Αυτό θα πει να πηγαίνεις για μαλλί και να βγαίνεις κουρεμένος. Τους έφαγε η απληστία. Καλά να πάθουνε. Μια χαρά μάς είχανε τους περισσότερους μαντρώσει, τι άλλο θέλανε πια; Εντάξει, υπήρχαν κάποιες διαρροές, μα, από την άλλη, ήταν δυνατόν να μην υπάρχουν; «Μένουμε όλοι σπίτι» σου λέει, «κι όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλοι». Καταλαβαίνω να το λες, θα πρέπει κάπως να δείξεις τη δραματικότητα της κατάστασης, καταλαβαίνω και να το εννοείς, μιας και είναι αναπόφευκτος ο εγκλεισμός έτσι όπως έχουνε τα πράγματα, αλλά μου φαίνεται αδιανόητο να περιμένεις και να γίνει κάτι τέτοιο στον απόλυτο βαθμό, γιατί είναι λογικά αδύνατο να συμμορφωθούν όλοι ανεξαιρέτως με την ιδέα ότι θα πρέπει να ξεχάσουν από τη μια στιγμή στην άλλη οτιδήποτε αναγνώριζαν και κατανοούσαν ως ζωή στους πλέον στοιχειώδεις όρους της. Ο καθένας αναμετριέται πλέον με τη δική του ξεχωριστή πραγματικότητα. Ιδεώδης συνθήκη δεν υπάρχει, παρά μόνο ευνοϊκή, από τη στιγμή που δεν συγκαταλέγεσαι στους άστεγους, ας πούμε, ή στους άνεργους, στους οικονομικά εξαθλιωμένους, στους ψυχικά ρημαγμένους, στους συσσωρευτικά οργισμένους, στους ήδη περιθωριοποιημένους ή και αποκλεισμένους, στους όχι κορόιδα στο κλουβί, που τώρα μαθαίνουν ότι είναι άλλο να ζεις μόνος κι άλλο να μένεις με τον εαυτό σου, ή, ακόμα, στους εικονολάτρες της οικογενειακής θρησκείας, που η αδυναμία τους να μοστράρουν στην αγορά τη χριστουγεννιάτικη φάτνη τους είναι τώρα ευθέως ανάλογη με τη δυσφορία απ’ την οσμή σφαγείου που αναδίδει το παχνί τους.

Κι έπειτα, είναι κι ο χρόνος. Κάθε μέρα που περνάει μοιάζει λες και αφαιρεί τετραγωνικά από τον χώρο μέσα στον οποίο περιορίζεται η ζωή μας. Μπήκαμε ήδη στον τέταρτο μήνα απομόνωσης, ο χρόνος μοιάζει ακίνητος κι ο χώρος ελαστικός, συρρικνώνεται και, ναι, προκαλεί ασφυξία, δύσπνοια, κρίσεις πανικού, τάσεις φυγής, τάσεις εξόδου απελπισμένης, ναι, ανεύθυνης, σύμφωνοι, εγκληματικής, όσον αφορά τη διασπορά της νόσου, μα όχι, για όνομα του θεού, μαζικής και ανεξέλεγκτης, όχι αυτό το πράγμα που συμβαίνει τώρα. Μέχρι την προ ολίγων ημερών «γκάφα» (για να μην πω τίποτα χειρότερο), πουθενά, σε καμία χώρα, δεν είχαν γίνει αυτές οι τάσεις μαζικές και ανεξέλεγκτες. Δεν υπήρχε άνθρωπος πάνω στον πλανήτη που να μην είχε εμπεδώσει πλέον όλα όσα στοιχειοθετούσαν την αρτισύστατη πραγματικότητά του, σύμφωνα με την οποία κάθε μορφή δράσης θα έπαιρνε τον χαρακτήρα στρατηγικής προκειμένου να αντιμετωπιστεί ένας νέος ιός, με το επίσημο όνομα Divoc-09 και το ανεπίσημο Sodorrah διεθνώς, και Sodorrah ως τώρα και στην ημεδαπή, με τη γλώσσα, ωστόσο, να προσαρμόζει την καρότσα της στον αριθμό των νεκρών που πρέπει να μεταφέρει και στην αντίστοιχη ψυχική διαμόρφωση των ζωντανών που καλείται να εκφράσει. Έτσι, όσο τα εγχώρια θύματα του ιού αποδίδονταν με μονοψήφιο νούμερο, η γλώσσα μπορούσε ακόμα να λειτουργεί ως παιγνιώδες ξόρκι, γι’ αυτό και ο ιός αποκαλούνταν «Γιούπι» –απ’ το επιφώνημα όλων των παιδιών όταν έμαθαν ότι κλείνουν τα σχολεία. Σύντομα, όμως, η μακάβρια αριθμητική χρειάστηκε και δεύτερο ψηφίο, το ξόρκι αποδεικνυόταν ατελέσφορο κι ακουγόταν προσβλητικό και γελοίο, δεν γινόταν να λες «τριαντατόσοι οι νεκροί από τον φονικό Γιούπι», η γλώσσα έπρεπε να σοβαρευτεί και να ωριμάσει, να γίνει κάτοπτρο και να λέει τα πράγματα με το όνομά τους, άντεχε να λέει τα πράγματα με το όνομά τους, και το όνομα του συγκεκριμένου πράγματος είναι Sodorrah –Σόδορα προφέρεται, αλλά όλο και λιγότερο εκφέρεται, αφού οι νεκροί χρειάζονται πλέον και τρίτο ψηφίο, ο καθρέφτης θολώνει κι αν, ο μη γένοιτο, ραγίσει, η γλώσσα θα γίνει αυτό που ήδη ξεκινά να γίνεται μέσα από διαδοχικές μετονομασίες του ιού, όπως «κακό», «φτοτοπράμα», «λαίλαπα», μια σειρά μετωνυμικών ελιγμών που με τη λάσπη του φόβου χτίζουν τη γλώσσα-κρησφύγετο.

