Bρισκόμαστε οι τρεις μας ένα βράδι στο σπίτι του γιώργου δομιανού. Αυτός ετοιμάζει τα γραφιστικά του νέου δίσκου τών Παιδιών της Παλαιότητας. Εγώ μιλάω με τον Π.Ε. Δημητριάδη για τα καινούρια τραγούδια του, από τα οποία δεν έχω ακούσει ούτε νότα, ούτε λέξη. Είναι η πιο παράξενη συνέντευξη που έχω κάνει, αφού το θέμα της είναι ένα έργο που δε γνωρίζω και δεν έχω διαμορφώσει ακόμα άποψη γι` αυτό. Ξέρω όμως καλά τον Παντελή. Κατά τη γνώμη μου αυτός, πρώτα με τους Κόρε. Ύδρο. και τώρα με τα Παιδιά της Παλαιότητας, κι ο άλλος Παντελής, ο Παντελίδης, είναι οι δύο πιο συναρπαστικές περιπτώσεις στο ελληνόφωνο τραγούδι το νέο αιώνα. Χαίρομαι που και τους δύο τούς άκουσα, τους εκτίμησα, τους έζησα και τους αγάπησα στον καιρό τους.

Μέσα στο πρώτο τρίμηνο του `20 θα κυκλοφορήσει. Λέγεται «Ενθύμιον νεανικών συντροφιών».

Από πού πήρες τον τίτλο;
Από μια κούπα που είδα στο σπίτι της μάνας μου, από ένα κατηχητικό, του Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννου του Λάζου Μαντουκίου – το Μαντούκι είναι ένα προάστιο από το οποίο κατάγομαι από τη μεριά της μάνας μου. Μου άρεσε, με γοήτευσε αυτό, το ότι ήταν τρεις λέξεις που τελειώνανε σε νι. Είναι από τους δίσκους που ο τίτλος προϋπάρχει πολλών από τα τραγούδια και αναγκαστικά καθοδηγεί.

Υπάρχει τραγούδι ομώνυμο;
Όχι, δεν υπάρχει. Ποτέ δεν είχα για τίτλο ομώνυμο τραγούδι δίσκου, ούτε καν δανεισμένο από στίχο, γιατί είμαι της σχολής των R.E.M. Αγαπούσα πολύ τους R.E.M. και ακολουθούσα τα χνάρια τους. Τους ερωτεύτηκα. Κι αυτοί οι έρωτες, ξέρεις, δε σε προδίδουν.

Είναι μονόπλευροι∙ γι` αυτό.
Εντάξει, μπορεί να τους εγκατέλειψα κάποια στιγμή. Τους προδίδεις, δε σε προδίδουν. Και είπα ότι τους εγκατέλειψα επειδή δε μου άρεσε η παραγωγή τους, η δουλειά τους από ένα σημείο και μετά, και αντικειμενικά έπεσε η ποιότητά τους, αλλά τον τελευταίο δίσκο που βγάλανε λίγο πριν τη διάλυσή τους τον απόλαυσα. Δε μ’ αρέσει ο δίσκος να ονομάζεται από κάποιο τραγούδι του. Εν προκειμένω ο τίτλος του δίσκου αναγκαστικά επηρέασε και τη γραφή. Είπα, αφού μου αρέσει αυτός ο τίτλος και τον επέλεξα, οφείλω να κατευθυνθώ προς τα εκεί. Γιατί πάντα δουλεύω βάσει ενός σχεδίου κι ενός concept. Μπορεί να μην προϋπάρχει, αλλά σιγά σιγά φτιάχνεται.

