Τρίτη, 23 Ιουνίου 1887

Προσωρινό τέλος στις δημόσιες εκτελέσεις δόθηκε μετά την χθεσινή καρατόμηση στην Κεφαλονιά. Η «Σαλαμινία» μαζί με τους δημίους και τη λαιμητόμο πλέει και πάλι πίσω στο λιμάνι του Πειραιά. Οι εντυπώσεις που μας έμειναν μέσα από αυτές τις δεκαέξι στο σύνολο εκτελέσεις είναι κάπως αντιφατικές και μας γεννούν ερωτήματα. Η ελληνική δικαιοσύνη εκδικήθηκε τους εκτελεσθέντες για το ειδεχθές έγκλημά τους ή τους σκότωσε γιατί πίστευε πως δεν υπάρχει ελπίδα σωφρονισμού μέσω της φυλάκισης; Παραδειγματίστηκε ο κόσμος; Γενικά, τι συναισθήματα δημιουργεί ο αποκεφαλισμός ενός κακούργου; Γιατί το πλήθος είχε μεγάλη αποστροφή για τον δήμιο, που ουσιαστικά επρόκειτο για έναν θανατοποινίτη που είχε ορισθεί από το νόμο για να κάνει αυτή την «δουλειά»; Το κλειδί όλων των απαντήσεων ίσως βρίσκεται στο γεγονός πως πολλοί από τους παρευρισκόμενους κατέφταναν στο σημείο της εκτέλεσης κρατώντας στα χέρια τους κιάλια. Εντύπωση προκαλεί το φαινόμενο που επικρατούσε σχεδόν σε όλες τις καρατομήσεις ότι οι κατάδικοι φαίνονταν ψύχραιμοι μέχρι και την τελευταία τους ανάσα, ενώ φώναζαν στο τέλος πως ήταν αθώοι ακόμα κι αν όλα τα στοιχεία ήταν εναντίον τους. Αξίζει βέβαια να αναφέρουμε για ιστορικούς λόγους τις περιοχές και την σειρά που σημειώθηκαν οι δημόσιες εκτελέσεις τον Ιούνιο του 1887 στην Τρικουπική Ελλάδα.

1. Αθήνα, Πεδίον του Άρεως – Μιχαήλ Αρτόζης
2. Λαύριο – Βασίλειος Κοτρώνης
3. Παλαμάς (Δομοκού) – Αθανάσιος Γαλατάς
4. Παλαμάς (Δομοκού) – Β. Αβραμόπουλος, Α. Κουτρούλος, Χ. Παπακούτσικος, Κ. Κάκαρης,
Δ. Φούντας
5. Καλαμάτα – Γεώργιος Δικαιόπουλος
6. Πύργος – Νικόλαος Κριτζινέλης
7. Πάτρα – Δ. Κοντογεώργος, Π. Αυγουστίνος
8. Αγρίνιο – Ν. Ντούκας, Δ. Αμπέσης, Α. Στριβανιώτης
9. Λικιαρδάτα (Κεφαλονιά) – Αναστάσιος Κουνάδης