Με τούτα και με τ’ άλλα, όλος ο πλανήτης χορεύει στον ρυθμό αναχαίτισης αυτού του ιού με τη διαολεμένη από άνθρωπο σε άνθρωπο μεταδοτικότητα. Με εξαίρεση όσους δραστηριοποιούνται στην παροχή βασικών υπηρεσιών, όλοι οι υπόλοιποι, διακρινόμενοι σε μη ειδικούς και ειδικούς, βρίσκονται κάπου κλεισμένοι, οι μη ειδικοί στα σπίτια τους, να υπομένουν ένα είδος παθητικής αναχαίτισης του ιού, και οι ειδικοί στα νοσοκομεία και στα ερευνητικά εργαστήρια, να πασχίζουν ενεργητικά για την αντιμετώπιση και, ει δυνατόν, την εξουδετέρωσή του. Κανενός το έργο δεν είναι εύκολο, κανενός η συνείδηση δεν ήταν προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο, κανενός τα νεύρα δεν ήταν εκπαιδευμένα γι’ αυτή τη δοκιμασία. Κι όμως, μέχρι και πριν από λίγες μέρες, δεν τα πηγαίναμε κι άσχημα, όσοι τουλάχιστον παλεύαμε στα μετόπισθεν αυτού του πολέμου, του καθόλου ηρωικού, που μετέτρεψε σε πεδίο μάχης τα ίδια μας τα σπίτια, και για τις ανάγκες του οποίου αντικαταστάθηκε η λόγχη που παραδοσιακά βυθιζόταν στο στέρνο του εχθρού με το κουζινομάχαιρο που νευρικά τεμαχίζει την μπριζόλα μας. Όποιος χρειάζεται επιπλέον αίμα, δεν έχει παρά να χρησιμοποιήσει κέτσαπ, κι αν θέλει λίγη έξτρα περιπέτεια, υπάρχει πάντα «Ο πόλεμος των άστρων» και το «Κάποτε στη Δύση», χωρίς εγγραφές, συνδρομές και τα συναφή. Όλα δωρεάν από τους αλληλέγγυους σχετικούς παρόχους, αλλά επειδή δεν είμαστε κι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι ούτε έχουμε τις ίδιες ανάγκες, η γενναιόδωρη εικονικότητα στέλνει όλες των ειδών τις προμήθειες για όλων των ειδών τα γούστα: βιβλία για τους βιβλιόφιλους, μουσικές για τους μουσικόφιλους, θεατρικές παραστάσεις για τους θεατρόφιλους, ανοιχτά μουσεία για τους μουσειόφιλους (λέγεται αυτό;), πολιτισμό με τη σέσουλα για τους ανελεύθερους πολιτισμόφιλους (αυτό;), παιχνίδια για τους παιχνιδόφιλους (δεν ρωτάω), όλα υπό μορφήν αντιπληκτικών ντάτα, κι από κοντά έχουμε τελείως αληθινούς σεφ με τελείως εξωπραγματικές συνταγές, γιατί ακόμα και η πείνα παλεύεται μέχρις ενός σημείου αλλά η γεύση είναι θεριό ανήμερο, μόνο με την ποικιλία και την έκπληξη την κάνεις ζάφτι, και επειδή όλα έχουν και το αντίτιμό τους, για τα έξτρα αναμενόμενα κιλάκια διαθέτουμε τους γυμναστές με τις γυμναστικές τους, κι όσο για το λεπτό ζήτημα των γενετήσιων αναγκών, που άλλον εχθρό απ’ τη ρουτίνα δεν τρέμουν τόσο, κι ο εγκλεισμός είναι το θερμοκήπιο της ρουτίνας, αυτοπροσφέρονται οι πλέον καταξιωμένοι σταρ της σχετικής βιομηχανίας με τις συμβουλές τους, οι οποίες προβλέπουν την ευφάνταστη αυτοεξυπηρέτηση και τη δυική συμμετοχή στη σεξουαλική δραστηριότητα, μα όχι, για ευνόητους λόγους, την πιο εκτεταμένη συνεργασία, όσον αφορά τον αριθμό των συμμετεχόντων.

Θα μπορούσε η λίστα των εικονικών υπηρεσιών να είναι ατελείωτη, όσες και οι ανάγκες, οι υποχρεώσεις, οι επιθυμίες, οι δράσεις και οι υψηλές ή καταφρονεμένες ενασχολήσεις των ανθρώπων που εξυπηρετούνται απ’ αυτές, όση και η ενέργεια που διαχεόταν μέχρι πρότινος στις πλατείες, στα στάδια, στα μπαράκια, στα σχολεία, στα μπουρδέλα, στις τράπεζες, στα πάρκα, στα μουσεία, στις αλάνες, στα γυμναστήρια, στις βιβλιοθήκες, στα ωδεία, στους κινηματογράφους, στους δρόμους, στους σταθμούς, στα εστιατόρια, στις παραλίες ή κι εγώ δεν ξέρω πού αλλού, κι αν όλο αυτό δεν είναι μια έμμεση νίκη του διακτινισμού, τότε δεν ξέρω τι είναι –λιγάκι αντεστραμμένου διακτινισμού βέβαια, από τη στιγμή που δεν μεταφέρεται αυτομάτως ο άνθρωπος στον χώρο που επιθυμεί, αλλά ο χώρος που επιθυμείται μεταφέρεται αυτομάτως στον άνθρωπο, όμως, και πάλι, μιλάμε για μια απίστευτη εξέλιξη, θαρρείς κι ολόκληρη η πολιτισμική τεχνολογία δούλευε εντατικά για να εξυπηρετηθεί μια μέρα αυτό ακριβώς που μας συμβαίνει τώρα. Ένας θαυμαστός καινούργιος κόσμος κομμένος και ραμμένος για τις ανάγκες του ανθρώπου σε συνθήκες σύγχρονης πανώλης.