Ο τίτλος προϋπήρξε όλων των τραγουδιών; Δεν υπήρχαν ήδη κάποια έτοιμα;
Δεν το θυμάμαι αυτό. Πρέπει να υπήρχαν κάνα δυο τραγούδια αλλά δε θυμάμαι ακριβώς. Ο τίτλος ούτως ή άλλως λειτούργησε συνεκτικά, μεταξύ των αμιγώς ερωτικού περιεχομένου τραγουδιών και των μη. Πρέπει να πω εδώ ότι πριν ξεκινήσω να γράφω γι’ αυτό το δίσκο, πήρα μία απόφαση, απόφαση ζωής θα την έλεγα, προϊόν και των τότε προσωπικών συγκυριών προφανώς: να μην επιτρέπω στο εξής στο ερωτικό συναίσθημα να με καθοδηγεί. Στο παρελθόν πολύ συχνά άφηνα τον εαυτό μου να παρασύρεται σε ρομαντικές εξάρσεις μέσα σε ένα πλαίσιο που τα όρια μεταξύ ζωής και τέχνης ήταν ασαφή, κι αυτό το πράγμα με έφθειρε, με έχει φθείρει πολύ. Για να σου το κάνω πιο χειροπιαστό, κάποτε έλεγα: πρέπει να γράψω για καινούριο δίσκο, άρα πρέπει να ερωτευτώ, να ζήσω κάτι πάρα πολύ έντονο, το οποίο θα έχει μέσα του και ματαιώσεις και συγκρούσεις και πολλή περιπέτεια, ένα σκοτεινό αντικείμενο του πόθου… Γιατί εγώ έχω αυτό το χαρακτηριστικό όταν γράφω, όπως και στη σεξουαλική μου ζωή: είμαι δυσικανοποίητος. Όχι ανικανοποίητος∙ δυσικανοποίητος. Δεν ξέρω ακόμα και δε θα μάθω ποτέ μάλλον τι είναι αυτό που με καυλώνει πιο πολύ. Δεν είναι μόνο σεξουαλικό αυτό που λέω. Αλλά γιατί να το αναλύσουμε; Οπότε, επειδή ο τελευταίος δίσκος – «Consortium in Amato», συμμετοχή στο αγαπώμενο – ήταν κατεξοχήν δίσκος ο οποίος στρατεύτηκε στον έρωτα καθ` όλη τη διάρκεια της δημιουργίας του και με διάλυσε κυριολεκτικά, είπα τώρα να φτιάξω έναν δίσκο ο οποίος δε θα είναι αποτέλεσμα συγκρούσεων τέτοιου τύπου. Θα είναι ίσως πιο τεχνοκρατικός, πιο κατασταλαγμένος, όπως νομίζω πως είμαι κι εγώ πιο κατασταλαγμένος πια, πιο ώριμος, όσον αφορά τις επιλογές μου. Και, ξέρεις, αναγκάζεσαι, όταν φτάσεις σ` αυτού του είδους τη διαπίστωση, να αναζητήσεις πιο ήρεμα λιμάνια. Και κατεξοχήν ήρεμο λιμάνι είναι η μνήμη, η ανάμνηση. Υλικό υπάρχει πολύ εκεί, οπότε επισκέπτεσαι νοητικά το παρελθόν σου. Φυσικά, πάντοτε κατέφευγα και εκεί όταν έγραφα, αλλά αυτή τη φορά μάλλον κράτησα τις αποστάσεις από το παρόν περισσότερο από ποτέ.

