Francis Carco [1886–1958]

Ο Γάλλος συγγραφέας Francis Carco, οι ιστορίες του οποίου καταπιάνονταν με θέματα περιθωρίου, επισκέφθηκε την Αθήνα και τον Πειραιά το 1935, και δημοσίευσε στη συνέχεια, στο περιοδικό «Βουαλά», την κατωτέρω περιγραφή μιας επισκέψεώς του σε ένα χασισοποτείο του Πειραιά.

 


 

Βρισκόμουν μαζί με έναν αστυνομικό και διασχίζαμε, μια γαλαζωπή νύχτα, τις προκυμαίες του Πειραιά, όταν αίφνης μου ήρθε η ιδέα να επισκεφθώ τα χασισοποτεία. Με είχε βεβαιώσει ότι τα κέντρα του είδους αυτού είναι πολύ διαδεδομένα στην Ελλάδα, και ότι παρουσιάζουν έναν χαρακτήρα αρκετά περίεργο. Ο σύντροφός μου, αστυνομικός, όταν τού ανακοίνωσα την επιθυμία μου, χαμογέλασε:

-Ξέρετε, μού είπε, τα κέντρα αυτά είναι κλεισμένα τώρα. Τούς κάνουμε ένα πόλεμο αμείλικτο. Οπωσδήποτε…

Κάλεσε ένα ταξί, είπε στον σωφέρ πού έπρεπε να μας οδηγήσει και αμέσως το αυτοκίνητο διέσχισε τις προκυμαίες του λιμένος. Προτού φθάσει στο σταθμό  κατευθύνθηκε προς ένα ακαθόριστο γήπεδο, αρκετά σκοτεινό, στο τέρμα του οποίου περνούσε σιδηροδρομική γραμμή. Χρειάστηκε να περάσουμε πεζοί το έδαφος αυτό, που ήταν γεμάτο από μεγάλες πέτρες. Πίσω από μια συστάδα δένδρων, φάνηκαν τα τζάμια ενός μικρού σπιτιού, του οποίου τα παραθυρόφυλλα ήταν ολάνοιχτα. Ένας τοίχος σκοτεινόχρωμος περιέβαλε το οίκημα και την συστάδα των δένδρων. Πήγαμε προς τα εκεί, και ενώ πλησιάζαμε, ακούσαμε γαυγίσματα σκύλου.

-Μη φοβάσθε, μου είπε ο σύντροφός μου. Εδώ είναι. Και έριξε τρία μικρά χαλίκια στα τζάμια των παραθύρων.

Τα γαυγίσματα σταμάτησαν. Από μέσα βγήκε κάποιος, ο οποίος άνοιξε την πόρτα του δρόμου και χωρίς να μας κάνει την παραμικρή ερώτηση, ξανάκλεισε με μυστηριώδες ύφος την εξώπορτα όταν περάσαμε.

Εις το άντρον του χασίς

Ένα δωμάτιο με το δάπεδο χωματένιο αποτελούσε το ισόγειο. Όταν πια εμπήκαμε μέσα, διακρίναμε, στη λάμψη ενός δαυλού, πολυάριθμα άτομα. Ήσαν ξαπλωμένα πάνω σε σακιά και κάρφωσαν σ’ εμάς τα μάτια τους, που είχαν μια περίεργη κι ανώμαλη γυαλάδα. Ένας από τους ανθρώπους εκείνους κρατούσε ένα εύθραυστο τούρκικο μπουζούκι στο χέρι του. Ήταν καθισμένος κατά γης σταυροπόδι, κι εφαίνετο ότι περίμενε να καθίσουμε για να παίξει το όργανό του. Η έκφραση εκείνη της αναμονής, εμφανιζόταν σ’ όλα τα πρόσωπα των παρισταμένων και μία οσμή οξεία, έντονη, καμμένων χόρτων βασίλευε εκεί μέσα, μια οσμή την οποία αναγνώρισα ενώ ανταλλάσσαμε τους συνήθεις χαιρετισμούς με τον διευθυντή του κέντρου.

Ήταν ένας Σικελός με μαύρα μαλλιά, με χαρακτηριστικά σκληρά, με γαμψή μύτη ορνέου. Στα χέρια του κρατούσε κάποιο αντικείμενο το οποίο πρόσεχε ιδιαιτέρως. Για να μεταχειριστώ την αργκώ του περιβάλλοντος εκείνου, ήταν ένα τσιμπούκι, που αποτελείτο από ένα μικρό πήλινο δοχείο γεμάτο νερό και από δυο σωλήνες πίπας. Ο πρώτος χρησίμευε ως πίπα του τσιμπουκιού, και ο δεύτερος ως ένα είδος μικρού καμινιού, στο στόμιο του οποίου ήταν ένα μικρό τενεκεδένιο δοχείο, όπου έκαιε καπνός και κάρβουνα. Οι άκρες και των δύο σωλήνων έφταναν ως μέσα στο νερό του πήλινου δοχείου.

«Μιλάω στην καρδιά μου για να της πω να ησυχάσει…» άρχισε να τραγουδά αιφνιδίως ο οργανοπαίκτης, συνοδεύων το τραγούδι του με το μπουζούκι. «…Μα η καρδιά δεν με πιστεύει. Της λέω πως εκείνη θα ξαναγυρίσει πίσω, της λέω χίλια ψέμματα. Μα η καρδιά δεν με πιστεύει».

-Καλά καλά, αντήχησαν μερικές φωνές, βαριά και σοβαρά εν είδει επιδοκιμασίας.