Άρα, όλα εντάξει; Όχι ακριβώς. Δηλώθηκε εξαρχής ότι σε κανέναν δεν άρεσε η ιδέα του επιβεβλημένου εκ των πραγμάτων εγκλεισμού, ο οποίος μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα προκαλούσε την αναμενόμενη ασφυξία. Ξεχνάμε όμως ότι από τον Sodorrah δεν αιφνιδιάστηκαν μόνο τα επιτελικά στελέχη του πολιτικού και υγειονομικού τομέα, αλλά και οι απλοί πολίτες, που έπρεπε να διαχειριστούν τον φόβο από ενδεχόμενη μόλυνση, το άδηλο έως σκοτεινό εργασιακό τους μέλλον, την απότομη και οριακή αλλαγή της ρουτίνας τους, την τραγική απώλεια κάθε λογής αυτοματισμού, από το πώς, δηλαδή, βγάζεις τα χρήματα από το πορτοφόλι σου (που καλό είναι να μην τα βγάζεις), μέχρι το πώς βάζεις τα δάχτυλα στα ρουθούνια σου (που καλό είναι να μην τα βάζεις). Παρ-ό-λα-αυ-τά, το σχέδιο απομόνωσης λειτουργούσε, ελάχιστοι έσπαγαν, πολλοί στα κοινωνικά δίκτυα έδειχναν ακόμα και να απολαμβάνουν τη νέα κατάσταση ή, τέλος πάντων, να προσαρμόζονται με θαυμαστή ευκολία στους όρους της. Επιπλέον, γίνονταν όλο και περισσότεροι αυτοί που φανερά προσέβλεπαν σε παράταση της καραντίνας, ακόμα και μετά τη λήξη του συναγερμού, επικαλούμενοι λόγους που υπαγορεύονταν από την ιδιαίτερη ευαισθησία του καθενός: οι οικολογικά ευαίσθητοι έβλεπαν στην απόσυρση του ανθρώπου τη σωτηρία του πλανήτη, οι κοινωνικά ευαίσθητοι ευαγγελίζονταν έναν καινούργιο κόσμο, αποδεδειγμένα πλέον πραγματοποιήσιμο, στον οποίο η απόλαυση αποκλειστικά εικονικών παροχών και ηδονών θα εγγυούνταν την κάθετη πτώση της εγκληματικότητας, της νοσηρότητας και κάθε είδους παθολογίας που συνοδεύει την αλληλεπίδραση των ανθρώπων σε πραγματικό χώρο και χρόνο. Είχαν δίκιο όλοι αυτοί; Είχαν άδικο; Ούτε που ξέρω και ποσώς μ’ απασχολεί. Το μόνο που με τρώει είναι πως αυτός ο Sodorrah που μας μπαστακώθηκε όχι μόνο δεν έχει νικηθεί, αλλά επιτρέψαμε να απειλεί με μιαν άνευ προηγουμένου εξάπλωση –κι όλο αυτό γιατί; Γιατί ο κόσμος διοικείται από ηλίθιους.

Είναι αλήθεια πως στις πρώτες μέρες τού τρίτου μήνα εγκλεισμού, παρατηρήθηκε μια μικρή έξαρση στα κρούσματα όχι όσων είχαν προσβληθεί από τον ιό αλλά όσων έσπαγαν την καραντίνα κι έβγαιναν χωρίς σοβαρό λόγο από το σπίτι τους. Ήταν τόσο πολλοί αυτοί; Όχι. Μπορούσαν με κάποιον τρόπο να συμμορφωθούν; Υποθέτω πως ναι. Με το καλό, με το κακό, με τη διασπορά ενός σεναρίου ακόμα πιο κινδυνολογικού και εκφοβιστικού από την ήδη ζοφερή μας πραγματικότητα (λίγη πονηριά χρειάζεται, ρε γαμώτο!), κι η τάξη θα αποκαθίστατο. Αντ’ αυτού, επιβλήθηκε καθολική και αυστηρότατη απαγόρευση της κυκλοφορίας, απόφαση που είχε τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, αφού όλο και περισσότεροι επέλεγαν την απείθεια από την υπακοή. Ήθελα να ’ξερα ποια σαΐνια σκέφτηκαν κάτι τέτοιο. Δεν απαγορεύεις το «έξω», όταν η ιατρική κοινότητα είναι αρκούντως πειστική ότι επιβάλλεται το «μέσα». Δεν αντικαθιστάς την Ανάγκη, στην οποία σχεδόν όλοι υποτασσόμαστε, με την Επιβολή, στην οποία σχεδόν όλοι αντιδρούμε. Δεν ακυρώνεις τα τεχνολογικά κεκτημένα, βάσει των οποίων ο ιδιωτικός μας χώρος, το σπίτι μας, περιέχει δυνητικά όλους τους χώρους, καταφέρνοντας με τη βλακεία σου το αδιανόητο: όχι μόνο να απονευρώσεις αυτή τη δυνατότητα, αλλά και να στερήσεις ακόμα και την παραδοσιακή λειτουργία της οικίας μετατρέποντάς την από φωλιά σε φυλακή. Οι έγκλειστοι άρχισαν να δραπετεύουν, αλλά, και πάλι, τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμα. Τα χειρότερα τα προετοίμαζαν άθελά τους ο Ρόμπερτ ντε Νίρο, η Τζούλια Ρόμπερτς, ο Τζακ Νίκολσον και λοιποί αστέρες της κινηματογραφικής, και όχι μόνο, βιομηχανίας, οι οποίοι αμφιβάλλω αν θα άνοιγαν το στόμα τους σε περίπτωση που γνώριζαν ή, έστω, μπορούσαν λιγάκι να διανοηθούν πού θα κατέληγαν οι προτροπές τους για πειθήνιο εγκλεισμό.

