στη Φ.

Υπάρχει ένα ποίημα του Καβάφη, από την ενότητα των αδημοσίευτών του, που δεν χαίρει εκτίμησης σχεδόν από κανέναν. Σπανίως το συναντάς στο πεδίο της καβαφικής έρευνας όλων των ποιοτήτων και γενικότερα είναι σαν να μην υπάρχει. Αν τύχει πάντως και του γίνει αναφορά, αυτό μάλλον θα συμβεί όχι για θετικούς λόγους. Για την ακρίβεια θα χρησιμεύσει ως ένα αντιπαράδειγμα, που θέλει να επιβεβαιώσει πως ο ποιητής έγραφε και μέτρια ποιήματα, και πως χρειάστηκε να εξελιχθεί για να αγγίξει το μεγαλείο (Δημήτρης Φύσσας, Είναι ο Καβάφης υπερεκτιμημένος; Athens Voice, 19.7.2013). Αψηφώντας το γεγονός πως το επιχείρημα δεν μπορεί να σταθεί, καθότι το συγκεκριμένο ποίημα είναι γραμμένο την περίοδο της εκτόξευσης του αλεξανδρινού (1917), αντιλαμβάνομαι την δυσκολία που υπάρχει ως προς την ανάλυση και κατανόηση ενός από τα πιο ριζοσπαστικά ποιήματά του, και προχωρώ ευθύς αμέσως στην παράθεσή του:

 

Σπίτι με Κήπον

Ήθελα νάχω ένα σπίτι εξοχικό
μ’ έναν πολύ μεγάλο κήπο – όχι τόσο
για τα λουλούδια, για τα δένδρα, και τες πρασινάδες
(βέβαια να βρίσκονται κι αυτά· είν’ ευμορφότατα)
αλλά για νάχω ζώα. Α νάχω ζώα!
Τουλάχιστον επτά γάτες – η δυο κατάμαυρες,
και δυο σαν χιόνι κάτασπρες, για την αντίθεσι.
Έναν σπουδαίο παπαγάλλο, να τον αγροικώ
να λέγει πράγματα μ’ έμφασι και πεποίθησιν
Από σκυλιά, πιστεύω τρία θα μ’ έφθαναν.
Θά ‘θελα και δυο άλογα (καλά είναι τ’ αλογάκια).
Κ’ εξ άπαντος τρία, τέσσαρα απ’ τ’ αξιόλογα
τα συμπαθητικά εκείνα ζώα, τα γαϊδούρια,
να κάθονται οκνά, να χαίροντ’ η κεφαλές των.


Εκ πρώτης όψεως, πράγματι, μοιάζει με ένα ποίημα τρυφερό, χωρίς ιδιαίτερο βάθος, που επιχειρεί να περιγράψει απλώς μια επιθυμία του συγγραφέα.  Ξεχνάμε όμως πως πρόκειται για ποίημα του Καβάφη ο οποίος ποτέ δεν έπιανε το μολύβι του για την χαρά της γραφής. Ποτέ δεν άρχιζε το γράψιμο  αν δεν διέθετε εκ των προτέρων μια κεντρική στόχευση στο μυαλό του. Λίγο υποψιασμένος αν είσαι με αυτά, το ποίημα σε καλεί να το διαβάσεις και να το ξαναδιαβάσεις έτσι ώστε να ξεκλειδώσεις τα ιδιαίτερα μηνύματά του. Ας τα δούμε, ξεκινώντας από το πρωταρχικό μας δεδομένο: ο Καβάφης απεχθάνεται την εξοχή. Του προκαλεί αφόρητη πλήξη. Αν είσαι κάτοχος αυτής της πασίγνωστης παραμέτρου, και ομολογομουμένης από τον ίδιο πολλάκις, όλα γίνονται πιο εύκολα στην αποκρυπτογράφηση. Καταλαβαίνεις από νωρίς, θέλω να πω, πως το ποίημα έχει μια διάθεση ειρωνική. Για να φτάσουμε, βέβαια, από την ειρωνεία στη ριζοσπαστικότητα, χρειαζόμαστε νοηματικά μια πολεμική και κριτική διάθεση εντός του κειμένου. Την κατέχει το ποίημα; Αν μη τι άλλο.

