Με αφορμή την έρευνα για τον ποιητή Ρώμο Φιλύρα, εντοπίστηκε μια ακόμη άγνωστη πηγή που επιβεβαιώνει τον εξευτελισμό που βίωνε ο ποιητής στο κέντρο της Αθήνας από τα πειράγματα διάφορων «ανθρωπάριων». Πέρα όμως από αυτή την πτυχή, το συγκεκριμένο άρθρο εμφανίζει ένα επιπλέον ενδιαφέρον στοιχείο, αμιγώς γλωσσολογικό, καθότι μας αποκαλύπτει γλαφυρά μια προγενέστερη, άγνωστη ονομασία του εκφοβισμού, πολύ πριν η λέξη «μπούλινγκ» εισβάλει στην καθημερινότητά μας. Καταθέτουμε το εν λόγω τεκμήριο  (εκτενή αποσπάσματα) και ακολουθεί ένα σημείωμα του Χαρίλαου Τρουβά.

 

 


[Ο ΝΤΟΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΤΟΡΙΤΖΗΔΕΣ]

 

[…] Πρό χρόνων υπήρχε στην Αθήνα ένας νέος τρυφερός ποιητής, ο καημένος ο Ρώμος Φιλύρας, που είχε την ατυχία μια κάποια ευπάθειά του να τον ρίξει έρμαιον στα νύχια της χρυσής νεολαίας των ψευτοαριστοκρατών του Ντορέ και του Γιαννάκη (καφενεία στην αρχή της Πανεπιστημίου). Τα ανθρωπάρια αυτά, αρσενικοί και θηλυκοί, με το λαμπρό παρουσιαστικό και τη βορβορώδη ψυχή τους, διεσκέδασαν επί χρόνια το διεστραμμένο τους ένστικτο κάνοντας ντόρο του δυστυχισμένου Φιλύρα, που κατά τα άλλα δεν ήταν αξίοι ούτε τα ρούχα του να ξεσκονίσουν. Υπήρχαν αναιδή γυναικάρια που εδέχοντο να κοκοτίζουν μέσα στους δρόμους για να σκανδαλίζουν τον άτυχο νέον. Ως που τον έστειλαν στο τρελλοκομείο. Ασυγκίνητοι και ζωώδεις εγύρισαν να πιάσουν κανένα άλλο θύμα στην απόχη τους για να συνεχίσουν τη διασκέδαση τους.

Τα θύματα της ψυχικής αυτής σαπρίας που λέγεται ντόρος, δεν τα πληροφορούμεθα πάντοτε. Είναι όμως πολλά. Και τα πολλαπλασιάζει η κοινωνική ανοχή όλων μας. Ακόμη και των αρχών. Δεν είδαμε ποτέ τον εισαγγελέα εκείνον που θα έβαζε χέρι στο γιακά των ντοριτζήδων. Ξεγλυστρούν στο τέλος ως ανεύθυνοι, ενώ στην πραγματικότητα είναι οι ηθικοί αυτουργοί.

Η στήλη αυτή, βέβαια, δεν έχει σκοπό να επιβάλλει κυρώσεις. Έχει όμως δικαίωμα να διαπιστώνει καταστάσεις και να τις ελέγχει. Και η ευρύτατη διάδοση που έχει ο ντόρος στη χώρα μας και μάλιστα στις επαρχίες, είναι ένα σύμπτωμα ομαδικής ψυχολογίας πολύ αξιομελέτητον ιδίως για τα κίνητρά του […] Αναμφιβόλως ο ντόρος, στην πρώτη ματιά, μας παρουσιάζεται πολύ αθωότερος και σχεδόν εντελώς άκακος αλλά το ζήτημα είναι […] ποια ποιότητος ευχαρίστηση βρίσκουν στη διασκέδαση αυτή. Αν κοιτάξουμε βαθύτερα την ποιότητα της απολαύσεως αυτής της κακής ώρας, θα δούμε οτι περιέχει ένα ποσό σκληρότητας και εγωισμού που μας επιτρέπει να χαρακτηρίσουμε τον ντόρο ως επέκταση ενός νηπιασμού στους μεγάλους […] για ψυχική ερήμωση, για έλλειψη αυτοσεβασμού, γι’ απουσία ανώτερου και μεστού τύπου ζωής, που δημιουργεί ροπές προς ανώτερες και πνευματικές απολάυσεις. Με μια λέξη πρόκειται περι ψυχικού και πνευματικού νηπιασμού. Άνθρωποι και με μικρή ακόμη πνευματικότητα, είναι αδύνατον να αισθανθούν ευχαρίστηση στον ντόρο.