Δευτέρα, 22 Ιουνίου 1887

Σήμερα λαμβάνει χώρα η τελευταία καρατόμηση καταδίκου. Η λαιμητόμος έφτασε στην Κεφαλονιά και μεταφέρθηκε από το Αργοστόλι στο χωριό Λικιαρδάτα. Ο καρατομηθησόμενος σήμερα είναι ο Αναστάσιος Κουνάδης. Το αποτρόπαιο έγκλημα που τον οδήγησε στη σημερινή εκτέλεση, μπορεί μονάχα να συγκριθεί με τις σελίδες των μυθιστορημάτων του Ponson du Terrail. Το έγκλημα της οικογένειας Κουνάδη. Η Ευαγγελία Κουνάδη, έπασχε από επιληψία και ήταν κάπως «δυσειδής», πράγμα που ντρόπιαζε τον Α. Κουνάδη. Η ζωή της ήταν ένα μαρτύριο. Δεν περνούσε μέρα που να μην την έδερνε ο άντρας της αλλά και η μητέρα του. Πάμπολλες φορές οι γείτονες την είχαν γλιτώσει από τα χέρια του. Εκείνη, ανήμπορη, υπέμενε τα πάνδεινα για χάρη των παιδιών της, καθώς το μικρότερο ήταν μόλις 8 ετών. Τους έδινε τα πάντα, μέχρι και διαθήκη την ανάγκασαν να κάνει υπογράφοντας ότι όλα τα αφήνει στον άντρα της. Λίγες μέρες μετά την σύνταξη της διαθήκης, τη νύχτα, 24 προς 25 Νοεμβρίου του 1884 οι γείτονες άκουσαν φωνές, σαν κάποιος να πνίγεται και έπειτα σιγή. Δεν πέρασε λίγη ώρα και στην ατμόσφαιρα υπήρχε μια διάχυτη μυρωδιά τσίκνας και καμένου κρέατος. Το πρωί οι αρχές βρήκαν το πτώμα της τρυφερής συζύγου του Κουνάδη μισοκαμένο, ενώ εκείνος και οι γονείς του υποστήριζαν πως έπαθε μια κρίση επιληψίας κι έπεσε στο τζάκι. Αυτά φυσικά δεν έπεισαν τις αρχές. Από τις ανακρίσεις που έγιναν ήρθε στο φως το φρικτό τους έγκλημα και μάλιστα μέσα από τα χείλη του 8χρονου παιδιού που είπε τα παρακάτω:

«Χθες, πριν ανάψουν τα φώτα, η μαμά κρατούσε στην αγκαλιά της τον μικρό αδερφό μου, δίπλα της ήταν ο πατέρας μου και η γιαγιά. Επειδή η μαμά άφησε κάτω στο χώμα τον αδερφό μου, ο πατέρας πήρε το ξύλο που στηρίζουμε την πόρτα και την χτυπούσε μ’ αυτό στην πλάτη. Η μαμά έκλαιγε. Όταν ήρθαν τα φώτα πήγαμε δίπλα στη γιαγιά να φάμε. Η μαμά καθόταν κοντά στον τζάκι για να ζεσταθεί, ο πατέρας μου δεν ήταν εκεί και η γιαγιά έδωσε στη μαμά δύο κούπες γεμάτες με κρασί και ρακί. Η μαμά τις ήπιε κι έπεσε δίπλα στο τζάκι κάνοντας εμετό. Μετά μας πήρε η νονά να μας βάλει για ύπνο αλλά εγώ άκουγα τη μαμά να φωνάζει δυνατά.»

Μέσα από τις υπόλοιπες ανακρίσεις προέκυψε, και το επιβεβαίωσε κι ο ιατροδικαστής, πως ο κατάδικος και οι γονείς του έπνιξαν την άτυχη Ευαγγελία και μετά την έριξαν στο τζάκι. Ο πατέρας του Κουνάδη αποφυλακίστηκε, η μητέρα του καταδικάσθηκε σε ισόβια κάθειρξη και ο ίδιος στον θάνατο.

Χθες, πριν την εκτέλεση τον συναντήσαμε. Δεν είπε πολλά, μονάχα ότι δεν την σκότωσε εκείνος αλλά η μάνα του έτσι ώστε να τον απαλλάξει από την τυραννική ζωή. Όταν του ζητήσαμε να τον φωτογραφήσουμε μας παρακάλεσε να βγάλουμε ένα επιπλέον αντίγραφο, και να το στείλουμε στα παιδιά του για να θυμούνται τον πατέρα τους.

Σήμερα το πρωί φτάσαμε στα Λικιαρδάτα για την εκτέλεση. Ήταν απίστευτη η κοσμοσυρροή. Στη θέα των δημίων το πλήθος ταράχτηκε. Στις 5 π.μ. ακριβώς ο Κουνάδης βγήκε από την άμαξα και με μεγάλη ψυχραιμία είπε «Καλημέρα σας κύριοι». Μετά την ανάγνωση της εκτέλεσης ανέβηκε στο ικρίωμα κι απευθύνθηκε προς το πλήθος «Σας παρακαλώ, μην με θεωρείτε κακούργο. Ό,τι έκανα έκανα. Ήθελα να πω κι άλλα, όμως υποσχέθηκα στον πνευματικό μου να μην το κάνω.» Γυρνάει τότε θρασύτατα ο δήμιος Αμοιραδάκης και του λέει «Πες ό,τι είναι να πεις για να σε κόψω!». «Δεν με κόβεις εσύ αλλά ο νόμος» του απάντησε ο Κουνάδης. Ο δήμιος τότε τον έδεσε. Το πλήθος εξαγριώθηκε. Αγαπούσε τον εκτελεσθέντα ή μισούσε το δήμιο; Δεν μπορούμε να ξέρουμε πάντως άρχισε να λιθοβολεί και να αποδοκιμάζει τον δήμιο όσο έκοβε με τη λαιμητόμο το κεφάλι του Κουνάδη. Ο λιθοβολισμός συνεχίστηκε και μετά το πέρας της εκτέλεσης, με τους στρατιώτες να πυροβολούν στον αέρα για να μην χειροτερέψουν τα πράγματα.