Και να πώς έχουν τα πράγματα. Η περίοδος με τα περισσότερα «κρούσματα» πρόσχαρης υπακοής στα κελεύσματα των ειδικών για κατ’ οίκον περιορισμό ήταν η αρχική, οι πρώτες δηλαδή δυο-τρεις εβδομάδες. Τα σαΐνια του παγκόσμιου οργανισμού για την Προστασία του Ανθρωπίνου Είδους –γνωστού ως Π.Α.Ε. και κακήν κακώς συσταθέντος με το που χαρακτηρίστηκε ο Sodorrah ως πανδημία από τον Π.Ο.Υ.–, απέδωσαν αυτή την προθυμία στο γεγονός ότι ήταν κυρίως τότε που οι πλέον προβεβλημένες προσωπικότητες από όλο τον κόσμο καλούσαν τους ανθρώπους να μείνουν στο σπίτι τους. Πράγματι, έτσι έπραξαν πολυάριθμοι αστέρες, από τη Μέριλ Στριπ ως τον Μέσι και από τον Στίβεν Κινγκ ως τον ΛεΜπρόν, από την Αντέλ ως τον Ζ. Π. Γκοτιέ και από τον Μπίμπερ ως τον Αλμοδόβαρ, από τον εμμονικά άθεο Ντόκινς ως τον ωσεί δαιμονισμένο Ζίζεκ και από τον 266ο Πάπα της Καθολικής Εκκλησίας έως τον 14ο Δαλάι Λάμα, χωρίς να παραλείψω τη σχετική εμφάνιση-αστραπή τού Σουμπκομαντάντε Μάρκος, αλλά και την πολυσυζητημένη και πλέον αναπάντεχη πρόσκληση σε καραντίνα από τον Ισμαέλ «Ελ Μάγιο» Σαμπάδα –βιβλική γενεαλογία θυμίζει όλο αυτό, κι όμως δεν είναι παρά μια μικρή και τελείως ενδεικτική λίστα επιφανών προσωπικοτήτων, οι οποίες, παρά την ποικιλία γλωσσών, θρησκευμάτων, εθνικοτήτων και ιδιοτήτων, έστειλαν, με σύντομα βιντεάκια που αναρτούσαν στο διαδίκτυο, το ίδιο ακριβώς μήνυμα στην ίδια ακριβώς γλώσσα: «Stay In Your Fucking Home» (για να είμαστε ακριβείς, το «fucking», όσον αφορά τους προαναφερθέντες, παραλείφθηκε μονάχα από την Αντέλ, τον Δαλάι Λάμα και, περιέργως, τον Σαμπάδα, ενώ ο Πάπας το μάζεψε τελευταία στιγμή, προφέροντας κάτι σαν «στέι ιν γιόαρ φφφχόουμ»).

Με λίγα λόγια, τα αστροπελέκια τής Π.Α.Ε. απέδωσαν σ’ έναν μεγάλο βαθμό τα υψηλότατα ποσοστά ευπειθούς εγκλεισμού των πρώτων ημερών όχι στο αυτονόητο, στο γεγονός δηλαδή ότι οι άνθρωποι ήταν ακόμα ξεκούραστοι, ότι οι ανήλικοι μπορούσαν όλο αυτό να το βλέπουν σαν νόμιμο σκασιαρχείο από το σχολείο και οι ενήλικοι ως ευκαιρία για αποχή από τις υποχρεώσεις τους, αλλά στο γεγονός ότι πρώτη φορά μοιράζονταν κοινή μοίρα με τα είδωλά τους. Μάλιστα, στην ηλεκτρονική της σελίδα η Π.Α.Ε. είχε συγκεντρώσει όλα τα σχετικά βιντεάκια υπό τον αρχικό τίτλο «Κάν’ το όπως…», τον οποίο σύντομα αναβάθμισε σε «Γίνε όπως…», κι ο επισκέπτης δεν είχε παρά να κλικάρει σε ένα από τα εκατοντάδες επιφανή ονόματα που αραδιάζονταν από κάτω, για να αισθανθεί ότι «γίνεται όπως…» η Μαντόνα με νυχτικό, ξέρω γω, ή ο Ρέντφορντ με πιτζάμες. Όταν όμως είχαμε τις πρώτες σοβαρές διαρροές κι οι άνθρωποι άρχισαν να μην «το κάνουν όπως…» ο Στινγκ, για παράδειγμα, και να μη νοιάζονται να «γίνουν όπως…» ο Αγκάμπεν, φέρ’ ειπείν, υπενθυμίζοντας ότι παραμένουν μεν μιμητικά ζώα αλλά όχι μιμητικές αμοιβάδες, προηγήθηκε το σοβαρό λάθος τής απαγόρευσης εξόδου από το σπίτι, όμως αυτό που ακολούθησε ήταν ένα άνευ προηγουμένου ατόπημα, μια γκάφα ολκής, ένα εγκληματικό λάθος που όλα ως τώρα δείχνουν ότι πιθανότατα θα αποδειχτεί ολέθριο.

