Εισαγωγή

                                                           «η ανώτερη ποίηση είναι το κλείσιμο πολλού σε λίγο χώρο»
                                                Κώστας Χατζόπουλος, αλληλογραφία με Παύλο Νιρβάνα, 24.2.1909

Όταν ο 22χρονος Καταλανός ποιητής Πέρε Τζιμφερέρ απευθύνθηκε στον Οκτάβιο Πας για να του πει τη γνώμη του για τα ποιήματά του, έλαβε σαν απάντηση ένα γράμμα με τη συνολική κοσμοαντίληψη του Μεξικανού για την λογοτεχνία, τη γλώσσα και το ρόλο του ποιητή. Ο Πας τον ξεχώριζε από τους υπόλοιπους ποιητές της γενιάς του ως τον μόνο σύγχρονο. Ταυτόχρονα, ο Τζιμφερέρ ξεχώριζε τον Πας ως τον μόνο Λατινοαμερικάνο ποιητή που συνδεόταν αισθητικά με το σουρεαλισμό. Η αλληλογραφία μεταξύ τους κράτησε συνολικά 30 χρόνια. ‘Οταν το 2006 ο Τζιμφερέρ έλαβε το βραβείο Οκτάβιο Πας, δήλωσε πως τα τελευταία χρόνια, όποτε έγραφε κάποιο βιβλίο, πάντα νοητικά είχε σαν παραλήπτη εκείνον.


 

[Πρεσβεία του Μεξικού]
Δελχί, στις 23 Απριλίου του 1967

Αγαπητέ φίλε:
Σπεύδω να απαντήσω στην κάρτα σας. Αλλιώς δε θα το κάνω ποτέ.

Περιμένω με ανυπομονησία την εμφάνιση του άρθρου σας στην Ínsulai. Μια φυσική ανυπομονησία: το προηγούμενο άρθρο σας ήταν γενναιόδωρο σε τέτοιο βαθμό, που δεν ξέρω αν σας ευχαρίστησα ως όφειλα…