Αλλά όταν εμείς, μερικοί παλαβοί, μιλούμε και ξαναμιλούμε για την άμεση ανάγκη δημιουργίας πνευματικής ζωής στις επαρχίες μας, φαντάζομαι ότι θα μειδιούν μερικοί έμποροι και θα σκέπτωνται ότι τα λογιστικά, τα γαλλικά και οι περίφημοι «καλοί τρόποι» που έμαθαν στα παιδιά τους, είναι αρκετά για να πορευτούν στη ζωή, ιδίως άμα έχουν να κληρονομήσουν και μερικά εκατομμύρια.

[…]

Αθήναι
ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ

_____________

Εφημερίδα: ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ
3 Σεπτεμβρίου 1939, σελ. 1

 

 

«Γίνεται μια φασαρία / για τα μάτια σου, Μαρία»
του Χαρίλαου Τρουβά

Είμαι καλός μαθητής, το κάνουν ντόρο οι γονείς μου. Περνάω στο πανεπιστήμιο, το κάνω ντόρο κι εγώ. Παίρνω πτυχίο, ορκωμοσίες, πάρτυ, χαμός. Μεταπτυχιακά, διδακτορικά, πάλι ορκωμοσίες, πάρτυ, χαμός. Ανοίγω μαγαζί, δως του πάλι γλέντια: εγκαίνια. Βγάζω λεφτά, πρέπει να σας τα δείξω: ρούχα, σπίτια, αυτοκίνητα. Παντρεύομαι, το κάνω ντόρο. Γλέντια. Γεννάω, μα εκεί έχει ωδίνες. Τον ντόρο σάς τον κρατάω γι` αργότερα, για τα βαφτίσια. Πάλι γλέντια. Κάνω τη ζωάρα μου, κάνω τον ντόρο μου. Να δείτε όλοι πού πήγα, τι έκανα, τι έφαγα, τι ήπια, με ποιους ήμουν, να δείτε τη χαρά μου στη φάτσα μου, να μου πατήσετε το like.

Ντόρος παλιά ήταν η φασαρία, ντοριτζήδες οι τραμπούκοι. Δεν είχε τότε ο κόσμος τη λέξη bullying. Τώρα τη βρήκαμε κι ησυχάσαμε. Κι ο ντόρος μοιάζει να `χασε το πρώτο, τ` αληθινό νόημά του. «Κάνω ντόρο» λέμε, κι εννοούμε: προκαλώ εντύπωση, γίνομαι αιτία να με συζητάνε. Μα πόσο αθώος να `ναι αυτός ο ντόρος; Δεν κουβαλάει ακόμα την παλιά του βρώμα; Έτσι εύκολα, νομίζεις, ξεπλένονται οι λέξεις;

Εγώ σπούδασα, εσύ δε σπούδασες! Εγώ έχω δουλειά, εσύ δεν έχεις! Εγώ έβγαλα λεφτά, εσύ δεν έβγαλες! Εγώ παντρεύτηκα, εσύ δεν παντρεύτηκες! Εγώ έκανα παιδιά, εσύ δεν έκανες! Εγώ κάνω τη ζωάρα μου, εσύ δεν την κάνεις! Και ούτω καθεξής – δεν έχει σταματημό αυτός ο ντόρος, ο καινούριος, ο ισόβιος. Με δυο λόγια: εγώ πέτυχα, εσύ απέτυχες! Εγώ ζω, εσύ πέθανε!

Είναι πολύ σκληρό το bullying της κοινωνίας απέναντί σου. Μπορεί να μη σε σκοτώνει αλλά σε σκοτεινιάζει. Και στο κάτω κάτω εσύ μπορεί να μην ήθελες να σπουδάσεις, να παντρευτείς, να γεννήσεις, να δουλέψεις, να βγάλεις λεφτά, να πετύχεις. Έχεις τη ζωή σου, κι ας μην κάνεις ζωάρα. Γιατί σώνει και καλά να νιώσεις ρεμάλι και να χαμηλώσεις τα μάτια σου στην ψηλωμένη μύτη των άλλων; Γιατί ν` αρχινήσεις το μινόρε απέναντι σ` αυτούς που πήραν ψηλά τον αμανέ;

Η αταίριαστη σε σένα ζωή των άλλων, που σου βάζει κανόνες: αυτός είναι ο ντόρος, το κοινωνικό bullying, ο λόγος που μια μέρα ίσως τα παίξεις και τα τινάξεις.