Είμαστε σχεδόν συνομήλικοι. Όταν βγήκε ο πρώτος δίσκος των Κόρε. Ύδρο. ήμασταν 25. Για μας, για το κοινό σου, έχεις ήδη φτιάξει ενθύμια νεανικών συντροφιών. Όλοι οι δίσκοι των Κόρε. Ύδρο. και των Παιδιών της Παλαιότητας λειτούργησαν και λειτουργούν έτσι.
Το έχω εισπράξει αυτό, μου το έχουν εκφράσει. Ακόμα και προ επίσημης δισκογραφίας, οι κασέτες μας της δεκαετίας του `90 για κάποιους ανθρώπους αποτέλεσαν ενθύμια νεανικών συντροφιών. Είναι θέμα βιωμάτων αυτό. Βέβαια το ενθύμιο έχει και τις διαβαθμίσεις του. Κι αυτό πάλι είναι ένα στοιχείο για το οποίο παλεύουμε: να είναι τα τραγούδια όσο πιο συγκινησιακά ισχυρά γίνεται. Αν τα τραγούδια είναι καταγραφές έντονων συναισθημάτων, νομίζω ότι θα βρουν το δρόμο τους ως ενθύμια. Κοίταξε, έχω κι εγώ πολλά ενθύμια νεανικών συντροφιών που ανήκουν σ` αυτή την κατηγορία τέχνης που είναι το Τραγούδι. Το ζητούμενο για κάθε δίσκο μάλλον είναι να καταγραφεί στην Ιστορία της δισκογραφίας ως ένα ενθύμιο συντροφιάς.

Ο τίτλος αυτός πάντως έχει μια έκδηλη ρετρό διάθεση.
Αυτή είναι και η πονηριά του: χωράει τα πάντα.

Δε βρίσκεις ότι υπάρχει μια ρετρό διάθεση σε όλο σου το έργο;
Κοίταξε: είμαι οπαδός της παλαιότητας. Πάντοτε, από μικρό παιδί, όταν έπληττα στην Κέρκυρα, έκανα επίσκεψη στη γιαγιά και στον παππού. Και συνήθως τα καλοκαίρια έπληττα. Απογεύματα, βράδια, σούρουπα καλοκαιρινά, έπληττα. Και πήγαινα στον παππού μου, στο σπίτι στην πόλη, και καθόμασταν στο μπαλκόνι. Καθόμουν μαζί του και περνούσα την ώρα μου πάρα πολύ εποικοδομητικά, αν και δεν ήταν κανένας σοφός άνθρωπος. Αλλά ήταν ένας άνθρωπος με πάρα πολύ χιούμορ. Ναι, νομίζω είμαι γεροντόφιλος! Έως και νεκρόφιλος. Όταν τελείωνα τη Γ΄ Λυκείου κι ήμουν στην πιο σκληρή φάση της ζωής μου, η οικογένειά μου ήταν πολύ αυστηρή όσον αφορά τις επιδόσεις μου – η μάνα μου κυρίως. Εγώ ακόμα δεν είχα αναπτύξει δυνάμεις αντίστασης ισχυρές και κατά μία έννοια, μέχρι ένα βαθμό, κατευθυνόμουνα. Τότε λοιπόν γνώρισα έναν άνθρωπο, τον οποίο ονόμασα μέντορά μου. Αρκετά χρόνια μεγαλύτερό μου. Ήμουνα τότε 17, αυτός 35άρης. Ήταν ένας καθηγητής στο 2ο Λύκειο, στο οποίο πήγαινα. Μας ένωνε η μουσική βέβαια. Ο Γιάννης ο Κρητικός ήταν ένας πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος, μαθηματικός. Εντάξει, κατέληξε συντονιστής του ΣΥΡΙΖΑ στην Κέρκυρα, περιχαρακωμένος στα αυστηρά πλαίσια της πολιτικής. Είναι ένας άνθρωπος όμως που με επηρέασε πάρα πολύ, με διαμόρφωσε, έπαιξε καθοριστικότατο ρόλο στην πορεία που τελικά επέλεξα σε συναισθηματικοερωτικών σχέσεων επίπεδο ως ενήλικος. Θέλω να πω ότι επέλεξα έναν πολύ μεγαλύτερό μου άνθρωπο για παρέα. Το ότι ήταν μουσικόφιλος ήταν φυσικά το βασικό συνδετικό στοιχείο. Με τον άνθρωπο αυτό βγαίναμε μαζί – να φανταστείς, φτάσαμε σε σημείο να βγαίνουμε μαζί με τους γονείς μου: εγώ, οι γονείς μου κι ο Γιάννης. Γίναμε δηλαδή οικογενειακοί φίλοι μέσω εμού, γιατί κατά κάποιο τρόπο είχε αναλάβει και την επιτήρησή μου. Βγαίναμε το βράδι, γύρναγα σπίτι 5-6 το πρωί, με γύρναγε ο Γιάννης. Απολάμβανα τις συζητήσεις που έκανε με ανθρώπους της ηλικίας του στα μπαρ. Υπήρχε ένα μπαρ τότε στην Κέρκυρα, το «Nowhere», θρυλικό μπαρ. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια συζήτηση 3 – 4 η ώρα το πρωί – καλά, δεν άντεχες μετά∙ τώρα που τα σκέφτομαι νιώθω τυχερός που τα έζησα. Η συζήτηση ήτανε για το ποιος είναι μεγαλύτερος φασίστας, ο Χίτλερ ή ο Μέγας Αλέξανδρος! Φοβερά πράγματα. Αλλά για να το επιλέγω σημαίνει ότι το απολάμβανα, τουλάχιστον μέχρις ενός σημείου. Ο Γιάννης ήταν πάρα πολύ αθυρόστομος άνθρωπος, μειωτικός: αν έκανες κάτι που δε συμφωνούσε, σε μείωνε, σ` έκανε σκουπίδι. Αυτό ήταν για μένα το φανταριλίκι μου, γι` αυτό δε χρειάστηκε μετά να πάω φαντάρος.

