Είναι κάποιοι άνθρωποι που έρχονται από μακριά, μιλάνε μια γλώσσα παράξενη, μπαίνουν στη ζωή σου σε χρόνο ανύποπτο, κι ακούν σε ένα όνομα παραμυθένιο. Ο άνθρωπος αυτός λεγόταν El Hedi ben Salem Barek Mohammed Mustafa, ερχόταν από τα μαροκινά βουνά του Άτλαντα, ανήκε στη φυλή Barber, άφησε πίσω του γυναίκα και παιδιά, για να βρεθεί στο Παρίσι, λες και βρισκόταν σε αποστολή διαβολική, να κοιταχτεί σε ένα δημόσιο λουτρό με τον Φασμπίντερ, και ύστερα η ιστορία να αρχίσει να μετράει αντίστροφα. Σύντομα θα πεθάνουν και οι δυο.

Μέχρι τότε, γυρνάνε μαζί στο Βερολίνο. Συγκατοικούν. Η σχέση τους είναι ταραχώδης. Ποιος θα προλάβει να εξοντώσει ποιον. Ναρκωτικά και αλκοόλ. Ο Salem θα παίξει μικρούς ρόλους στις ταινίες του. Θα πρωταγωνιστήσει σε μία. Αυτή με το χαμηλότερο μπάτζετ. Αυτή με διάρκεια γυρισμάτων 15 ημέρες. Μα και αυτή που θα κάνει τον Φασμπίντερ ευρύτερα γνωστό: είναι «ο φόβος τρώει τα σωθικά».

Πρόκειται για ένα ρομάντσο ενάντια στο ρατσισμό σε δύο άξονες: ξενοφοβία απ’ τη μια, διακρίσεις λόγω ηλικίας απ’ την άλλη. Η ερωτική ιστορία διαδραματίζεται στην μεταπολεμική Γερμανία και αφορά έναν μαροκινό νεαρό μετανάστη, τον Salem, και μια τυπική ηλικιωμένη γερμανίδα, την βραβευμένη στις Κάννες για τον συγκεκριμένο ρόλο, Brigitte Mira. Kι όλα αυτά με μία έντονη θεατρική διάθεση και σε σενάριο απόλυτα δραματικό. Ή έτσι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Γιατί μόνο η κινηματογραφική φόρμα του Φασμπίντερ θα μπορούσε να πάρει μια ιδανική αντιρατσιστική ιστορία αγάπης και να την απομυζήσει συναισθηματικά απορρίπτοντας το ηθικοπλαστικό δάκρυ της αριστεράς. Θέλω να πω πως ναι μεν αποδέχεται να ερεθίσει τη συγκίνησή σου αλλά φράζοντας πρώτα τους δακρυγόνους αδένες σου. Αυτό το συναισθηματικό πάγωμα, σαν ένα σοκ που επικοινωνούσε τη φιλοσοφία του Γκουρτζίεφ για την αποδέσμευση από τον εαυτό, γινόταν ξεκάθαρο ως υπόρρητη πρόθεση. Ακόμα και τα δάκρυα των πρωταγωνιστών δε δείχνονταν, τα συμβόλιζε η βροχή που τους μούλιαζε. Με τον τρόπο αυτό σου προσέφερε μια σπάνια αίσθηση εσωτερικότητας, αποδομώντας για τα καλά το απολαυστικό αμερικάνικο σινεμά που συνήθως επιδιώκει να μιλήσει με ευκολία στην ψυχή σου. Και η αποδόμηση δεν τελειώνει εδώ. Γιατί εκεί που οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, με τους οποίους νιώθεις ταυτισμένος πλήρως, φαίνεται να έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν τα πανίσχυρα εμπόδια του περίγυρου, ενός περίγυρου που αλληγορεί την κοινή γνώμη της Γερμανίας (ο γιος της ξεσπά πάνω στην οθόνη της τηλεόρασης όταν μαθαίνει για τη σχέση τους), και τα έχουν ξεπεράσει μέσω ενός συμβολικού ταξιδιού που παραπέμπει στην αλλαγή εθνικής αφήγησης ως προς την αντιμετώπιση της έννοιας του μετανάστη, εκεί λοιπόν που λες πως τα έχουν καταφέρει, συμβαίνει μία ακόμα σκηνοθετική ατιμία. Ο σκηνοθέτης διαβάλλει ασυνάρτητα την προσωπικότητα της ηλικιωμένης, λες και επρόκειτο για σενάριο μιας κανονικής ζωής και όχι κινηματογράφου. Την απεικονίζει μπροστά στις φίλες της να περηφανεύεται για τον Salem, τον άντρα της πια, μόνο ως ένα σώμα εξωτικό. Κοιτάχτε μύες που έχει! Το ανατρεπτικό αυτό γεγονός αναγκάζει το θεατή εκ των πραγμάτων να ρίξει όλο το βάρος της ταύτισής του στο ηθικό μεγαλείο του Salem. Άσχημη εξέλιξη, εξάτμιση του happy end, μα κάτι τέλος πάντων μένει για να έχει να στηριχτεί η πίστη σου. Όχι για πολύ. Ο Salem γίνεται έπειτα κάθαρμα. Την ειρωνεύεται μπροστά στους φίλους του στη δουλειά. Αποδέχεται κι αυτός τον ρόλο του εκμεταλλευτή όσον αφορά το γάμο μαζί της. Από ποιον χαρακτήρα θα λυτρωθείς τώρα; Μηδέν. Φασμπίντερ είσαι κάθαρμα. Ύστερα από αυτή τη ρουλέτα που παίζει με τα σώψυχά σου αποφασίζει να γίνει δομικά αμετάκλητος. Το ζευγάρι ανταμώνει ξανά, παραδέχεται τα λάθη του, αγκαλιάζεται χορευτικά στο ίδιο σημείο όπου άρχισαν όλα, μα η ταξική αλήθεια καραδοκεί. Ο Salem χάνει εκείνη τη στιγμή τις αισθήσεις του. Ο κάματος της εκμεταλλευόμενης σάρκας στέκει ως θέσφατο ματαιότητας προς κάθε ατομική επιθυμία. Η επικερδής φθορά του προλετάριου. Το σώμα-θυσία. Μήπως το τίμημα για την απουσία ταξικής συνείδησης; Πάντως αυτή είναι η βιολογία του καπιταλιστικού αδιεξόδου. Κανείς δε θα γλιτώσει από την κυριαρχία της εξουσίας πάνω στο σώμα. Ο Φουκώ άγγιζε τα 50 όταν γινόταν η ταινία.