Το σώμα του άτυχου Κουνάδη μεταφέρεται τώρα στο χωριό Δειλινικό για να ταφεί και κάπως έτσι πέφτει η αυλαία των θανατικών ποινών στην Ελλάδα του 1887. Η χώρα είναι πια καθαρή.



Σάββατο 20 Ιουνίου 1887

Η λαιμητόμος χθες μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στο Αγρίνιο. Οι κατάδικοι που εκτελέστηκαν σήμερα το πρωί ήταν τρεις, ο Νικόλαος Ντούκας, ο Δημήτρης Αμπέσης κι ο Αθανάσιος Στριβανιώτης. Το έγκλημα που τους οδήγησε στην θανατική ποινή ήταν ο φόνος εκ προμελέτης. Πιο συγκεκριμένα, ο Ντούκας διατηρούσε πολύ καλές, φιλικές σχέσεις με τον Ιωάννη Πέτσα, αρτοποιό στο επάγγελμα, ο οποίος τον βοηθούσε αρκετές φορές οικονομικά και ενίοτε τον φιλοξενούσε. Ο Αμπέσης, φίλος του Ντούκα, τα γνώριζε όλα αυτά και ήξερε μάλιστα πως ο αρτοποιός είχε ένα μεγάλο κομπόδεμα που φυλούσε στο σπίτι του. Τα αισχρά ένστικτα του Αμπέση βγήκαν στην επιφάνεια και κατάφερε να πείσει τον Ντούκα να τον σκοτώσουν. Το έγκλημα ήταν προμελετημένο. Στις 12 Οκτωβρίου του 1884 Ο Ντούκας επισκέφθηκε τον φίλο του Ι. Πέτσα κι εκείνος του έκανε το τραπέζι. Μετά από λίγη ώρα χτύπησαν την πόρτα ο Αμπέσης κι ο Στριβανιώτης και κάθισαν μαζί τους. Ο άτυχος αρτοποιός ήθελε να τους περιποιηθεί κι ούτε που του πέρασε από το μυαλό τι θα επακολουθούσε. Κάποια στιγμή σηκώθηκε ο Αμπέσης και πήγε προς την πίσω έξοδο, τότε μπήκε μέσα στο σπίτι και ο τέταρτος συνένοχος Ιωάννης Κάσσαρης ή «όφις». Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, ο Αμπέσης πήρε ένα τσεκούρι και τον τραυμάτισε στο κεφάλι. Τον φόνο όμως αποτελείωσε ο Κάσσαρης, κόβοντάς του τον λαιμό με ένα μαχαίρι. Μετά το φονικό, ατάραχοι έκλεψαν ό,τι πολύτιμο υπήρχε και τράπηκαν σε φυγή. Δεν πήρε όμως πολύ καιρό στις αρχές για να τους ανακαλύψουν. Δυστυχώς όμως ο Κάσσαρης δεν συνελήφθη, ξέφυγε και καταζητείται μέχρι και σήμερα. Οι υπόλοιποι πέρασαν από ανακρίσεις και καταδικάστηκαν για τον αποτρόπαιο αυτό φόνο.

Από εχθές στο κρατητήριο και οι τρεις τους ήταν ήρεμοι. Έφαγαν κι εξομολογήθηκαν. Ο Αμπέσης έστειλε ένα τηλεγράφημα στις εφημερίδες λέγοντας πως άδικα των κατηγόρησαν γιατί έψαχναν για εξιλαστήρια θύματα. Έγραψε μάλιστα πως θα τους περιμένει στον άλλο κόσμο, εκεί που υπάρχει πραγματική δικαιοσύνη.