Τι ζητάει ο πρωταγωνιστής; Γάτες. Δύο άσπρες και δύο μαύρες. «Για την αντίθεση». Και παπαγάλους για να του μιλάνε «με έμφαση και πεποίθησην» ώστε να τους απολαμβάνει, να τους κάνει χάζι. Και αλογάκια (καλά είναι και τ’ αλογάκια!). Και γαϊδούρια οκνά και τεμπέλικα για να τα χαϊδεύει. Άρχισε να γίνεται ορατή η προσπάθειά του να αφαιρέσει κάθε ίχνος ζωικότητας από τα πλάσματα; Άρχισε να γίνεται φανερή η πρόθεσή του να απονεκρώσει τα ένστικτα των ζώων; Και μέσω της εξημέρωσής τους να τα μετατρέψει σε αντικείμενα διακόσμησης, σε υλικά ενός οικιακού ντεκόρ, σε όντα εξυπηρέτησης ενός διασκεδαστικού κλίματος; Σαν μια φάρμα σαλονιού δεν ακούγεται τώρα; Σαν ένα ειρηνικό τσίρκο. Αυτή είναι η πίστη μου: ο Καβάφης στο ποίημα αυτό ανιχνεύει την υποκρισία της ανθρώπινης συμπεριφοράς προς τα ζώα και προσπαθεί να την προσβάλει. Αγανακτεί με την υπό όρους αγάπη που εκφράζουμε προς αυτά, μια αγάπη που για να ξεδιπλωθεί εκβιάζει τον εξανθρωπισμό τους, την αλλαγή της υπόστασής τους, την κατάπνιξη των ενστίκτων τους. Ουσιαστικά ειρωνεύεται την μεγαλειώδη ψευδαίσθηση της υπεροχής που αισθάνεται ο ανθρώπινος πολιτισμός απέναντι στο ζωικό βασίλειο. Μέμφεται την εσωτερικευμένη αλαζονεία του σύγχρονου πολίτη να μετατρέπει κάθε λογής ζώα σε κατοικίδια, με τρόπο που να μην αναπτύσσεται κάποια ουσιαστική συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών. Το μόνο ζητούμενο είναι ο επιφατικός εξανθρωπισμός. Χλευάζει, λοιπόν, την αίσθηση να νιώθει αφεντικό και διασώστης αυτός που προσφέρει στα ζώα ελάχιστες συνθήκες ελευθερίας, μετατρέποντάς τα σε σκιές του εαυτού τους, εξαναγκάζοντάς τα να μιλήσουν την ανθρώπινη γλώσσα, να υιοθετήσουν μια ανθρώπινη συμπεριφορά, να ενδυθούν ανθρώπινες συνήθειες, να υποταχτούν στο ανθρώπινο μεγαλείο, αποδεχόμενα την εξελιγκτική ιεραρχία. «Άνθρωποι είναι κι αυτά…» ή «σαν άνθρωπος κάνει…» είναι φιλόζωες φράσεις που όλοι έχουμε ακούσει ή πει και βγάζουν καθαρό νόημα στους καιρούς μας, προδίδοντας μια πολιτισμική στρέβλωση και μια συνωμοτική ευαισθητοποίηση κατά τα μέτρα του ειδισμού μας.

Δεν μπορεί να μην έχετε δει τα βίντεο που κατακλύζουν τα social media και συγκεντρώνουν στο youtube εκατομμύρια views, -κι αν δεν τα έχετε δει σίγουρα μπορείτε να θυμηθείτε τηλεοπτικές διαφημίσεις με κουτάβια- τα οποία αποτυπώνουν αγαπησιάρικες ή παιχνιδιάρικες συμπεριφορές κατοικίδιων. Το μήνυμα που στέλνεται ανακλαστικά -και ακριβώς έτσι λαμβάνεται-: ο θρίαμβο της εξημέρωσης, που συνεπάγεται και προϋποθέτει την αποδοχή μιας συλλογικής ομερτά περί της αδιαμφισβήτης ανωτερότητας του ανθρώπινου όντος. Μιας ομερτά που συναινεί στην εξόντωση των ζώων -από τα πειράματα ως την τροφή-, μα μόνο εκείνων που αρνούνται ακόμη την εξημέρωση.

