανταπόκριση [αλληλογραφία].

Ο κ. Προκόπιος Καλλιοντζής με πληροφορεί ότι ο κυρ Αλέξανδρος είναι γνωστότατος στον μοναχικόν κόσμο της Ελλάδος. Στο πτωχικό σπιτάκι του έρχονται συχνά να επισκεφθούν τον σεβάσμιο συγγραφέα ιερείς και διάκονοι και μοναχοί εκ περάτων του Ελληνισμού και άλλοι φιλόθρησκοι.

-Κυρ-Αλέξανδρε, θέλει να σας γνωρίσει και ο Άγιος Δημητριάδος.

Ο κυρ-Αλέξανδρος εκπλήσσεται και συγκινείται. Ένας δεσπότης στο σπίτι του. Ω, είναι πολύ. Δεν το αξίζει.

Μιλάμε για τον «Διάλογον του Γάμου και της Παρθενίας». Πληροφορούμαστε ότι είναι μια ποιητική εξύμνησις των δυο αυτών καταστάσεων από κοινωνική και χριστιανική άποψη. Ο Γάμος και η Παρθενία εκθέτουν τα επιχειρήματά τους έκαστος.

-Ποιος νικά κυρ-Αλέξανδρε; Ερωτώ.

-Κανείς. Στεφανώνονται και οι δύο.

Ο κ. Μωραϊτίδης μας ψέλνει ακολούθως ένα μυστικοπαθές τροπάριο αρκετά εκτενές. Ομιλεί για τον άνθρωπο που συντρίβεται από μετάνοια και φθείρει τα γόνατα «επί του δαπέδου». Για την ψυχή που κλείνει τα φτερά και προσεύχεται. Είναι η εξαΰλωσις του Χριστιανού εμπρός στο μέγα μυστήριο της μελλούσης ζωής. Έχει τη μεγαλοπρέπεια του Χερουβικού ύμνου και την συντριβή του γνωστού τροπαρίου της Κασσιανής. Αν δεν απατώμεθα, τούτο είναι τονισμένο σε ήχο πλάγιο Δ’.

-Κάποτε, λέει ο Μωραϊτίδης, ήθελα να γράψω την ακολουθία του οσιομάρτυρα Μιχαήλ. Εζητούσα το Συναξάριο του Αγίου και τα θαύματά του και δεν κατόρθωνα να το βρω. Έχασα την υπομονή μου και κάθισα να γράψω κατ’ έμπνευσιν. Τότε την ίδια στιγμή μου έφεραν το βιβλίο. Ω, θαύμα βέβαια… Άλλοτε πάλι που ήθελα να γράψω τροπάριο εις την Παναγία της Σκιάθου με κατέλαβε τόση συγκίνηση ώστε το άφησα στη μέση. Έκλαψα και ανακουφίστηκα. Ήσυχος πια αποτελείωσα το ποίημα μου αυτό, το οποίο θα σας ψάλω.

Και ενωτιζόμεθα πάλι τη μελωδική μουσική και τα εμπνευσμένα ρήματα…

Ο κυρ-Αλέξανδρος έχει πλέον κουραστεί. Το κεράκι κοντεύει να σβήσει. Σηκωνόμαστε να φύγουμε. Μας αποχαιρετά με εγκαρδιότητα. Σκύβω να φιλήσω το ισχνό σεβάσμιο χέρι, αλλά δεν με αφήνει.

-Καληνύχτα, κυρ-Αλέξανδρε.

-Καληνύχτα, παιδί μου. Ο Θεός μαζί σου…

Βρισκόμαστε στον έρημο δρόμο. Τα άστρα, οι αιώνιες λαμπάδες του Δημιουργού, λάμπουν στο ευρύ στερέωμα. Ο φίλος κληρικός βαδίζει πλάι μου. Προχωρούμε και οι δυο σιωπηλοί…

Στέφανος Δάφνης

Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ», 2 & 3 Μαρτίου 1919
______________________________________

 

 

.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Πολύτιμα αποκόμματα του Χρήστου Βακαλόπουλου