Θεωρείς ότι σου έκανε καψόνια;
Σταλινικής φύσεως. Αλλά για τη γεροντολογανεία μιλάμε. Υπήρξα κι ο ίδιος παιδαριογέρων. Κι αυτό μ` αρέσει και στα σύγχρονα παιδιά. Δηλαδή άμα συναντήσω ένα παιδί που είναι ιδιαίτερα προβληματισμένο και σκεπτόμενο και εσωστρεφές και ενδοσκοπικό, με γοητεύει αυτό το πράγμα. Βέβαια η πολλή ενδοσκόπηση εμένα με οδήγησε σε τρομακτικά αδιέξοδα. Αγαπούσα το σώμα μου σε σημείο που το μισούσα, ήθελα να το καταστρέψω.

Ξέφυγε όμως η κουβέντα απ` το δίσκο. Τι ετοιμάσατε τελικά;
Εκτός από τη μνήμη, το συναίσθημα, τις σχέσεις κ.λπ., υπάρχει μια άλλη πηγή έμπνευσης, που είναι το κείμενο. Το κείμενο με την ευρεία έννοια, όχι μόνο το βιβλίο. Μπορεί να είναι ένα τραγούδι, μια παράσταση, μία ταινία, οτιδήποτε κείται προς θέαση, προς ανάγνωση, προς ακρόαση. Το κεντρικό κείμενό μου σ` αυτό το δίσκο ήταν το «Σε ποιον ανήκει η Κέρκυρα;», η συλλογή αυτή δοκιμίων του Αρανίτση, και συγκεκριμένα τα δύο πρώτα δοκίμια: το ομώνυμο και «Τα αρώματα του πένθους». Όταν τελείωσα τα δύο πρώτα, δεν πήγα στο τρίτο γιατί με παρέπεμπε στον προηγούμενο δίσκο. Ήταν «Οι βαθμίδες της ερωτικής αφιέρωσης». Το θέμα αυτό το είχα εξαντλήσει στο «Consortium in Amato». Το «Σε ποιον ανήκει η Κέρκυρα;» είναι η δοκιμιακή αποτύπωση του μεταιχμιακού χαρακτήρα του τόπου στον οποίο γεννήθηκα και μεγάλωσα και ζω. Νομίζω ότι δεν κουβαλάω μέσα μου άλλο κείμενο, όπως και άλλο τόπο, τόσο όσο αυτό.