Η δοκιμή

Κάτω από τη χαμηλή και καπνισμένη οροφή οι χορδές του μπουζουκιού δονούνταν μόλις, και ο ήχος της φωνής του τραγουδιού είχε μια παθητική, μια φλογερή πειστικότητα. Οι λάμψεις του δαυλού υποβοηθούσαν την υποβλητικότητα του τραγουδιού, και ενώ ο Σικελός με τη ράχη του χεριού του διηύθυνε το φύσημά του προς τα αναμμένα κάρβουνα του τσιμπουκιού, ένα νεαρό γκαρσόνι ετοίμαζε ένα κομμάτι χασίς, που το εμάλαζε με τα δάκτυλά του.

-Κύτταξε, μου εξήγησε ψιθυριστά ο σύντροφός μου, το ναρκωτικό πουλιέται σε κομματάκια των δέκα γραμμαρίων. Καθένα από τα κομματάκια αυτά που λέγεται «τσίκα» περιέχει περίπου δόση για τρεις πίπες. Θα σας προσφέρουν μια τσίκα, ενώ θα προφέρουν την καθιερωμένη φράση: «Εις υγείαν». Έτσι συνηθίζεται. Μερικοί προτιμούν την ιταλική λέξη «εβίβα». Θα καπνίσετε;

-Βεβαίως.

Τότε ο Σικελός, ενώ μου έτεινε το τσιμπούκι του, δεν παρέλειψε καθόλου να συνοδεύσει τη χειρονομία του με την καθιερωμένη ευχή. Και όλοι γύρω του την επαναλάμβαναν. Πλησίασα την πίπα στο στόμα μου και τράβηξα μια ρουφηξιά έπειτα μια δεύτερη… μια τρίτη, ως ότου ο γείτων μου, ερεθισμένος από την οσμή και επωφελούμενος από μια ανάπαυλα που έκανα για να βήξω, μού άρπαξε πυρετωδώς την πίπα από τα χέρια και την αποτελείωσε με βουλιμία.

-Εις υγείαν! φώναξαν οι άλλοι παριστάμενοι.

Ο άνθρωπος εκείνος, αφού κάπνισε, αφέθη να πέσει καταγής, και μολονότι εγώ προσωπικώς δεν είχα αισθανθεί τίποτε ακόμη, είδα το πρόσωπό του να παίρνει μια έκφραση μακαριότητος που με εξέπληξε.

-Ξαπλωθείτε και σεις, θα είσθε καλύτερα, μου είπε ο συνοδός μου αστυνομικός.

Δεν θέλησα να συμμορφωθώ, με την πεποίθηση ότι οι τρεις ρουφηξιές που είχα τραβήξει, δεν θα μου έφερναν καμιά επίδραση.

-Όχι ακόμη, απάντησα.

-Δεν κάνετε καλά.

Χαύνωσις

Εν τούτοις, στο πρόσωπο του γείτονός μου, την έκφραση της εκστάσεως διαδέχτηκε ένα είδος αποχαυνώσεως. Αλλά δεν πρόφθασα να ασχοληθώ περισσότερο μαζί του, διότι την ίδια στιγμή αισθάνθηκα να με κυριεύει ίλιγγος και έχασα την επίγνωση των πραγμάτων. Μάταια προσπάθησα ν’ αντιδράσω. Η επίδραση του χασίς ήταν τόσο ισχυρή, ώστε την αισθανόμουν μέχρι μυελού οστών, να μεγαλώνει από στιγμή σε στιγμή. Τα πάντα εγένοντο θολά, συγκεχυμένα, σαν να με είχε αποτελειώσει ένα κτύπημα ηδονικής βαναυσότητας και κατάλαβα την κατάσταση εκείνη του «μαστουρώματος», με την οποία χαρακτηρίζουν την κατάσταση μέθης των χασισοποτών.

-Δεν είναι τίποτε… Περιμένετε, άκουσα να μου λέει ο αστυνομικός. Θα σας καθαρίσω ένα πορτοκάλι. Δεν υπάρχει καλύτερο αντιδραστικόν.

Εν τούτοις έπεφτα σε χαύνωση και οι ήχοι του μπουζουκιού έφθαναν σε μένα από έναν άλλο κόσμο. Με νανούριζαν, με επλημμύριζαν από ηδονή, ρεμβασμό. Ήταν παράξενο. Η απήχησή τους παρατεινόταν μέσα μου και όταν έκλεισα για μια στιγμή τα μάτια μου, τα ξανάκλεισα για να διακρίνω στον τοίχο, μέσα στο πλάισιόν της, μια χονδροειδώς χρωματισμένη αναπαράσταση της Ακρόπολης. Η απλοϊκή εκείνη εικόνα μού εφάνη ότι δημιουργούσε τόσο θαυμάσια αναπόληση, ώστε αισθάνθηκα ότι μεταφερόμουν στο παρελθόν. Δεν χρειαζόταν καθόλου καθάρισμα πορτοκαλιού. Εν τούτοις, όταν μου έφεραν ένα, εδέησε να καταβροχθίσω πολλές φέτες του, διότι ήμουν σε τέτοια ψυχική διάθεση, ώστε δεν ήθελα να δυσαρεστήσω κανέναν.

ΦΡΑΝΣΙΣ ΚΑΡΚΟ

Πηγή: Εφημερίδα «Ελληνικό Μέλλον», 7 Μαΐου 1935

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.