Η βλοσυρότητα οφείλει να είναι ο πιο πιστός σου σύμμαχος όταν αρχίζεις να γράφεις ένα κριτικό σημείωμα. Αυτή είναι που θα εξουδετερώσει τον υποκειμενισμό. Αυτή θα ατσαλώσει το κείμενο ώστε να μην ξεπέσει σε ένα δελτίο τύπου χειραγώγησης του θεατή. Με λίγα λόγια: δε θέλω να πείσω κανέναν να πάει να δει τον «Μεγάλο Δαμαστή» του Παπαϊωάννου που έκανε πρεμιέρα στη Στέγη πριν ταξιδέψει σε διάφορα μέρη του κόσμου. Το θέμα είναι πως δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. Ας αρχίσω κι ο θεός βοηθός. Κι όχι τυχαία η επίκλησή μου. Γιατί ο Παπαϊωάννου είναι ένας βέβηλος άνθρωπος. Προσωπικά δεν έχω ξαναδεί σύγχρονο καλλιτέχνη να έχει τέτοιο πάθος να γίνει θεός. Να εμφυσείται από τέτοια εμμονή να τον εξοβελίσει, να καταλάβει το θρόνο του και να νομοθετήσει τη φύση εξαρχής. «Πειράζει;» μου ανταπαντά η Λίνα καθώς το συζητάμε απέξω. Δεν ξέρω αν πειράζει. Πάντως θέλω να με πιστέψετε.
Καθόλη την διάρκεια της παράστασης αυτό ήταν το επίδικο: η πάταξη του φυσικού νόμου. Εκατό λεπτά μάχης ενάντια στη βαναυσότητα της πλανητικής βαρύτητας όπου στη μάχη αυτή η ανθρώπινη σιλουέτα κατάφερνε να μεταμορφωθεί σε φυσαλίδα, κι ύστερα σε υλικό ενός βικτωριανού καμβά, κι έπειτα σε ένα ανείπωτο όραμα του Giotto. Έβλεπες τον άκαμπτο όγκο του κορμιού να αλλάζει υπόσταση και να φυλλορροεί στην ατμόσφαιρα. Υπήρχαν στιγμές που αντίκριζες την ψυχή να εξέρχεται από το στήθος των ερμηνευτών και να αποκτάει σχήμα. Και μάλιστα με ακρίβεια σχεδιασμού, με απόλυτα γεωμετρικούς όρους, με νούμερα και αποδείξεις, έτσι όπως ακριβώς περιγράφει την ψυχή ο Τίμαιος στον φιλοσοφικό διάλογο με τον Σωκράτη. Γενικά, να σε ρωτήσω: έχεις πιάσει ποτέ ανθρώπινη ψυχή;
Επιμένω σε αυτό. Όλα ερμηνεύονταν κατά βάθος ως μια ειρωνεία προς το θεό. Κομμάτιαζε το ανθρώπινο σώμα, το συγκολλούσε με σπαράγματα άλλης σάρκας, δημιουργούσε νέα ανείπωτα φύλα. Στη λαχανιασμένη σκηνή του αστροναύτη -όλο το θέατρο λαχανιασμένο- κατάφερνε και γεννούσε την απουσία βαρύτητας στη γη, εν τέλει μελλοντολογούσε; Μένει να διαφανεί κάποτε.
Μέχρι τότε θα ελλοχεύουμε την φυσική ανατροπή αυτού του κόσμου. Κι ας σταθώ σε μία οριακή σκηνή στην αρχή του έργου: ο άνθρωπος να περπατάει με τα δυο του χέρια. Τα πόδια υψωμένα προς τον ουρανό. Και να βγαίνουν ρίζες από τις σόλες των παπουτσιών. «Ψυχή μεριά». Ανακαλώ αυτόματα τη φράση «ο άνθρωπος είναι το ανάποδο δέντρο» από το «Σύσσημο» του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Και ύστερα πάλι εμφανίζεται ο Τίμαιος στη σκέψη μου, όταν αναφέρει πως [..] η ψυχή είναι ένας δαίμονας που κατοικεί στην κορυφή του σώματός μας και μας ανυψώνει από τη Γη προς την ουράνια συγγένεια, σαν να είμαστε όχι γήινα, αλλά ουράνια φυτά.
Είναι λοιπόν φανερό πως ο Παπαϊωάννου, ακόμη κι αν δεν κάνει ρητή ή εξ΄αντανακλάσεως αναφορά στον Πλάτωνα, παρόλο που το έργο του βρίθει μυθολογικών αλληγοριών και πολιτισμικών συμβολισμών από διάφορες ιστορικές περιόδους ανά τον κόσμο και ανά τον χώρο σαν ένα χοροντοκιμαντέρ, ίσως μάλιστα περισσότερο απ’ ό,τι θα απαιτούσε η εις βάθος εστίαση του στοχασμού του, είναι πάντως φανερό πως η θεαματικότητα του Μεγάλου Δαμαστή είναι σε θέση να στηρίξει έμπρακτα το θέαμά του, σχεδόν προς έκπληξή μου καθότι ομολογώ πως βρίσκω αποκρουστική την ενασχόληση του καλλιτέχνη με τα μαζικά θεάματα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Επίσης δεν κρύβω πως υπήρχαν σκηνές που η εικονοποιία έχανε τη βαρύνουσα δραματουργία της καθώς ένιωθες πως η δράση φλερτάρει έντονα με την ταχυδακτυλουργία μα όχι όμως για πολύ αφού σύντομα, και με την επικουρία της βαθύψυχης μουσικής επιλογής της παράστασης, επέστρεφε το περιεχόμενο στον ορίζοντα. Έναν ορίζοντα γήινο, γεμάτο κρυψώνες, που παρέμπεμπαν στην χαμένη παιδικότητα της οικουμένης, της προσωπικής οικουμένης του Παπαϊωάννου, έναν ορίζοντα κινούμενο σαν παραμύθι εξού και πάντα έτοιμο να σε ξαφνιάσει με τη νέα αποκάλυψη που θα συμβεί: θα είναι μια ανθρώπινη κεφαλή που θα αναδυθεί, μια πέτρα σεληνιακή; μια κάθετη πτώση; μια φωτίζουσα λίμνη; ένα γυμνό κορμί, μήπως ένας ανθρώπινος σκελετός; Πάντα ο σκελετός. Και πάντα η ανάσα του.
Ας το τελειώνουμε. Καλώς η κακώς ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είναι ο μόνος εγχώριος άνθρωπος του θεάτρου που βρίσκεται σε θέση να γεννάει μια νέα εικόνα σε παγκόσμιο επίπεδο. Κι αν η καλλιτεχνική του επιθυμία είναι να γίνει θεός αυτό ισοδυναμεί με την επιθυμία του να ηττάται διαρκώς. Η υπόκλιση του θιάσου στο τέλος εν μέσω ζητωκραυγών τι άλλο σήμαινε στα μάτια μου αν όχι μια δήλωση αποτυχίας για την επιστροφή στην ανθρώπινη υπόσταση και στη τραγωδία της θνητότητας. Αν και όπως κοιτάω πάλι τη φωτογραφία που αποθανάτισα στα κλεφτά από την ταξιθέτρια δεν αποκλείεται να ετοιμάζονται και για βουτιά. Στην αγκαλιά. Του «Μεγάλου Δαμαστή» ∴