Πότε το πρωτοδιάβασες;
Εδώ και τρία χρόνια ασχολούμαι μ` αυτό. Το `χω διαβάσει δέκα φορές. Δεν το έχω διαβάσει απλά, το έχω μελετήσει. Το βιβλίο αυτό το αγόρασε η κοπέλα η οποία εμφανίστηκε στη ζωή μου με σκοπό να πυρπολήσει τον προηγούμενο δίσκο.

Να τον καταστρέψει;
Ναι. Τον κατέστρεψα εγώ με τη βοήθειά της. Διάβαζα ένα κείμενο που είχε γράψει η ίδια γι` αυτή την συγκυρία στην οποία βρεθήκαμε κι οι δύο τότε και πώς βοήθησε ο ένας τον άλλον, και όταν το διάβασα έκλαψα. Σπανίως κλαίω διαβάζοντας κάτι. Η κοπέλα αυτή έκανε τότε μια έρευνα, έγραφε ένα βιβλίο για την ιστορία της γιαγιάς της, τα νεανικά της χρόνια στην Κέρκυρα επί γερμανικής Κατοχής. Υπάρχει ένας στίχος στο δίσκο: «έγραφες για τον πόλεμο όπως κι εγώ τον είχα ζήσει». Το «ζήσει» το έβαλα σε εισαγωγικά γιατί δεν τον είχα ζήσει. Τον έζησα εμμέσως από τις διηγήσεις του παππού μου, όπως κι η κοπέλα αυτή τον είχε ζήσει μέσα από τις διηγήσεις της γιαγιάς της. Στην ουσία ηχογραφούσε τη γιαγιά της και μετά κατέγραφε τις ιστορίες που της έλεγε. Το ίδιο έκανα κι εγώ με τον παππού μου. Ακριβώς το ίδιο. Μ` αυτή την κοπέλα συναντηθήκαμε γιατί έψαχνε κάποιον να τη βοηθήσει στο κομμάτι τής διαλέκτου, μιας και ήθελε το κείμενό της να γραφτεί στην κερκυραϊκή διάλεκτο. Και ανέλαβα εγώ αυτό το ρόλο τότε. Ήρθε στην Κέρκυρα γι` αυτό από το εξωτερικό και μείναμε μαζί σαράντα μέρες. Φεύγοντας μού άφησε στο σπίτι το «Σε ποιον ανήκει η Κέρκυρα;». Κι έτσι ξεκίνησα να γράφω το δίσκο. Το κεντρικό πρόσωπο στο δίσκο, αν υπάρχει κεντρικό πρόσωπο σε επίπεδο συναισθήματος, είναι αυτή η κοπέλα.

Σ` αυτήν απευθύνεται ή αυτή μιλάει;
Όταν απευθύνομαι σε δεύτερο πρόσωπο, όταν λέω «εσύ», κατά κύριο λόγο είναι η συγκεκριμένη. Είναι το πρόσωπο της επικαιρότητας αυτού του δίσκου, θα έλεγα. Δύο τραγούδια είναι εξ ολοκλήρου αυτή. Γιατί υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα, σε άλλα τραγούδια, ή τραγούδια στα οποία μπερδεύονται πρόσωπα, νομίζω τα περισσότερα από κάθε άλλη φορά, εν είδει απολογισμού. Υπήρξε μια έκλυση συναισθήματος τότε, μερικών ημερών, ως εκεί. Αλλά λειτούργησε καθοριστικά ως προς την έμπνευσή μου. Ήταν το κατάλληλο πρόσωπο στην κατάλληλη στιγμή, από κάθε άποψη. Και είναι από τις ευτυχείς αυτές συγκυρίες που με τον άνθρωπο αυτό γίνεσαι τόσο φίλος που λες ότι έχεις έναν άνθρωπο που μπορείς να βασίζεσαι στις δυσκολίες σου. Γνωριστήκαμε σε βάθος – δεν ταιριάξαμε σε άλλα πράγματα. Εκτός από τη συγκεκριμένη συγκυρία όμως και τον Αρανίτση, έχουμε κι ένα άλλο κείμενο. Είναι ο Γεράσιμος Χυτήρης, ο πατέρας του Τηλέμαχου, του πρώην υπουργού. Έχει γράψει ένα βιβλίο που λέγεται «Σημειώσεις ενός Κερκυραίου». Το διάβαζα κι αυτό την ίδια περίοδο, με αφορμή την εργασία που προανέφερα. Επιμέρους έχουμε κι άλλες αναφορές, τις οποίες σημειώνουμε στο τέλος κάθε τραγουδιού ως μνείες. Εμένα με βοηθάει πάρα πολύ αυτός ο τρόπος γραφής, ο διακειμενικός. Μ` αρέσει να βλέπω κάθε δίσκο ως μια διατριβή πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα. Αυτονόητο ότι είναι ο πιο κερκυραϊκός δίσκος μου∙ νομίζω το εξαντλώ το θέμα.

