Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε η βιογραφία του Ντέιβιντ Λιντς, από την Κριστίν Μακένα, με τον τίτλο Χώρος Ονείρων (εκδόσεις Ροπή, μετάφραση: Αφροδίτη Γεωργαλιού, επιμέλεια: Στέλλα Τσικρικά). Η δομή του τόμου είναι ιδιαίτερη, αφού το κάθε κεφάλαιο κλασικής βιογραφικής προσέγγισης από τη Μακένα, απαντά ένα ακόμα αυτοβιογραφικό από τον ίδιο τον Λιντς. Χονδρικά η κατανομή των κεφαλαίων συμβαδίζει με τη χρονολογική σειρά της φιλμογραφίας του Αμερικανού δημιουργού. Έτσι για παράδειγμα στο κεφάλαιο για το Eraser head, αφού η Μακένα προβαίνει σε όλες τις απαραίτητες για το είδος αρχειακές τεκμηριώσεις, συνεντεύξεις και καταγραφή συντελεστών, αφήνει χώρο στον ίδιο τον Λιντς να παρουσιάσει τη δική του εμπειρία πάνω στα ίδια γεγονότα.

Πρωτότυπη διαπίστωση στην οποία κανένα άλλο δοκίμιο δεν έχει καταλήξει στο παρελθόν: πλην του Straight Story, και ίσως του Elephant Man, κάθε ταινία του Λιντς φαίνεται να καλεί τον θεατή να συμμετάσχει δημιουργικά στην παραγωγή του νοήματος των όσων παρουσιάζονται στο πανί.

Υστερόγραφο στην παραπάνω διαπίστωση: μια βιογραφία που είναι και αυτοβιογραφία, με όλη την ένταση ανάμεσα στο πρώτο και το τρίτο πρόσωπο αφήγησης, προκαλεί την ενεργοποίηση του δεύτερου προσώπου (το εσύ του αναγνώστη) για να ολοκληρωθεί η κλίση.

Έχουν κυκλοφορήσει χιλιάδες άρθρα και κριτικές γύρω από το έργο του Ντέιβιντ Λιντς. Στο σύνολό τους τονίζουν τους βασικούς άξονες που επαναλαμβάνονται στις ταινίες του. Το γκροτέσκο, το εφιαλτικό, η ματαίωση του αμερικάνικου ονείρου, οι ρημαγμένες και διχασμένες ταυτότητες. Και όμως στον Χώρο Ονείρων ο ίδιος ο σκηνοθέτης σπανίως εμβαθύνει σε αυτούς τους άξονες, και όπου το κάνει έχει ανεκδοτολογικό χαρακτήρα. Είναι διάσημη η ιστορία για το πώς ενσωματώθηκε ο θρυλικός χαρακτήρας του BOB στο Twin Peaks. O ηθοποιός που τον ενσάρκωνε ήταν βοηθός σκηνογράφου στην παραγωγή και κατά τη διάρκεια του γυρίσματος, κατά λάθος, εμφανίστηκε η αντανάκλασή του στον καθρέφτη σε μια κρίσιμη σκηνή. Για τον Λιντς ήταν αρκετό. Στηριζόμενος σε μια έμπνευση της στιγμής προσάρμοσε το σενάριο της σειράς, ώστε να υπάρχει αυτή η δαιμονική παρουσία που καταλαμβάνει τους ανθρώπους. «Αυτή είναι η λύση του αινίγματος», αναφώνησε χαρούμενος. Τέτοιου τύπου επιφοιτήσεις, συνεχόμενες και διαρκείς αν πιστέψουμε τον Χώρο Ονείρων, ήταν πάντα καλοδεχούμενες και αναμενόμενες.