Σήμερα το πρωί η απαίσια λεπίδα «εθέρισεν αλληλοδιαδόχως» στις πέντε ακριβώς τα ξημερώματα στην πλατεία Αγίας Τριάδας. Πρώτος εκτελέστηκε ο γερο Ντούκας, που μέχρι τέλους είχε μοναδική επιθυμία να δει τον 17χρονο γιο του, αλλά κανένας δεν εμφανίστηκε χθες. Μάλιστα όταν ανέβηκε στο ικρίωμα, νόμιζε ότι τον είδε μέσα στο πλήθος κι άρχισε να τον φωνάζει και να κλαίει, όμως μάλλον ιδέα του ήταν αφού κανείς δεν ανταποκρίθηκε. Δεύτερος ανέβηκε ο Στριβανιώτης, ο οποίος και κατηγορούσε τις αρχές λέγοντας πως άδικα πηγαίνει γιατί δεν σκότωσε κανέναν. Τελευταίος ανέβηκε προς τη λαιμητόμο ο Αμπέσης, που με φοβερή ψυχραιμία χωρίς να πει λέξη, εκτελέστηκε έχοντας στις πρώτες θέσεις ως θεατές όλη του την οικογένεια.

Οι εκτελέσεις στέφθηκαν με επιτυχία. Οι δήμιοι κι η λαιμητόμος μεταφέρθηκαν ξανά προς το πλοίο «Σαλαμινία» όπου και θα αναχωρήσουν σε λίγο για την Κεφαλονιά. Αυτή θα είναι η τελευταία εκτέλεση κατάδικου. Του μήνα; Του έτους; Της χώρας γενικώς; Θα το δούμε.



Παρασκευή
, 19 Ιουνίου 1887

Σήμερα η λαιμητόμος μαζί με τους δύο κατάδικους αποβιβάστηκε στο Ρίο. Στις 5 π.μ. έφτασε στο παλαιό νεκροταφείο η άμαξα που μετέφερε τον Δημήτριο Κοντογεώργο και τον Πέτρο Αυγουστίνο. Αξίζει βέβαια να αναφέρουμε τα εγκληματικά ιστορικά και των δύο.

Ο Δ. Κοντογεώργος καταδικάστηκε σε θάνατο γιατί διέπραξε πειρατεία, φόνο και κλοπή. Στις 12 Οκτωβρίου του 1884 βρισκόταν σε ένα καράβι μαζί με τον πλοίαρχο Θ. Κατσάφτη και τους ναύτες Σοφιώτη και Αδαμόπουλο. Φτάνοντας στην Λευκάδα έπεσαν σε κακοκαιρία και το πλοίο δεν μπορούσε να προσδεθεί στο λιμάνι. Τότε ο πλοίαρχος και ο Σοφιώτης βγήκαν με μια λέμβο να το ρυμουλκήσουν. Ο απαίσιος Κοντογεώργος, επωφελήθηκε της απουσίας τους και  δολοφόνησε τον Αδαμόπουλο ενώ κοιμόταν. Επίσης έκλεψε από την καμπίνα του πλοιάρχου 2.900 δρχ. Γυρνώντας ο πλοίαρχος στο καράβι, ο Κοντογεώργος προσπάθησε να δολοφονήσει κι εκείνον με ένα καμάκι αλλά απέτυχε. Ο πλοίαρχος παρέμεινε στη λέμβο. Ο Σοφιώτης ανέβηκε κι ο κατάδικος προσπάθησε να τον βάλει να οδηγήσει το πλοίο για να ξεφύγει. Ευτυχώς ο ναύτης ήταν έξυπνος και αφού προσάραξε το καράβι στην Λευκάδα, ο φονιάς συνελήφθη από τις αρχές.