Πριν από ακριβώς πέντε ημέρες, στις 2/4/2022, ημέρα Σάββατο, ημέρα, μήνα και χρονιά που, ΑΝ επιβιώσει, το ανθρώπινο είδος θα τη μνημονεύει ως μια από τις πλέον ηλίθιες στην ιστορία του, η Προστασία τού εν λόγω είδους, τουτέστιν η γνωστή μας πλέον Π.Α.Ε., στην ηλεκτρονική της σελίδα ανάρτησε ένα βίντεο με το οποίο, μέσα από τα χείλη του Γενικού της Γραμματέα, ανακοίνωσε τα εξής: «Αγαπητοί όπου γης συνάνθρωποι, (μπλα, μπλα, μπλα), ο αγώνας για την επιβίωση του είδους μας συνεχίζεται και (μπλα, μπλα, μπλα), ο Sodorrah έχει αποδειχτεί ως τώρα σκληρός αντίπαλος (γκρρρρρ, μπλα, μπλα), με σύμμαχό μας τον έναν και μοναδικό επουράνιο Θεό, τον οποίο όλοι προσκυνούμε ανεξάρτητα από το όνομα που του δίνουμε, (μπλα, μπλα, μπλα) και τώρα έναν απρόσμενο σύμμαχο (μπλα, μπλα, βουρκώνει), ίσως όχι Θεός μα σίγουρα Βασιλιάς, υπήρχαν φήμες (μπλα) τελικά αληθινές (μπλα, σκουπίζοντας τα μάτια του –φορά γαλάζια γάντια). Αγαπητοί συνάνθρωποι, γενναία δοκιμαζόμενα αδέρφια μου (χαμηλώνει τα μάτια, περνούν πέντε δευτερόλεπτα, κοιτάζει ξανά την κάμερα, προφέρει αργά και καθαρά): Ο ΕΛΒΙΣ ΖΕΙ! Ναι, ο Έλβις Άαρον Πρίσλεϊ ΖΕΙ! Και είναι ΕΔΩ. Δίπλα μου! (Η κάμερα δείχνει. Δίπλα του.)»

Όλοι όσοι πάνω στον πλανήτη βιώσαμε τη στιγμή αυτής της αλλόκοτης ανακοίνωσης, όσοι τουλάχιστον δεν είμαστε τόσο μικροί ώστε να μην ξέρουμε ή τόσο μεγάλοι ώστε ενδεχομένως να μη θυμόμαστε πλέον τι υπήρξε ο Έλβις, θα ανακαλούμε για καιρό μεταξύ μας και θα μνημονεύουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας με κάθε λεπτομέρεια τις ακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες μάς βρήκε η είδηση, καθώς και τον τρόπο που ο καθένας αντέδρασε σ’ αυτή. Εγώ, για παράδειγμα, βρισκόμουν με το τάμπλετ στον καναπέ, πίνοντας τον δεύτερο ή τρίτο καφέ της ημέρας και προσπαθώντας να συντάξω ένα email επαγγελματικό μεν, ρουτίνας δε, γι’ αυτό κι είχα ανοιχτή την τηλεόραση, της οποίας το πρόγραμμα διακόπηκε, για να μεταδοθεί εκτάκτως αυτή η σε κάθε περίπτωση εξωφρενική είδηση. Ε λοιπόν, το πρώτο που θυμάμαι είναι η ησυχία. Μια περίεργη ησυχία. Η πόλη ησύχαζε, η πολυκατοικία ησύχαζε, το διαμέρισμα ησύχαζε, κανένα τηλεφώνημα, κανένας ήχος messenger, viber, συγγενής ή φίλος κανείς να μοιραστούμε εντυπώσεις και τα συναφή, όπως κάναμε πάντα τον καλό καιρό, πολύ περισσότερο τώρα που είμαστε αποκλεισμένοι στα σπίτια μας. Το απέδωσα αυτό στο μούδιασμα όλων που προκλήθηκε από την ασάφεια. Εννοώ πως ό,τι μεταδόθηκε, πέρα από απίστευτο, ήταν και κάπως θολό. Ήξερα πως ο Έλβις είχε πεθάνει το 1977 στα σαραντακάτι του. Αν ζούσε σήμερα, θα ήταν 87 χρονών. Το γερόντιο που αποκάλυψε η κάμερα και που ο Γενικός Γραμματέας τής Π.Α.Ε. άμα τη λήξει τού εισαγωγικού του λογυδρίου μάς το σύστησε ως τον Έλβις, θα μπορούσε να έχει αυτή την ηλικία. Για ομοιότητα, βέβαια, με τη νεανική εικόνα τού Έλβις ούτε λόγος. Το γερόντιο, μορμολύκειο κανονικό, βρισκόταν καθισμένο σε μια καρέκλα και κοιτούσε απλανώς στο κενό. Η φωνή του δεν ακούστηκε καθόλου. Έδειχνε να μην ακούει καν τα προκαταρκτικά σαλιαρίσματα του Γραμματέα, με τα οποία εξέφραζε τις ευχαριστίες του που ο Έλβις, διακρίνοντας τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει η ανθρωπότητα, αποφάσισε να αποκαλύψει τον σκηνοθετημένο του θάνατο και να δώσει ένα χεράκι για τη σωτηρία του είδους, που κινδύνευε εξαιτίας κάποιων απερίσκεπτων να εξαφανιστεί, μα τώρα όχι, τώρα κι ο τελευταίος βλάκας θα μπορούσε να το κάνει όπως ο Έλβις, τώρα κι ο ελάχιστος των ανθρώπων θα μπορούσε να γίνει Βασιλιάς, τώρα κι ο πιο απείθαρχος θα καθόταν σπίτι του, θα γινόταν πειθήνιος και συνετός, θα καταλάβαινε ότι άξιζε να μην διακινδυνεύσει να μολυνθεί, να μην επιτρέψει να μολύνει, να μην στερήσει ούτε από τον εαυτό του ούτε κι από κανέναν άλλον τη δυνατότητα να χαρεί μέχρι τέλους, έστω στη φωλιά του, έστω στη φυλακή του, έστω στο λαγούμι του, έστω στο χάρτινο κουτί του, να χαρεί αυτόν τον τόσο απρόβλεπτο, τον τόσο εκπληκτικό, τον τόσο λαμπρό και απερίγραπτο κόσμο. Ας δώσει λοιπόν το σύνθημα ο Έλβις, ο Βασιλιάς του κόσμου, ας ξαναγίνει μαγική απ’ τα δικά του χείλη αυτή η έσχατη εντολή, αυτό το υπέρτατο καθήκον, ας συναιρεθεί η Βαβέλ που μάς χώρισε στη μαγική φράση που θα μας ενώσει στον κοινό αγώνα: Stay In Your Fucking Home, Στέι Ιν Γιόαρ Φάκιν Χόουμ, Μείνετε Μέσα Στα Γαμημένα Σας Τα Σπίτια.