Ελάχιστοι, κι αυτοί θα χαρακτηριστούν τρελοί, που επιχειρούν να αντιληφθούν -δια της σιωπής- την «ιερή» γλώσσα των ζώων χωρίς να επιδιώκουν να τους επιβάλουν τη δική τους. Είναι αυτοί που έχουν κάνει γνώση τους πως τα ζώα «ποτέ δεν μιλούν στ’ αλήθεια, αφού το μόνο που κάνουν είναι να δίνουν τις απαντήσεις που τους ζητάμε» κατά τη φράση του Μποντριγιάρ. Καθόλου τυχαία η αναφορά στο όνομα του γάλλου φιλόσοφου.

Ουσιαστικά, το απλό αυτό ποίημα, ακόμη κι αν δεν το ξέρει, σίγουρα δεν το ξέρει, ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για να καταθέσει ο φιλόσοφος Μποντριγιάρ, πολλές δεκαετίες μετά, το τρομερό αυτό απόσπασμα: «Ειδικά ο συναισθηματισμός μας απέναντι στα ζώα είναι σίγουρη ένδειξη της περιφρόνησης που τους δείχνουμε (…) ακριβώς όπως στο παιδί καθόσον αυτό υποβαθμίζεται σ’ ένα καθεστώς αθωότητας και παιδιαρίσματος. Ο συναισθηματισμός είναι η απείρως ευτελισμένη μορφή της ζωικότητας. Ρατσιστική συμπόνια με την οποία μασκαρεύουμε τα ζώα μέχρι να τα κάνουμε και αυτά συναισθηματικά […] τα θεωρούμε ένα τίποτα, και στη βάση αυτή τους συμπεριφερόμαστε «ανθρώπινα» (καθώς) τα έχουμε θέσει εντός ενός κόσμου φυλετικά κατώτερου. (Jean Baudrillard, Ομοιώματα και προσομοίωση, Πλέθρον 2019, σ. 204)

 

ΣΧΟΛΕΙΟ

Επιστρέφοντας λοιπόν στο ποίημα, θέλω να πιστεύω πως έγινε φανερή η ριζοσπαστικότητα που το συνέχει, σε τέτοιο βαθμό που τα προτάγματά του αν τα επεκτείνουμε είναι ικανά να προκαλέσουν κατάρρευση όλου του κοινωνικού οικοδομήματος. Κι όμως. Είναι τόσο εύθραυστη και ερμητική η ειρωνεία του από τη μια μα και τόσο αλλοτριωμένοι εμείς από την άλλη που το συγκεκριμένο ποίημα (δεν είναι το μόνο) έχει δεινοπαθήσει τα μάλα. Υποφέρει ολόκληρο. Πώς αλλιώς να το ορίσω όταν βλέπω τούτο το ρηξικέλευθο ποίημα να βρίσκεται στην ύλη του μαθήματος της Γλώσσας της Γ’ Δημοτικού, αποτελώντας ένα πρότυπο παιδαγωγικό κείμενο για την εκμάθηση των ζώων και της οικολογίας; Πώς γίνεται η συμπεριφορά στην οποία ασκεί κριτική ο Καβάφης δια της αντιστροφής των δασκάλων να αποτελεί έναν υποδειγματικό τρόπο ζωής των παιδιών;