Έλαβα επίσης Τρία ποιήματαii. Μου ζητάτε μια κρίση γι’ αυτά. Θα σας δώσω κάτι λιγότερο αλλά ίσως πιο άμεσο: την εντύπωσή μου. Πρωτίστως: εσείς είστε ένας ποιητής (γι’ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία) κι όλα όσα εσείς γράφετε, θα είναι γράψιμο ποιητή. Η παράθεση ή επιγραφή είναι ειρωνική αλλά δεν ξέρω αν τα ποιήματα, εκτός απ’ τη στιγμή που απομονώνονται, είναι πραγματικά τέτοια. Ο τόνος είναι πολύ διαφορετικός στο “Φλέγεται η θάλασσα” (Arde el mar). Θέλετε να είστε πιο μαζεμένος και να προχωρήσετε μέσω υπαινιγμών παρά μέσω αναφορών. Θέλετε να διηγηθείτε –όχι γεγονότα, μα συναισθήματα ή ψυχικές ανακαλύψεις εντός ενός πραγματικού, ακριβούς, πεζού πλαισίου. Όλα αυτά, σαν πρόγραμμα, μου φαίνονται πολύ καλά –παρόλο που μου θυμίζουν το πρόγραμμα μιας συγκεκριμένης ποίησης στην αγγλική γλώσσα. Αλλά μου φαίνεται πως, ανάμεσα στο πρόγραμμά σας και στη γλώσσα σας, ανάμεσα στην ιδέα σας και στην ιδιοσυγκρασία σας, υπάρχει ένα κενό. Δεν το βλέπω σε τούτο τον ψυχολογικό ρεαλισμό –όπως δεν το βλέπω στον Αλεϊξάντρε, που πρόσφατα προσπάθησε κάτι παρόμοιο. Επιπλέον, η γλώσσα σας δεν προσφέρεται για τέτοιας τάξης πραγματικότητες. Θα έπρεπε να την κάνετε πιο νηφάλια και πιο καθημερινή από τη μια πλευρά και, πιο «επιστημονική»iii από την άλλη. Εσείς –συγχωρήστε μου την ευθύτητα και δεχτείτε την σαν αυτό που είναι: παθιασμένο ενδιαφέρον –βλέπετε την πραγματικότητα ως κάτι γκροτέσκο και τρομερό (εκεί σχεδόν πάντα πετυχαίνετε) ή με ένα συναισθηματικό τρόπο. Και τούτο το είδος ποίησης απαιτεί ακραία αντικειμενικότητα. Είναι αυτό που δε βρίσκω στα τρία σας ποιήματα –ούτε στην πλειοψηφία αυτών που γράφονται τώρα στην Ισπανία, υπό την επιγραφή του «ρεαλισμού», είναι δεν είναι «κοινωνικός». Θα έπρεπε να χρησιμοποιήσετε μια γλώσσα πιο ασκητική, πιο αποφασιστικά πεζή ή πιο οδυνηρή, πιο ξερή… και πάνω απ’όλα, να μην ακούγεται η φωνή του συγγραφέα, την ηθική τη συμπεραίνει ο αναγνώστης χωρίς να του την πει ο ποιητής. Βλέπω στη σύγχρονη ισπανική ποίηση δύο τόνους που δεν είναι μοντέρνοι: το συναισθηματισμό και το διδακτισμό –κρίσεις για τον κόσμο και αισθηματικές εκφράσεις. Από την άλλη μεριά, η φράση στα ποιήματά σας, κατά την κρίση μου, είναι υπερβολικά μακριά, αφθονούν τα επίθετα και πολλές φορές είναι προβλεπόμενα. Αλλά αφού είστε ποιητής, ξανά και ξανά η ποίηση κερδίζει το στιλ, καταστρέφει τον τρόπο και διαρρηγνύεται: «πλανήτης πυρακτωμένου νερού»= καθρέφτης με ήλιο ή φως, είναι αξιομνημόνευτη. Η νύξη στο θάνατο του Χίτλερ είναι επίσης αποτελεσματική μα η περιγραφή που προηγείται αυτής είναι υπερβολικά μακριά και συμβατική. (Ξέρω πια πως εσείς θέλετε να είναι συμβατική, αλλά θα μπορούσατε να το καταφέρετε με περισσότερη οικονομία, και με έναν τρόπο που να πληγώνει περισσότερο τον αναγνώστη). Εκείνο με τη λεηλατημένη εκκλησία, το δράκο και τα υπόλοιπα, θα άξιζε κάτι παραπάνω από μια απαρίθμηση –και περισσότερα ενεργητικά ουσιαστικά και επίθετα… Μα είναι πιθανό να σφάλλω. Σε εμένα αρέσει περισσότερο, πολύ περισσότερο, το “Φλέγεται η θάλασσα”. Τούτο το βιβλίο με ενθουσίασε. Διαχωριζόσασταν, ακριβώς, από όλη αυτήν την ποίηση, στην οποία τώρα επιστρέφετε και με την οποία διαφωνώ, σας είπα ήδη, για δυο λόγους` ο πρώτος, γιατί δε βρίσκω σ’ αυτήν την ακρίβεια, την ειρωνεία, τους φωτισμούς συγκεκριμένων σκοτεινών ζωνών της ψυχής ή της καθημερινής ζωής που μου δίνει η ποίηση της αγγλικής γλώσσας και της οποίας η ισπανική είναι, ταυτόχρονα, μια διασκευή και μια διεύρυνση, κάποιες φορές ρομαντική (ο Θερνούδα, εσείς) και άλλες, τις περισσότερες, ρητορική` ο δεύτερος, γιατί τούτη η ποίηση, συμπεριλαμβανομένης αυτής στην αγγλική γλώσσα, δεν είναι μοντέρνα ούτε αντιπροσωπεύει την «πρωτοπορία» (για να χρησιμοποιήσω τούτο το χυδαίο και αντιπαθητικό όρο). Η μοντέρνα ποίηση στην αγγλική γλώσσα είναι αυτό που βρίσκεται μετά, όχι πριν, τον Πάουντ και τον Ου. Κ. Ουίλιαμς` στη Γαλλία, αυτό που έρχεται μετά το σουρεαλισμό (που είναι πολύ λίγο)` στην ισπανική γλώσσα, αυτό που υπάρχει μετά τον Ποιητή στη Νέα Υόρκη, το Αλτασόρ, το Καταστροφή ή αγάπη, τα Ανθρώπινα Ποιήματα, την Κατοικία στη γη. Στη Λατινική Αμερική βεβαίως και έχουν συμβεί πράγματα μετά από τούτα τα βιβλία: ο Λεθάμα Λίμα, ο Πάρρα, ο Ενρίκε Μολίνα και πολλοί άλλοι. Αλλά στην Ισπανία; Στην Ισπανία υπήρξε μια επιστροφή και γι’ αυτό χαιρέτησα το βιβλίο σας με ενθουσιασμό. Μου φάνηκε, μου φαίνεται, πως ανανέωνε τη μεγάλη μοντέρνα παράδοση της ποίησης στη γλώσσα μας και πως δεν ήταν μια επιστροφή –όπως λέει το σημείωμα στα Τρία ποιήματα- στην πρωτοπορία του 1914 (αυτό θα πει να μην ξέρεις τι ήταν τούτη η πρωτοπορία), μα μια ρήξη με τον ψευδορεαλισμό. Το “Φλέγεται η θάλασσα” υπήρξε μη σύγχρονο στην Ισπανία διότι γράψατε ένα βιβλίο σύγχρονης ποίησης με μια γλώσσα των ημερών μας, προς τα μπροστά, τόσο, που η σύγχρονη ποίηση της Ισπανίας είναι μη σύγχρονη επειδή είναι μια ξεπερασμένη ποίηση. Ξανά: συγχωρήστε τη σκληρότητα των κρίσεών μου αλλά πιστέψτε πως δεν θα σας τις είχα επικοινωνήσει αν δεν είχα υπολογίσει προκαταβολικά, πρώτον, την ευφυΐα σας κι έπειτα, τη γενναιοδωρία σας. Τελευταίο: οι σύγχρονοι ποιητές σε όλο τον κόσμο -εκτός από την Ισπανία, όπου ο περιγραφικός, νοσταλγικός και διδακτικός ρεαλισμός συνεχίζει να επικρατεί σαν να ζούσαμε στα τέλη του 19ου αιώνα- είναι ενθουσιασμένοι από τις σχέσεις ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη γλώσσα, από το φαντασματικό χαρακτήρα της πρώτης, από τις ανακαλύψεις της γλωσσολογίας και της ανθρωπολογίας, από τον ερωτισμό, από τη σχέση ανάμεσα στα ναρκωτικά και τον ψυχισμό και, τέλος, από το να κατασκευάζουν ή να καταστρέφουν τη γλώσσα. Διότι αυτό που διακυβεύεται δεν είναι η πραγματικότητα, μα η γλώσσα. Κι αυτό γίνεται με δυο τρόπους: την πραγματικότητα της γλώσσας και την όχι λιγότερο εκπληκτική γλώσσα της πραγματικότητας. Μ’ αυτήν την έννοια –όχι μ’ αυτή της λεκτικής ρητορικής- ο σουρεαλισμός έχει παρέλθει – παρόλο που, όπως είναι φυσικό και με άλλο όνομα, θα επανεμφανιστεί, επανεμφανίζεται ήδη στην αναζήτηση των νέων ποιητών. Αγαπητέ Τζιμφερέρ: αμφισβητείστε τις λέξεις ή μην τις εμπιστεύεστε- μα μην προσπαθείτε να τις καθοδηγήσετε, μήτε να τις τιθασεύσετε. Παλέψτε με τη γλώσσα. Προχωρήστε την εξερεύνηση και την έκρηξη που αρχίσατε στο “Φλέγεται η θάλασσα”. Σήμερα, διαβάζοντας σε μια εφημερίδα μια είδηση για δεν ξέρω ποια ταινία, σκόνταψα σε αυτή τη φράση: ο άνθρωπος δεν είναι πουλί. Και σκέφτηκα: το να λέει κανείς πως ο άνθρωπος δεν είναι πουλί είναι να λέει κάτι που όντας γνωστό θα έπρεπε να αποσιωπηθεί. Μα το να λέει πως ο άνθρωπος είναι πουλί είναι κοινός τόπος. Τότε… τότε ο ποιητής πρέπει να βρει την άλλη λέξη, τη λέξη που δεν έχει λεχθεί και που τα αποσιωπητικά στο «τότε» ορίζουν ως σιωπή. Έτσι, παλέψτε με τη σιωπή.

