Πολλοί θα έχετε αντικρίσει αναχωρώντας από το λιμάνι του Πειραιά ένα φαγωμένο βουνό κάπου απέναντι στη Σαλαμίνα, μια θεόρατη πληγή που χάσκει φαλακρή. 

Από ψηλά φαίνεται έτσι:

Τούτη την πληγή θέλησα να επισκεφτώ μια μέρα εκκινώντας οδικώς από το κέντρο της Αθήνας για το Πέραμα. Εκεί, το φέρυ μποτ σε πηγαίνει Σαλαμίνα εντός 15 λεπτών. Επόμενος στόχος το Πανόραμα στα Σελήνια όπου πρέπει να βρω το απομονωμένο εκκλησάκι της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου. Ο γκουγκλ χάρτης δείχνει ένα μονοπάτι που από το εκκλησάκι βγάζει στην πληγή, δηλαδή στο νταμάρι που οι κάτοικοι του νησιού αποκαλούν Τούρλα. Πράγματι, σε περίπου 50 λεπτά γραφικού περπατήματος -ανηφόρες, κατηφόρες- και με δυο μικρές στάσεις, βρίσκεσαι στον προορισμό σου.

Φτάνοντας στην είσοδο του νταμαριού ένα αβυθοσκόπητο δέος σε κατακλύζει. Ένα στοίχειωμα επικρατεί. Ατόφιο ψυχοπλάκωμα.

 

Το λατομείο ήταν σε πλήρη λειτουργία τη δεκαετία του 1980 και στις αρχές του 1990 αναστατώνοντας τις ζωές των κατοίκων που ταρακουνιόνταν με τις  εκρήξεις οι οποίες αποσκοπούσαν στην εξόρυξη αδρανών υλικών. Πέρα από τις δονήσεις που έκαναν πιάτα και ασημικά να κροταλίζουν, οι κάτοικοι ανησυχούσαν επίσης για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις κι έτσι ακολούθησαν διαμαρτυρίες και διαμάχες όσο ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς, μέσω φορτηγών πλοίων που πηγαινοερχόντουσαν, προόριζε την αποκομμένη ύλη αυτής της πλαγιάς για την επέκταση των προβλητών των λιμανιών του Πειραιά και του Περάματος.

Πολλά χρόνια αργότερα η «αποκατάσταση του λατομικού χώρου» φάνηκε εύκολη μόνο στα λόγια ενώ συνοδευόταν από  την υποψία απόκρυψης νεότερων εξορύξεων. Πόσες δεκαετίες χρειάζεται να περάσουν για το κλείσιμο αγιάτρευτων πληγών; Μόνο που εδώ μιλάμε περί ακρωτηριασμού. Στη διαστρωμάτωση της πλαγιάς προσπάθειες δεντροφύτευσης  μοιάζουν με make-up σ’ έναν νεκρό παρά με κάτι ζωντανότερο. Δεν κλείνουν εύκολα οι πληγές της ανθρώπινης μανίας για ανάπτυξη.

Η πλαγιά χτυπιέται από την ανατολή του ηλίου καθημερινά. Σε ένα σημείο καθώς περπατώ σχηματίζεται ένας λαμποκόπος διάδρομος με φτερά πουλιών που χρυσίζουν. Μου μοιάζουν με κίτρινα δίχτυα ψαράδων. Πέφτει ξεπουπούλιασμα, θα πρέπει να δίνονται μάχες από τα πετεινά του ουρανού εδώ:

Γενικά δεν υπάρχει ψυχή στο νταμάρι εκτός από ένα-δυο ψαράδες οι οποίοι έρχονται αραιά. Είναι δύσκολο ακόμη και για τους ντόπιους να φτάσουν μέχρι εδώ. Τι να έρθουν να κάνουν άλλωστε; Απόκοσμα πράγματα. Προσφέρεται ως τόπος αναψυχής ένα φυσικό ερείπιο της βιομηχανίας; Δύσκολα θα πεις ναι, πιότερο μαυρίζει την ψυχή. Όπως τα μαύρα ελαστικά που αραδιάζονται τριγύρω σαν αλληγορία του ανθρώπινου πηγαιμού καθιστώντας το μέρος υποψήφιο μιας μέλλουσας κινηματογραφικής «Θείας Κωμωδίας».

Έχοντας επισκεφθεί αρκετά νταμάρια ανά την Ελλάδα νομίζω πως το συγκεκριμένο είναι το πιο νοσηρό, το πιο βίαιο. Φταίει που είναι και παραθαλάσσιο και η διαρκής αντίθεση  που δημιουργείται μεταξύ θάλασσας και ακρωτηριασμένου βουνού γιγαντώνει το έγκλημα.

Ξάφνου μια αναλαμπή: χαμηλή βλάστηση σε πείσμα της καταστροφής ξεμυτίζει εδώ κι εκεί. Πιο ζωηρά στις παρυφές του λατομείου. Μαζεύω θρούμπι. Να κάπου και μια αγριελιά. Η φύση επιμένει και ξεπετιέται σε απρόσμενα σημεία και χωρίς να ρωτήσει κανέναν.

Στις παρυφές

Και πάλι. Κρανίου τόπος. Εδώ θυσιάστηκε ένα βουνό από χέρια ανθρώπινα. Ας μην τρέφουμε αυταπάτες. Όπου συχνάζει η αμαρτία απαιτείται κι ένας καθαγιασμός: έτσι θα εξηγείται και η παρουσία μιας μικρής εκκλησίτσας μέσα στο νταμάρι αφιερωμένη στον Αη-Γιώργη που σκοτώνει τον δράκο. Όμως ποιος είναι ακριβώς ο δράκος σε τούτο τον τόπο;

Δίπλα στην είσοδο του Αη-Γιώργη στέκει ένα σκουριασμένο μικρό καμπαναριό και μια ελληνική σημαία που κανείς δεν γνωρίζει τί είδους περηφάνια διατρανώνει. Η σημαία έχει φαγωθεί από τον αέρα: η φύση δεν δίνει δεκάρα για τα έθνη. Πατρίδα, θρησκεία και φόνος βουνού συνυπάρχουν εδώ αρμονικά σε μια ανίερη συμμαχία. Κάποτε θα εξαφανιστούν. Μόνο η πέτρα θα συνεχίσει να ζει.

Όπως μερικές ηλιόπετρες που συναντώ παραπέρα, δεν είναι τίποτε διαμάντια, αλλά στα μάτια μου φαντάζουν θησαυρός. Αν βρείτε ηλιόπετρες κι εσείς, φυλάξτε μία για τις ώρες της κρίσης που θάρθουν κάποτε και τότε θα αναρωτηθείτε τί αξίζει τελικά στη ζωή.


.

.

.