Μοιάζει με μια ασύλληπτη στρέβλωση, παρόλο που οι προθέσεις των «ειδικών» μπορεί και να είναι αγνές θεωρώντας πως απλώς εξοικειώνουν τα παιδιά με τα ζώα ή με την εξοχή και με την ιδέα του πρασίνου. Μα ακόμη και εν αγνοία τους, μεταπηδούν στο πεδίο της προπαγάνδας. Δεν είναι παιδαγωγικό να γνωρίζουν τα μικρά παιδιά τα ζώα με έναν τόσο υποτιμητικό τρόπο: τα γαϊδούρια είναι οκνά και τεμπέλικα, οι παπαγάλοι αποτελούν εκθέματα που στην προσπάθεια τους να μιμηθούν την ανθρώπινη συμπεριφορά αντικαθιστούν τους γελωτοποιούς και ενισχύουν το εγώ του θεατή, οι γάτες παίζουν το ρόλο μιας διακόσμησης κήπου. Με λίγα λόγια, το μάθημα δεν γίνεται στη βάση του ερωτήματος «τι είναι τα ζώα» ή «τι είναι η φύση». Το ερώτημα που ουσιαστικά απαντάται είναι το εξής: «Πώς μετατρέπουμε τα ζώα σε αξεσουάρ αγάπης;». Διότι είναι φανερό πως στο τέλος του μαθήματος τα παιδιά ασυνείδητα έχουν πειστεί πως τα ζώα και οι «τετράποδοι φίλοι μας (sic)» δεν έχουνε (αληθινή) ζωή έξω από τον ανθρώπινο πολιτισμό. Κανένα περιθώριο για αυθυπαρξία. Μοναδικός τους προορισμός είναι να καλύπτουν το υπαρξιακό μας κενό.

Τελικά, το ποίημα αυτό είναι υποδειγματικό ως προς την κατάδειξη του υπόγειου τρόπου που εισχωρούν τα κυριαρχικά φορτία στην ψυχή ενός μικρού παιδιού, ακόμη και στο αθώο μάθημα της Γλώσσας. Πρόκειται για ποίημα εμβληματικό ως προς την κατανόηση του σκοτεινού ρόλου της θεσμικής προπαγάνδας, έστω κι αν αυτή είναι εσωτερικευμένη και ασυνείδητη, έστω και αν πηγάζει από την ανεπάρκεια κατανόησης του καβαφικού corpus. Μια ανεπάρκεια, που αγγίζει τα όρια της ασέβειας, αν συνυπολογίσεις πως το ποίημα του Καβάφη στο σχολικό βιβλίο, συν τοις άλλοις, εμφανίζεται πειραγμένο συντακτικά.

Πιο συγκεκριμένα ο Καβάφης, πιστός σε μια φωνητικότητα, ενοποιεί το «να» με το «έχω» σε μία λέξη «νάχω». Τη συγκολλημένη αυτή λέξη την χρησιμοποιεί τρεις φορές στο ποίημά του. Στο βιβλίο της Γ’ Δημοτικού, ως δια μαγείας, διαχωρίζεται με απόστροφο. Και μια από τις ασκήσεις του κεφαλαίου για τους μικρούς μαθητές είναι η εκμάθηση της αποστρόφου, έχοντας μάλιστα ως εικόνα στο βιβλίο το χωρίο με την συγκεκριμένη λέξη. Υπάρχουν κι άλλα πειράγματα σύνταξης εντός του κειμένου στα οποία δεν θα επεκταθούμε. Είναι ήδη ξεκάθαρο πως μοιάζει με καλοστημένη φάρσα: τα παιδιά μαθαίνουν τη λογική της αποστρόφου σε στίχους που δεν είχαν απόστροφο. Τα παιδιά μαθαίνουν την έννοια της εξοχής από έναν άνθρωπο που την μισούσε. Τα παιδιά μαθαίνουν να αγαπούν τα ζώα από ένα ποίημα που ειρωνεύεται την υποκριτική αγάπη για τα ζώα.

Πνευματική ζούγκλα.

 

.

 

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Σαμσών Ρακάς γεννήθηκε το 1981 και ζει στην περιπλανώμενη Αθήνα (http://academia-romantica.edu.gr/). Ο «Ούτις» (εκδ. Υποκείμενο) είναι ο προσωπικός του Θεός.