ο ποιητής Πέρε Τζιμφερέρ μπροστά στην φωτογραφία του Πας

Το πεπρωμένο ενός ποιητή –όπως κάθε ανθρώπινου όντος- είναι απρόβλεπτο και μυστηριώδες. Ίσως εσείς θα έπρεπε να έχετε γράψει τα Μαδριγάλια. Ίσως δίχως τα Μαδριγάλια να μη γράψετε αυτό που μια μέρα οφείλετε να γράψετε και που θα είναι η άρνηση τούτων των ποιημάτων και του “Φλέγεται η θάλασσα”. Αν είναι έτσι (και δεν αμφιβάλλω) αυτό το γράμμα είναι μια ανοησία που δεν έχει άλλο πρόσχημα από αυτό: το έχω γράψει σαν να το έγραφα σε μένα τον ίδιο.

Ο φίλος σας,
Οκτάβιο Πας

Παραπομπές

i Δικό μου τευχίδιο που δημοσιεύτηκε στη Μάλαγα το 1967 από τον Άνχελ Καφαρένα, με ένα σημείωμα παρουσίασης από τον Αλφόνσο Κανάλες. Δύο απ’ αυτά τα ποιήματα ανήκαν στο βιβλίο μου Μαδριγάλια, που έχω αφήσει ανέκδοτο ως έχει, όπως άλλα ποιήματα εκείνης της εποχής, ως συνέπεια των παρατηρήσεων του Οκτάβιο σε αυτήν την κάρτα και την επόμενη (Σημείωση του Πέρε Τζιμφερέρ)

ii Λογοτεχνικό περιοδικό.

iii Για παράδειγμα, στο Λόουελ: καθημερινή γλώσσα + επιστημονική γλώσσα (ψυχολογική) + Βίβλος + ευρωπαϊκή ποιητική παράδοση. (Σημείωση του Οκτάβιο Πας)

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Ναταλί Φύτρου γεννήθηκε το 1989 στην Αθήνα. Σπούδασε Οικονομικά.Από μικρή της άρεσε να ακούει και να διηγειται ιστορίες. To 2016 μετέφρασε ένα διήγημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο και το έστειλε στον καθηγητή Ισπανικών της. Διατηρεί το μπλογκ universo2666.blogspot.com