 

Κι έπειτα, επιστροφή στην πραγματική ζωή. Ξανά ναρκωτικά και αλκοόλ. Και ανεξέλεγκτη βία μεταξύ τους. Ο Salem φέρνει τους δύο γιους του στο σπίτι. Τραγωδία. Ο ένας θα επιστρέψει στη μητέρα του. Ο άλλος θα καταλήξει σε αναμορφωτήριο. Ώσπου ο Φασμπίντερ, αυτός ο ομοφυλόφιλος γυναικάς, αναγκάζεται να βάλει ένα τέλος στη σχέση τους. Ο Salem μαχαιρώνει τρεις ανθρώπους σε ένα μπαρ -όχι θανάσιμα. Τότε επιστρέφει στον Φασμπίντερ λέγοντας: «τώρα δε χρειάζεται να με φοβάσαι πια. Είμαι καθαρός από οργή». Και κάπως έτσι τον φυγαδεύουν οι φίλοι του για τη Γαλλία. Εκεί, αρκετούς μήνες αργότερα, θα συλληφθεί από τις αρχές. Θα οδηγηθεί στη φυλακή. Δε γνωρίζουμε πολλά. Ξέρουμε μόνο πως θα κρεμαστεί στο κελί του. Κανείς δεν παίρνει την πρωτοβουλία να πει τα νέα του θανάτου του στον Φασμπίντερ. Θα τα μάθει πολύ αργότερα, το 1982, όταν και γυρνούσε το «Querelle», την ταινία που έμελλε να είναι η τελευταία του. Στο άκουσμα του θανάτου του Salem, του αφιερώνει την ταινία. Λίγο μετά βρίσκεται κι εκείνος νεκρός από έναν συνδυασμό βαρβιτουρικών και κοκαΐνης. Κάποιοι ισχυρίζονται πως ο θάνατος του Salem τον εξόντωσε. Άλλοι, το σενάριο της Ρόζα Λούξεμπουργκ που είχε στο πλάι του. Ποιος ξέρει; Το μόνο σίγουρο πάντως, κι αυτό που μένει τελικά, είναι πως όντως ο φόβος τρώει τα σωθικά. Μα και συ, αγαπητή μου αλήθεια, σκατά τα κάνεις πάλι.


Ι don’ t throw bombs. I make films  | R.W.F.


ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Σαμσών Ρακάς γεννήθηκε το 1981 και ζει στην περιπλανώμενη Αθήνα (http://academia-romantica.edu.gr/). Ο «Ούτις» (εκδ. Υποκείμενο) είναι ο προσωπικός του Θεός.