Ο μόνος λόγος που, εμένα τουλάχιστον, με έκανε να πιστέψω πως έβλεπα στην οθόνη τον αληθινό Έλβις ήταν η σιωπή του. Η φωνή του δεν ακούστηκε καθόλου. Ο Βασιλιάς ήταν βουβός. Νομίζω και λυπημένος. Αν όλο αυτό το σκηνικό ήταν στημένο από την Π.Α.Ε., δεν θα έπρεπε κάτι να πει ο «Έλβις»-συνεργός τους; Δεν είπε τίποτα. Ο Γραμματέας το απέδωσε στη συγκίνηση αλλά και στο γεγονός πως, μετά από τόσα χρόνια στη σιωπή και την απομόνωση, ο Έλβις είχε ξεχάσει να επικοινωνεί φυσιολογικά με τον κόσμο, χώρια η έξτρα επιβάρυνση από το γήρας του. Εντέλει, η αυλαία έπεσε με τον Γραμματέα να ψελλίζει κάτι αόριστες υποσχέσεις για επανεμφάνιση του Έλβις σε άλλη στιγμή «στο άμεσο μέλλον, αδέρφια μου», όταν θα είναι πιο έτοιμος να δώσει το σύνθημα επιστροφής της ανθρωπότητας στη σύνεση και την ευπείθεια.

Δεν ξέρω αν τελικά θα μάθουμε ποτέ ποιος ήταν εκείνος ο σιωπηλός γέρων που προβλήθηκε ως Έλβις. Ένας άσχετος ανθρωπάκος που στρατολογήθηκε, ενδεχομένως και άθελά του, για μια θεατρική παράσταση με φιλανθρωπικούς σκοπούς; Ο ίδιος ο Έλβις, που μετάνιωσε την ώρα και τη στιγμή της επανόδου του στο προσκήνιο; Το σίγουρο είναι πως η Προστασία Ανθρωπίνου Είδους βλέποντας, την επαύριον κιόλας, τις συνέπειες της πρωτοβουλίας της να εκσφενδονίσει τον όποιο Έλβις προς άγραν ανεξημέρωτων και ασυμμόρφωτων πληθυσμών τού υπό προστασία της είδους, ανέκρουσε πρύμναν διακηρύσσοντας πως έπεσε θύμα μιας καλοστημένης πλεκτάνης, ή μάλλον παρεξήγησης, διότι το γερόντιο στο οποίο εμπιστεύτηκε τη διαπαιδαγώγησή μας δεν ήταν καν ένας φαρσέρ, αλλά ένας ψυχοπαθής, πάλαι ποτέ σωσίας του Έλβις, ο οποίος είχε πιστέψει τόσο πολύ πως δεν είναι πετυχημένο αντίγραφο αλλά αυθεντικό πρωτότυπο, ώστε η εξαπάτηση της Π.Α.Ε., σύμφωνα τουλάχιστον με την ίδια την Π.Α.Ε., δεν πρόδιδε τόσο τη δική της αφέλεια όσο τη δική του ιδιότυπη πανουργία, μιας και πρώτος αυτός είχε πείσει τον εαυτό του για το γνήσιο της υπογραφής που έφερε η εικόνα του.