Μια εντελώς διαφορετική ιστορία όμως υπάρχει στους φόνους που διέπραξε ο 65χρονος Πέτρος Αυγουστίνος. Στην φυλακή που εξέτιε ήδη ισόβια για διπλό φόνο, διατηρούσε σχέση με τον νεαρής ηλικίας Αριστείδη Βωβό. Ο Βωβός είχε παλαιότερα μια σχέση με τον Α. Ρωμανό. Αυτός όμως, τον ζήλευε και τον ενοχλούσε, λόγω της καινούριας του σχέσης. Την παρενόχληση αυτή την ανέφερε ο Βωβός στον Αυγουστίνο, ο οποίος στις 2 Μαΐου του 1884, κι ενώ βρίσκονταν όλοι στο προαύλιο, έβγαλε μαχαίρι και δολοφόνησε τον φίλο του Ρωμανού, Π. Γαλανόπουλο, κι ακόμα έναν κατάδικο υποστηρίζοντας πως όλο αυτό ήταν θέμα τιμής και μόνο. Μετά από αυτό καταδικάστηκε σε θάνατο.

Σήμερα το πρωί λοιπόν, γύρω στις 5.30 έπεσε η μάχαιρα εναλλάξ και στους δύο. Κανένας συγγενής τους δεν παρευρέθηκε.

Πέμπτη, 18 Ιουνίου 1887

Το ταξίδι της λαιμητόμου συνεχίστηκε, από την πόλη της Καλαμάτας στον Πύργο όπου σήμερα το πρωί εκτελέστηκε ο Νικόλαος Κριτζινέλης. Ο κατάδικος αυτός είχε προκαλέσει σάλο σ’ ολόκληρη την πόλη με τον φόνο που διέπραξε για ασήμαντη αιτία, όπως και για τον απαίσιο χαρακτήρα του. Πιο συγκεκριμένα, στις 14 Αυγούστου του 1885 και καθώς η πόλη όλη ησύχαζε το μεσημέρι από τον φοβερό καύσωνα, ακούστηκε πυροβολισμός. Οι κάτοικοι έτρεξαν προς το αλώνι του Παν. Ζαφειρόπουλου και τον βρήκαν αιμόφυρτο. Η αστυνομία επιβεβαίωσε το θάνατό του λέγοντας πως η σφαίρα δημιούργησε διαμπερές τραύμα στο κεφάλι. Ήταν θανάσιμο. Από την στάση του Ζαφειρόπουλου όταν τον βρήκαν, επιβεβαιώθηκε επίσης πως ο φόνος έγινε ενώ εκείνος κοιμόταν. Μέσα από τις ανακρίσεις και τους πολλούς αυτόπτες μάρτυρες, ένοχος βρέθηκε ο Ν. Κριτζινέλης. Στο δικαστήριο υποστήριζε πως ποτέ δεν το έκανε, κατηγορώντας τον ίδιο του τον υιό, Αντρέα, πως εκείνος τον σκότωσε γιατί είχε θυμώσει με τον Ζαφειρόπουλο που πριν λίγες μέρες είχε σκοτώσει τον σκύλο του. Οι αρχές δεν πείστηκαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Το χθεσινό βράδυ το πέρασε ήσυχα. Έφαγε κι ήπιε λίγο πριν τις 5 το πρωί όπου τον παρέλαβε η άμαξα. Όταν βγήκε για να ανέβει στο ικρίωμα ήταν χλωμός και νευρικός. Μέσα στο πλήθος, αναγνωρίσαμε την γυναίκα του, η οποία φώναζε πως ήταν αθώος και πως πηγαίνει άδικα. Το ίδιο είπε κι εκείνος λίγο πριν την εκτέλεση και συμπλήρωσε πως ο υιός του ήταν ο ένοχος και θα έπρεπε να βρισκόταν στην θέση του. Εν τέλει, η λεπίδα έπεσε αστραπιαία ενώ το πλήθος παρέμενε σιωπηλό αφού η τελευταία εκτέλεση ήταν πριν 15 χρόνια και το θέαμα ήταν πρωτόγνωρο για τους κατοίκους.

Λίγο μετά μάθαμε πως είχα χαρίσει το κομπολόι του στον αρχιφύλακα κ. Νιανιάρα ως τεκμήριο ευγνωμοσύνης.