(φωτογραφία: Βιλελμίνη Αναστασία)

Θα γίνει σουβενίρ στα τουριστικά μαγαζιά;
Πολύ ωραίο αυτό που λες. Γιατί εδώ έρχεται και δένει και το εξώφυλλο. Το εξώφυλλο του δίσκου είναι μία επιχρωματισμένη γκραβούρα, λιθογραφία του 1800 τόσο. Εικονίζει ένα παιδί που διαβάζει υπό τη σκιά ενός δέντρου. Είναι μια παράσταση από ένα πιάτο που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Εμείς πήραμε τη συγκεκριμένη παράσταση και την προσαρμόσαμε στο περιεχόμενο του δίσκου. Της βάλαμε «Κέρκυρα» δηλαδή μέσα. Ο Μάριος, ο κύριος υπεύθυνος για την παραγωγή του δίσκου και δεξί μου χέρι, έκανε μια αναζήτηση στο google για «νεανικές συντροφιές» στα αγγλικά. Αυτή η γκραβούρα λοιπόν ανήκει σε μια σειρά έργων που ονομάζεται Juvenile Companions. Αυτό που επιλέξαμε είναι το νούμερο 9 και έχει υπότιτλο «The young student». Υπέρτατη νεανική συντροφιά, το βιβλίο. Όταν είπες σουβενίρ μού ήρθε στο μυαλό αυτό το πιάτο. Νομίζω ότι είναι ένα από αυτά τα πιάτα που βάζουν διακοσμητικά σε βάσεις. Για μένα θα ήταν η απόλυτη ολοκλήρωση να έχω παραγάγει σουβενίρ για την Κέρκυρα. Επίσης, για να δεις πόσο ωραία δένουν όλα, έχω ονομάσει το είδος της μουσικής μας μεταφολκλόρ – γιατί με ρωτάνε κατά καιρούς «τι μουσική παίζετε;» και δεν ξέρω τι να απαντήσω. Νομίζω ότι αυτή είναι η απάντηση στην ερώτησή σου: Ο δίσκος αυτός είναι φτιαγμένος για να γίνει σουβενίρ.