Αρχίζει να δημιουργείται μια περίεργη κατάσταση. Ο σκηνοθέτης του αλλόκοτου, του εφιαλτικού, της βίας, των πολλαπλών προσωπικοτήτων, της αντιφατικότητας, της ανέφικτης ερμηνείας, του απροσπέλαστου και ούτω καθεξής -ίσως και λίγα να λέμε αν εμπιστευτούμε τον κριτικό λόγο- στη βιογραφία/αυτοβιογραφία του ίσα που αγγίζει αυτά τα θεμελιώδη (για τους άλλους) ζητήματα του έργου του.  Αντιθέτως ο παράγοντας τύχη και η χαρά της ανακάλυψης ενός στοιχείου που του διέφευγε πιο πριν είναι απείρως σημαντικότερη από κάθε περισπούδαστη κατάδυση στον σκοτεινό κόσμο του αμερικάνικου ψυχισμού. Τι είναι όμως αυτό που οδήγησε βιογράφο και βιογραφούμενο στην επιλογή μιας διπλής ανάγνωσης της ζωής του δεύτερου, λες και ο δημιουργός είναι ένα από τα κλασικά διχασμένα υποκείμενα των ταινιών του, μοτίβο χιλιοειπωμένο στη λιντσική φιλμογραφία (βλ. Twin Peaks, Lost Highway).

Κάποτε ένας αγαπημένος φίλος μού είχε πει πως συνηθίζουμε να μιμούμαστε το ύφος εκείνου για τον οποίο γράφουμε. Δεν διαφώνησα μαζί του.

Ο Διονύσιος Σολωμός σπάνια ολοκλήρωνε τα έργα του. Άραγε πόσοι τόνοι μελανιού έχουν χυθεί σχετικά με την ανικανότητά του να παρουσιάσει μια τελική μορφή στα ποιήματά του;

(Αλήθεια, μόνο σε εμένα στίχοι και πλοκές του Σολωμού φαίνονται εξόχως λιντσικά;

Eκοίταξε τ’ αστέρια, κι εκείνα αναγαλλιάσαν,
και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν·
κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ανάερα τ’ ανάστημα σηκώνει

από τον Κρητικό

ή

Λογιάζει . . . . . . . . . . . .
κάθε εμπόδιο που βρίσκει στο κουπί του,
πως το κορμί της θυγατρός του αμπώχνει

από τον Λάμπρο)

Γράφει ο Γ. Κοροπούλης: «Mην μπορώντας να συγκρατήσει αυτό το σχέδιο, να το παγώσει στο χρόνο, ο Σολωμός διασώζει μόνον τις «λυρικές ενότητες» (Πολίτης)· ο Aλεξίου το παρεξηγεί και νομίζει πως γράφει αυτοτελή ποιήματα· άλλοι αναρωτιούνται γιατί μεταφέρει στίχους εδώ κι εκεί, σαν νά ‘σαν ξέμπαρκοι: μα για να βρουν τη θέση τους, υπάρχει αποκάτω δυναμικό πεδίο (οι «δυνάμεις» του Πολυλά), που διαρκώς τροποποιείται εφόσον ο Σολωμός δεν έχει πλάσει ένα είδωλό του … Σολωμός δίχως όνειρο για σύνθεση δεν υπάρχει. Όμως η σύνθεση δεν είναι κάτι που κατασκευάζεται και μένει· αποσυναρμολογείται και ανασυγκροτείται διαφορετικά – αενάως …κι έπειτα να διέλυσε αυτό το προσωρινό είδωλο, που ήταν αδύνατον να παγώσει εφόσον δεν επρόκειτο για καθαρή φόρμα»[1]. Τηρουμένων των -ρομαντικών- αναλογιών δεν θα μπορούσε η λογική του «αποσπάσματος» που αντιστέκεται στην καθαρή φόρμα να ισχύει και για τον Λιντς; Ο ίδιος αναφέρει στον Χώρο Ονείρων πως αν κάποιος δει το πιλοτικό επεισόδιο του Twin Peaks και το Κόκκινο Δωμάτιο του δεύτερου κύκλου είναι αρκετά για να έχει ολοκληρωμένη άποψη για τη σειρά. Όλα τα ενδιάμεσα τα ονομάζει φανφάρες. (Φαίνεται πως είχε ήδη διαβλέψει από τότε μια σκηνοθετική σχολή που περιοριζόταν σε έναν ανούσιο μιμητισμό της αισθητικής του).