Τετάρτη, 17 Ιουνίου 1887

Η λαιμητόμος όλες αυτές τις ημέρες έπλεε με την «Σαλαμινία» από τον Βόλο προς το Ναύπλιο. Από εκεί παρέλαβε τον 35χρονο κατάδικο Γεώργιο Δικαιόπουλο και συνέχισε την πορεία της μέχρι την πόλη της Καλαμάτας για τη σημερινή εκτέλεση.

Ο Γ. Δικαιόπουλος καταδικάστηκε σε θάνατο για τον στυγερό φόνο εκ προμελέτης που έκανε τον περασμένο Ιούλιο. Στις 18 Ιουλίου ο 16χρονος μαθητής του γυμνασίου Δρακούλης Θ. Παπαδόγκανος θα έφευγε από το χωριό Πεταλίδι για να πάει στους γονείς του στην Καλαμάτα αλλά μετά το βράδυ εξαφανίστηκε. Δυστυχώς, μετά από τρεις μέρες βρέθηκε νεκρός σε ένα κοντινό χωριό. Το άψυχο σώμα του ήταν τοποθετημένο σε ένα χαντάκι. Είχε μαχαιριές στον θώρακα, στο κεφάλι κι ο δράστης του είχε ξεριζώσει τα μάτια και τα αυτιά. Μετά από ανακρίσεις ένοχος βρέθηκε ο Γ. Δικαιόπουλος. Ο λόγος, όπως είπε, ήταν μια βεντέτα μεταξύ των δύο οικογενειών. Ο ένοχος υποστήριξε ότι αυτό ήταν το καθήκον, έπρεπε να πάρει πίσω το αίμα του γιατί εάν δεν το έκανε, η οικογένεια θα τον θεωρούσε άνανδρο. Ήταν ένα μανιάτικο έθιμο.

Εμείς, τον επισκεφθήκαμε στην φυλακή χθες, πριν γίνει η εκτέλεσή του. Βρεθήκαμε προ εκπλήξεως όταν καταλάβαμε πως είχε μια αρχηγική θέση ανάμεσα στους υπόλοιπους κατάδικους. Μας είπε πως έκανε το χρέος του, πως δεν μετανιώνει. «Αν είχα κι άλλο Παπαδόγκανο, θα τον έκοβα με τα δόντια» έλεγε. Ήταν βέβαια κάπως σαλεμένες οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις: «εγώ θα πάω να βρω τον Χριστό όταν πεθάνω, κι αν αυτός δεν με θέλει, τότε θα γίνω υπασπιστής του διαβόλου» μας είπε. Λίγο πριν φύγουμε τον είδαμε να αποχαιρετά τη μητέρα του. Το θέαμα ήταν σπαραξικάρδιο. Της έδωσε ένα τηλεγράφημα να στείλει σε έναν φίλο του. Στο τηλεγράφημα παραδεχόταν την ενοχή του, και έλεγε στον φίλο του, τον Κώστα, να φροντίζει και να παρηγορεί τη μητέρα του. Σαν τελευταία επιθυμία του ζητούσε, να πάρει το κεφάλι του, να το ράψει στο σώμα του ξανά και πριν τον θάψουν, να του βάλει στο χέρι ένα μαχαίρι ώστε να μπορέσει να σκοτώσει τους εχθρούς του στον Άδη.

«Περί το λυκαυγές», γύρω στις 5.30 π.μ. έπεσε το κόκκινο πανί της λαιμητόμου που λίγο πριν «έχασκε σαν στόμα κάποιου δαίμονα». Ο Δικαιόπουλος ανέβηκε στο ικρίωμα, ζήτησε συγχώρεση από το πλήθος κι αυτό φώναζε πως τον συγχωρεί. Η σανίδα γύρισε, η μάχαιρα κατέπεσε αλλά τι οικτρό θέαμα! Πλήρης αδεξιότητα των δημίων. Γιατί δεν πρόσεξαν το ένδυμα του Δικαιόπουλου που διπλώθηκε και κάλυψε το λαιμό του κι αντί ο πέλεκυς να του επιφέρει αποκεφαλισμό, τον στραγγάλιζε! Φρικτό! Του αποκάλυψαν στα γρήγορα τον λαιμό, η μάχαιρα ανυψώθηκε ξανά κι έπεσε για δεύτερη και τελευταία φορά.

Το πτώμα του παραλήφθηκε από τη μητέρα του.