Μάλλον είναι η στιγμή να πάψεις να μιλάς ως ποιητής και να μιλήσεις επιτέλους και ως μουσικός. Κατ` αρχάς, έχει ο δίσκος στοιχεία επτανησιακής μουσικής, ώστε να γίνει σουβενίρ;
Έχουμε χορωδιακό στοιχείο, έχουμε μαντολινάτα – το μαντολίνο πάντα το αγαπούσα, μπορείς να βρεις ψήγματα και σε παλιότερους δίσκους – αλλά η μεγάλη έκπληξη είναι άλλο όργανο, το μπουζούκι, που το έχω βάλει σε τρία τραγούδια. Δε θα μπορούσε να λείπει το μπουζούκι, γιατί ο σκοπός ήταν να φτιαχτεί ένας δίσκος αμφιταλάντευσης. Από τη μία έχουμε τη δυτική μουσική κουλτούρα, μαντολινάτα, χορωδίες, ο σύγχρονος indie rock ήχος, που υπάρχει κι αυτός, πιο περιορισμένης εμβέλειας αυτή τη φορά, τα συμφωνικά στοιχεία, και από την άλλη το λαϊκό στοιχείο, το ανατολικό λαϊκό στοιχείο, το ελληνικό, εκφάνσεις του οποίου επίσης αγαπώ. Το μπουζούκι εδώ είναι ο εξισορροπιστής.

Να περιμένουμε δεύτερο «Χωρίς επίκληση» λοιπόν; Θα ακούσουμε πάλι ζεϊμπέκικο;
Έχουμε ζεϊμπέκικο, έχουμε χασάπικο, έχουμε και «Μητροπάνο».

Σε τι μορφή θα βγει ο δίσκος;
Θα βγει σε βινύλιο διπλό – γιατί είναι γύρω στα εξήντα λεπτά – και σε CD τελικά, κάτι που αρχικά είχε αποκλειστεί. Και, φυσικά, ηλεκτρονικά. Αλλά θα υπάρχει μια μικρή διαφορά. Στη βινυλιακή έκδοση, που είναι και η βασική, ένα τραγούδι είναι ελαφρώς παραλλαγμένο, όπως εγώ το αγαπάω περισσότερο. Είμαι πολύ χαρούμενος μ` αυτό το δίσκο…

Αν και δυσικανοποίητος, είσαι χαρούμενος. Πώς γίνεται αυτό;
Δυσικανοποίητος απ` τους άλλους. Στο κομμάτι της αυτοϊκανοποίησης δεν έχω παράπονο.

Σ` όλα τα τραγούδια τραγουδάς εσύ;
Ως κύριος ερμηνευτής, ναι. Σ` ένα κομμάτι ακούγεται χορωδία, μια χορωδία που φτιάξαμε εμείς. Υπεύθυνος για τις αντρικές φωνές, βαρύτονους και τενόρους, ήταν ο πατέρας μου, μέλος της ιστορικής εκκλησιαστικής χορωδίας του Αγίου Σπυρίδωνα Κωτσέλα «Δημήτριος Δαπέργολας», σήμερα του Αγίου Ιωάννου Λάζου Μαντουκίου. Την ίδρυσε ο αείμνηστος δάσκαλός μου στο πιάνο και την αρμονία, μαέστρος Δημήτρης Δαπέργολας. Χορωδία δυτικού τύπου φυσικά, με συνοδεία αρμονίου, στον ήχο και το ρεπερτόριο της οποίας εκτέθηκα από πολύ νωρίς και με διαμόρφωσε. Συνεργαστήκαμε επίσης με δύο εξαιρετικές αδερφές, την Έλλη και τη Σοφία Κετετζιάν, που κάνουν φωνητικά σε 3 – 4 τραγούδια, και συμμετέχουν και στη χορωδία. Έχουμε και σαξόφωνο, γιατί τιμάμε την Κέρκυρα της καλλιτεχνίας σε κάθε της διάσταση. Το παιδί που παίζει το σαξόφωνο είναι ο αγαπημένος μου Πωλ Κοντός, το έβδομο και ανεπίσημο μέλος των Παιδιών της Παλαιότητας. Η μόνη καθοδήγηση που του έδωσα είναι την ώρα που παίζει να είναι ο Γιώργος Κατσαρός. Έχουμε ένα κουαρτέτο εγχόρδων από την αρχή μέχρι το τέλος τού δίσκου, εκτός από το τελευταίο κομμάτι, που είναι επιτηδευμένα κάπως εκτός κλίματος. Είναι μπαρόκ ο δίσκος.

