Άκουσα το «Περί Πάθους» για πρώτη φορά το 2002, ως μέρος της ενότητας του ανολοκλήρωτου «Κοινού Βίου», που άνοιγε τον δίσκο 2000 Μ.Χ.. Το ξεχώρισα αμέσως (μαζί με το «Κύριε», που χτυπούσε άλλη φλέβα), και έκτοτε μου έγινε εμμονή (Όσοι έτυχε να παρακολουθήσουν την πορεία των ΚΥ θα γνωρίζουν τα «Περί Πάθους ’05» και «Περί Πάθους ’06», αλλά και τον «Χωριστό Βίο», από τον τελευταίο δίσκο, που το ακατανόητο για μένα σήμερα γεγονός ότι δέχτηκα να μην τραγουδήσω τότε, δικαιώνει απολύτως τον τίτλο του).
Οι πιο αληθινοί στίχοι κλείνουν το μάτι στην αφέλεια. Πάντα το πίστευα, πάντα με γοήτευε αυτού του είδους η αφέλεια, ενός χειροπιαστού, γήινου σουρεαλισμού, που, τελικά, απλά λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους: «Ήταν τα δέντρα πράσινα / κι η σκάλα μέχρι το λιμάνι». Δεν είναι η μόνη φορά που ένιωσα τέτοια περίεργη σύνδεση με τον τόπο σε ποίημα του Χρονά (οι “ακόλουθοι” το γνωρίζουν κι αυτό), παρ’ ότι δεν γνώρισα ποτέ ωτομοτρίς. Ίσως γιατί δεν είχα ποτέ χωριό, για να πηγαίνω τα σαββατοκύριακα, όπως οι συμμαθητές μου. Το “χωριό” μου, στο οποίο και ζούσα μέχρι την (τυπική) ενηλικίωσή μου, ήταν ένα προάστιο, που έφτανε μέχρι το λιμάνι. Και η ποίηση του Χρονά είναι για μένα μια ποίηση των “συγκεχυμένων” προαστίων, και, κατ’ επέκταση, μιας ελληνικότητας πραγματικά οικουμενικής – ή, για να είμαι πιο ακριβής, μιας οικουμενικότητας ελληνικής. Αλλά το είπε πολύ καλύτερα ο Χατζιδάκις: «ενός ακριβού κινηματογράφου» (όταν ακόμα το επίθετο “ακριβός” έσφυζε συνεκδοχών).
Μια μέρα μού ζητήθηκε να διασκευάσω Χατζιδάκι. Δεν ήταν δύσκολη η επιλογή. Το «Περί Πάθους», που ήταν ήδη (και) δικό μου (το δικό μου “southern gothic”), θα γινόταν και επισήμως (και) δικό μου. Κι έτσι, όταν λίγο αργότερα είχα μια αγάπη από τη Συρία, κάποιο βράδυ ονειρεύτηκα τον πατέρα της να περνάει με άλλους έναν-δύο όταν πρωτοήρθε στην Ελλάδα (Λες να ήταν όντως ένας από τους δυο-τρεις;…). Κι όλα περνούσαν τόσο γρήγορα, αλλά -αλίμονο…- κάθε άλλο παρά ανώνυμα και αδιάφορα.
15 χρόνια μετά, συνειδητοποιώ πως, σ’ αυτό το διάστημα, σ’ ένα πράγμα μόνο υπήρξα σταθερός: στο τραγούδι. Γιατί πολλά δε με βόλευε να τα πω. Αλλά μέσα από το τραγούδι τα είπα. Κι αυτό το βιώνω πλέον ως μία κατάκτηση. Στην οποία ίσως να μην είχα φτάσει, αν δεν υπήρχαν αυτοί οι δυο-τρεις άνθρωποι, που απενοχοποίησαν το να λες τελικά αυτό που (ομολογείς πως) δε σε βολεύει να το πεις. Είναι η “τίμια” τέχνη, όπου αυτό που έχω αναδεικνύεται τελικά ως πολύ πιο σημαντικό από αυτό που θα ήθελα να έχω.