Ήταν αργά. Ήταν σε κάθε περίπτωση αργά. Ό,τι και να είχε συμβεί, είτε αυτή η ιστορία ήταν προϊόν πλεκτάνης είτε παρεξήγησης, είτε είχε εξαπατήσει η Π.Α.Ε. εμάς είτε είχε πέσει θύμα εξαπάτησης, είτε αυτός ήταν ένας αυθεντικός Έλβις είτε ένα κίβδηλο ομοίωμά του, όπου τέλος πάντων και να στεκόταν η μπίλια της αλήθειας σ’ αυτό το σπειροειδές έλασμα των εκδοχών, η ζημιά είχε γίνει: οι άνθρωποι είχαν βγει στους δρόμους…

Μέχρι κι αυτή τη στιγμή, πέντε μέρες μετά από την φανέρωση του Έλβις και τέσσερις μετά από την προσπάθεια της Π.Α.Ε να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, ο πλανήτης βάλλεται στην ουσία από δυο ιούς, τον Sodorrah και τώρα πια τον «ιό» που διεθνώς αποκαλείται Elvirus και στην ημεδαπή Έλβιος, κατά κανόνα, αλλά ακούγονται και τα Ελβίος και Ελβιός, όμως τα φιλολογικά επιχειρήματα της κάθε πλευράς για την πιο σωστή απόδοση του ονόματος είναι το τελευταίο που μ’ ενδιαφέρει, και το τελευταίο που θα έπρεπε να ενδιαφέρει τον κάθε λογικό άνθρωπο. Αυτό που προέχει είναι να σταματήσει η τοξική επίδραση που είχε, και εξακολουθεί να έχει, η υπόμνηση του Έλβις πάνω μας –και ναι, τολμώ να συμπεριλάβω και τον εαυτό μου στα θύματα, και μέσα από τον εαυτό μου να μπορέσω να φανταστώ τι συνέβη και στους άλλους, γιατί μάλλον όλοι το ίδιο πράγμα πάθαμε, είδαμε το γερόντιο στις οθόνες μας και ψάξαμε να βρούμε τυχόν ομοιότητες με τη νεανική εκδοχή τού Έλβις και κάναμε τη βλακεία να μην περιοριστούμε στην αναζήτηση φωτογραφιών, στατικών δηλαδή εικόνων, αλλά επιπλέον τρυπώσαμε στα μουσικά κανάλια που έχουν και βίντεο και μας σάρωσε ο αέρας των κινούμενων εικόνων, αέρας που σηκωνόταν ορμητικός από χέρια, από πόδια, από γοφούς, από κεφάλια, από ξεβιδωμένα σώματα που χόρευαν rock ‘n roll, αέρας με ζεστό ιδρώτα που έλουζε με κρύο ιδρώτα την ακινησία μας, κι οι πιο ψύχραιμοι, καθισμένοι στις καρέκλες, ριγμένοι στους καναπέδες, ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας, σφηνωμένοι ανάμεσα στους χώρους που διακτινίστηκαν στον χώρο μας, είδαμε μεμονωμένα μέλη του κορμιού μας να ξεσφηνώνονται, σχεδόν εν αγνοία μας, σχεδόν άθελά μας, και να κουνιούνται και να χιμάνε στον ρυθμό όπως θα χίμαγε ο νεκρός στον ζωντανό, αν μπορούσε να του υφαρπάξει τις φλέβες, το αίμα, τα νεύρα, τους μυς, την καρδιά, το δέρμα, τα εξαίσια όργανα του βιαστικού θιάσου που είναι η ζωή μας, αλλά αντέξαμε, μόνο ένα χέρι απ’ τον καθένα, ένα πόδι, λιγάκι κάπως το κεφάλι μας ακολούθησαν για λίγη ή περισσότερη ώρα τον ρυθμό, όμως, αλίμονο, πολλούς τούς τσάκωσε η αρπάγη του σύγκορμους κι όχι μόνο τούς έκανε να σπαρταράνε σαν δαιμονισμένοι, αλλά τους έβγαλε και στον δρόμο, ίσως γιατί ήδη έμεναν σχεδόν στον δρόμο, αλλά κι αυτό το «σχεδόν» ήταν ικανό να προστατέψει τη δημόσια υγεία, δεν χρειάζονται και πολλά, ένα υποτυπώδες ντουβάρι, λίγο κοτετσόσυρμα, κάνας τσίγκος, πεπιεσμένο χαρτί εν ανάγκη, μια τριχιά ρε αδερφέ, κάτι που να υποστηρίζει το ό-ρι-ο, να διαχωρίζει το μέσα από το έξω, το ιδιωτικό από το δημόσιο, με την προϋπόθεση ότι θα γίνεται σεβαστό αυτό το όριο και δεν θα καταργείται, όπως συμβαίνει τώρα απ’ αυτούς, οι οποίοι παρεμπιπτόντως είναι και πολλοί, τον ατελείωτο έχουν, δεν το ’χα σκεφτεί πως η ζωή είχε ξεκάνει τόσο πολλούς, βγαίνουν απ’ τ’ αχούρια τους, απ’ τα λαγούμια κι απ’ τα κουτιά τους, βιντεοσκοπούνται απ’ τα μπαλκόνια των σπιτιών να χορεύουν σαν να μην υπάρχει αύριο (έχουν σαφή προτίμηση στο «Jailhouse Rock»), να ιδρώνουνε σχεδόν ντροπιαστικά, να αγγίζονται μες στην εγκληματική τους αμέλεια, αλλά να μη γελούν, έχει συζητηθεί αυτό, και πολλοί κάνουν το λάθος να τους λένε «ζόμπι», παρασυρόμενοι από τη νεκρική τους σοβαρότητα, αλλά δεν είναι νεκροί, είναι ζωντανοί, ολοζώντανοι, ωστόσο δείχνουν πράγματι, πώς να το πω, σαν να γυρεύουν την ενσάρκωση όντας ενσώματοι, είναι τρομακτικοί, ανάγκασαν την Π.Α.Ε. να ομολογήσει ότι έπεσε θύμα ενός τρελού, οι χώρες η μία μετά την άλλη απαγορεύουν το You Tube, οι αριστεροί καταγγέλλουν τούς Έλβιος ως όργανα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, οι δεξιοί ως υπονομευτές των παραδοσιακών αξιών, οι θεοσεβούμενοι ως ολετήρες της θεοσέβειας, για τους μεταμοντέρνους είναι προμοντερνικοί και για τους βαθείς διανοούμενους επιφανειακοί, ωστόσο οι σημειολόγοι τούς σημειολογούν με συγκινητική σχολαστικότητα και οι λογοτέχνες τούς λογοτεχνούν με συγκρατημένη ποιητικότητα, κι όλοι μαζί, παρά τις επιμέρους διαφωνίες, συμφωνούν πως έχουμε να κάνουμε με τη μεγαλύτερη υγειονομική βόμβα που γνώρισε η ανθρωπότητα, ενώ στα καθ’ ημάς η πάντα διακριτική Εκκλησία μάς «ενόχλησε» ήδη δύο φορές στέλνοντάς μας εμψυχωτικά μηνύματα στο τηλέφωνο, «Όταν ακούσητε πολέμους και ακαταστασίας, μη πτοηθήτε, Λουκάς ΚΑ 9» και «Οράτε μη θροείσθε, Ματθαίος ΚΔ 6», η δε Πολιτική Προστασία ήδη πριν λίγο έστειλε το Υπ’ Αριθμόν 27 μήνυμά της «Οι Δυνάμεις Ασφαλείας είναι πανέτοιμες. Καλυφθείτε σπίτια σας και μη βγείτε έξω ό,τι και να ακούσετε» –αίμα μού μυρίζεται. Το αίμα φέρνει αίμα. Υπάρχουν πιο έξυπνοι τρόποι να επανέλθουμε στην κανονικότητα τού Sodorrah, στην οικειότητα της δικής μας αρρώστιας. Λίγη πονηριά, ρε γαμώτο. Γιατί να σκοτώσεις, όταν μπορείς απλώς να κοιμίσεις, διότι είμαι σίγουρη πως οι λίγοι, οι ελάχιστοι που πλησιάζουν δήθεν φιλικά τούς φορείς τού Έλβιος δεν γίνεται να εννοούν αυτά που λένε, να τους κοιμίσουν θέλουν, να τους στείλουν με τη θέλησή τους στον υπόνομο απ’ όπου βγήκαν. Όχι, όχι, αποκλείεται να εννοούν τις μπούρδες τους, κανείς νοήμων άνθρωπος δεν γίνεται να τις εννοεί. Γαλιφιές είναι όλα αυτά –δεν με ξεγελάς εμένα, κι ούτε απλώς ποζάρω μπροστά από τις βιβλιοθήκες μου, τις έχω διαβάσει κιόλας, και πραγματικά το εύχομαι να το βουλώσουν οι τόσο αναποτελεσματικοί εχθροί, και να ’ναι οι δήθεν φίλοι των Έλβιος που θα έχουν τον τελευταίο λόγο:

«Είμαστε μαζί σας. Δεν είμαστε πολλοί αλλά θα γίνουμε. Σας εκλιπαρούμε, επιστρέψτε στο σπίτι σας. Ο Sodorrah δεν αστειεύεται. Σκοτώνει. Κι εμείς σάς θέλουμε ζωντανούς. Εγκαταλείψτε αυτό που κάνετε τώρα, αλλά να μην το ξεχάσετε ποτέ. Και να μην επιτρέψετε ποτέ σε κανέναν να σας κάνει να το ξεχάσετε. Η πιο ιερή σας μνήμη να είναι το σώμα σας που χορεύει. Η πιο ακριβή σας ενσάρκωση να γίνει σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο. Να μην ξεχάσετε το σώμα σας και να θυμηθείτε ξανά το γέλιο σας. Δεν μας νοιάζει μόνο να μη μολύνετε με τον Sodorrah. Μας νοιάζει και να μην μολυνθείτε. Από τίποτα. Μη γίνετε σαν εμάς. Είστε η τελευταία μας ελπίδα. Αργά ή γρήγορα θα νικηθεί ο ιός, αλλά τότε; Τι θα γίνει τότε; Κρατήστε γερά τα τσακισμένα σας σώματα. Ακονίστε τη ματαιωμένη σας φωνή. Κάντε το για μας. Γιατί μόνο από σας ίσως ηχήσει κάποτε στ’ αφτιά μας ο μόνος τρόπος που υπάρχει για να ζούμε ανθρώπινα. Όταν όλα περάσουν, μόνο εσείς μπορείτε να δώσετε τη σωστή εντολή: “Get Out Of Your Fucking Home. Γκετ Άουτ Οφ Γιόαρ Φάκινκ Χόουμ. Βγείτε Έξω Από Τα Γαμημένα Σας Τα Σπίτια”».

 

Όλα τα διηγήματα της Μαίρης Σταθοπούλου συγκεντρωμένα εδώ

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Μ.Σ. γεννήθηκε και ζει στην Κυπαρισσία. Οι «Προϊστορίες» (Μωβ Σκίουρος, 2016) είναι το πρώτο της βιβλίο.