Μιας και χαρακτήρισες το δίσκο μπαρόκ, σκέφτεσαι να τον παρουσιάσεις σε χώρο διαφορετικό από αυτούς που έχετε κατά καιρούς εμφανιστεί;
Ναι, θα ήθελα να τον παρουσιάσω σε άλλους χώρους. Το Gagarin είναι ο χώρος που έχει ταυτιστεί με τους Κόρε. Ύδρο., και κάναμε κι εκεί δύο εμφανίσεις με τα ΠτΠ, που μου άφησαν μια γλυκόπικρη γεύση. Νομίζω ότι κι αυτός ο κύκλος έχει κλείσει. Επιπλέον, δεν ξέρω πόσο νόημα έχει να παιχτούν αυτά τα τραγούδια σε τέτοιο χώρο.

Θα μπορούσες να πας στον Παρνασσό, ξέρω γω; Το κοινό σου θα `ρχόταν εκεί;
Δεν ξέρω αυτή τη στιγμή τι κοινό έχω κι αν έχω κοινό. Το κοινό των Κόρε. Ύδρο. δεν υπάρχει πλέον ως κοινό των Παιδιών της Παλαιότητας, είναι σε μεγάλο βαθμό αποστασιοποιημένο. Νομίζω όμως πως οι άνθρωποι που προσέγγισαν τους Κόρε. Ύδρο. στην ουσία τους παρακολουθούν και τη δισκογραφία των Παιδιών της Παλαιότητας.

Ενόψει της συναυλίας θα δουλέψετε ενορχηστρωτικά και τα παλιότερα τραγούδια των Παιδιών της Παλαιότητας;
Αναγκαστικά. Δε βγαίνει λάιβ με μία ώρα υλικό.

Άρα θα είναι αναπαλαιότητα.
Ναι, αναπαλαίωση.

Σε μελοποίησε πρόσφατα ο Πέτρος Σατραζάνης. Πήρε υλικό από την ποιητική σου συλλογή «Ξεκαθάρισμα λογαριασμών». Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
Πολύ θετική. Είναι η πρώτη φορά που με μελοποιεί κάποιος και συγκινήθηκα πολύ. Είναι μεγάλη μου τιμή. Είναι εξαιρετικός. Μου ζήτησε να εμπλακώ πιο ενεργά και δε δέχτηκα, γιατί εγώ τελείωσα μ` αυτά τα ποιήματα όταν τα έγραψα. Δεν τα έγραψα με σκοπό να γίνουνε τραγούδια. Ήταν έμπνευση άλλου να γίνουνε τραγούδια. Δεν ήταν έμπνευση δικιά μου. Οπότε δεν έχω πια να προσφέρω κάτι. Περιμένω κι εγώ ως ακροατής να τ` ακούσω ενορχηστρωμένα, ολοκληρωμένα.

Ένιωσες περίεργα να έρχεται κάποιος άλλος, ξένος, στους στίχους σου;
Ναι, απλά ήρθε σε μία φάση που ήμουν τόσο απασχολημένος, και του τό `λεγα του ανθρώπου, γιατί δεν ήθελα να νιώσει ότι αδιαφορώ, αλλά ήμουν με τα μούτρα στο δίσκο τον οποίο ετοίμαζα. Αλλά πραγματικά το ευχαριστήθηκα πολύ και σε κάποια σημεία με εξέπληξε. Με τις δικές μου μανιέρες και τον τρόπο γραφής μου δε θα μπορούσαν να μελοποιηθούν τα συγκεκριμένα ποιήματα.

Άλλη γενιά βέβαια, ε;
Ναι, άλλη γενιά.

Ο νέος δίσκος των Παιδιών της Παλαιότητας, θα κυκλοφορήσει το πρώτο τρίμηνο του 2020 από την Inner Ear

Φωτογραφίες: Θάνος Δανίλης