Απόσπασμα: μια υπέροχη λέξη, συχνά δεκανίκι κάθε ανάγνωσης του Σολωμού. Τι σημαίνει όμως αυτή η λέξη; Γιατί ξεχνάμε τις προϋποθέσεις της; Πρέπει πρώτα να αποσπάσω κάτι από κάπου για να γίνει απόσπασμα. Δεν υπάρχει θραύσμα, χωρίς τη θραύση. Διαβάζοντας την Υπόθεση του Λάμπρου όλη η πλοκή είναι εκεί, ωστόσο το έργο παραμένει αποσπασματικό. Μόνο ο αναγνώστης καταναλώνει ένα απόσπασμα. Αντιθέτως ο δημιουργός απολαμβάνει να θραύει και θρέφεται από αυτό αυτό.

Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει πως το Inland Empire είναι μια σειρά σκηνών, ορισμένες μάλιστα από αυτές εντελώς αυτόνομες, που συνδέονται μεταξύ τους με έναν χαλαρό σεναριακό πυρήνα. Στο Lost Highway σχεδόν βλέπουμε δυο εντελώς διαφορετικές ταινίες. Και στο Mulholl and Drive με δυσκολία ξεχωρίζεις το όνειρο από την πραγματικότητα. Υπενθυμίζουμε πως στον Λάμπρο το όνειρο της Μαρίας αποκαλύπτει το τέλος του έργου, κλείνοντάς το κατά κάποιο τρόπο και υπερβαίνοντας την «εγγενή» αποσπασματικότητά του. Γιατί το όνειρο είναι ο κατεξοχήν συλλέκτης των αποσπασμάτων μας και σύμφωνα με την ψυχανάλυση σημαντικότατο ερμηνευτικό εργαλείο για να ξεκλειδώσουμε την αλήθεια μας. Εν τέλει επιστρέφουμε σε ένα κλειδί, όπως αυτό που ανοίγει το μπλε κουτί στο Mulholl and Drive.

Κάποτε η Ναόμι Γουότς είχε προσεγγίσει τον Λιντς και του είχε πει στα ψέματα πως γνωρίζει τη λύση του αινίγματος για το Mulholl and Drive. Εκείνος ενθουσιάστηκε και της είπε μπράβο, υπονοώντας πως όντως υπάρχει μια λύση. Αν κάτι μαθαίνουμε από τον Χώρο Ονείρων είναι πως ο Λιντς δεν κινηματογραφεί το αίνιγμα, αλλά την προσπάθεια επίλυσής του. «Αυτό είναι!», ανακράζει κάθε φορά που λύνει έναν δικό του γρίφο. Μακένα και Λιντς δεν καταγράφουν μια εγγενή -αγαπημένος πια όρος- αδυνατότητα, αλλά μια συγκινητική προσπάθεια να λύσουν όσο μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος είναι δυνατό. Περιέργως το απόσπασμα είναι απόδειξη συνοχής (μάλλον όπως και στον Σολωμό). Ίσως όλο το λιντσικό τυχαίο, ονειρώδες -και για άλλη μια φορά- το αλλόκοτο, το εφιαλτικό, το βίαιο, των πολλαπλών προσωπικοτήτων, της αντιφατικότητας, της ανέφικτης ερμηνείας, του απροσπέλαστου και πάει λέγοντας, όλη αυτή η ρευστότητα να μην είναι παρά αστραπιαίες εκλάμψεις μιας επίγνωσης.

               


[1]http://www.avgi.gr/article/10811/8090463/4-7-semeioseis-gia-ton-solomo