Ο Δημήτρης Μικιός κάνει σχέδιο και θέατρο. Κάποια στιγμή αυτές οι δύο τέχνες συναντήθηκαν και εγένετο Μικιό Θέατρο Σκιών. Τον περασμένο μήνα, ανάμεσα σε εξαντλητικές πρόβες, με τη θεατρική ομάδα τού ΚΕΘΕΑ και με τις δύο ομάδες του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, βρήκε λίγο χρόνο να ανεβάσει τους «Βατράχους» του, σε ένα χώρο στα Σεπόλια. Ήταν η πρώτη φορά που είδα θέατρο σκιών χωρίς Καραγκιόζη στο πανί και πιτσιρίκια στο κοινό.

Γίνεται θέατρο σκιών χωρίς Καραγκιόζη;
Σαφώς και γίνεται! Δεν κάνω καμιά πρωτοπορία. Στο εξωτερικό συνηθίζεται. Από την Ευρώπη μέχρι την Ασία, γίνονται διάφορες παραστάσεις θεάτρου σκιών πειραματικού τύπου. Εγώ αισθάνομαι ότι έχω βρει δυο μπουκάλια παλιό κρασί, τα `χω ανοίξει και τα σερβίρω με διαφορετικό τρόπο. Αυτό κάνω.

Ο Καραγκιόζης κι ο Αριστοφάνης είναι τα δύο μπουκάλια;
Ο Καραγκιόζης και η αττική κωμωδία. Το λαϊκό θέατρο.

Έχουν την ίδια απήχηση οι παραστάσεις σου αυτές με τις παραστάσεις του Καραγκιόζη;
Ο Καραγκιόζης είναι ένα μαζικό, λαϊκό θέαμα που απευθύνεται σε ευρύ κοινό και ο ίδιος ο λαός είναι ο δημιουργός του. Ξέρουμε βέβαια ποιος εισήγαγε τον κάθε χαρακτήρα, π.χ. τον Σταύρακα, το Νιόνιο, αλλά στα αστεία δεν υπήρχε copyright. Αν ένας καραγκιοζοπαίχτης άκουγε ένα πετυχημένο αστείο από κάποιον άλλον καραγκιοζοπαίχτη, το `βαζε κι αυτός στη δική του παράσταση. Δε μπορεί όμως κάτι νέο να πιάσει το πλατύ κομμάτι του Καραγκιόζη. Δε μπορεί να έχει αυτή την ευρεία αποδοχή κάτι που βασίζεται σε μια πρωτότυπη ατομική έμπνευση. Ο Καραγκιόζης είναι ένα συλλογικό εργαλείο. Ο νεωτεριστής δεν έχει το συλλογικό εργαλείο που είχε ο Σπαθάρης, ο Σπυρόπουλος, ο Μόλλας κ.λπ.

Ποιο είναι αυτό το συλλογικό εργαλείο;
Είναι ο ίδιος ο Καραγκιόζης. Είναι η ιστορία, είναι τ` αστεία. Ο Καραγκιόζης είναι η ελληνική Commedia dell’arte. Και η Commedia dell’arte έχει παγιωμένους ρόλους: τον Αρλεκίνο, την Κολομπίνα. Και μιας και αναφέρομαι στην Commedia dell’arte, θα σου απαντήσω καλύτερα και στην προηγούμενη ερώτησή σου, αν υπάρχει θέατρο σκιών χωρίς Καραγκιόζη. Υπάρχει Commedia dell’arte χωρίς Commedia dell’arte; Υπάρχει! Είναι ο Μολιέρος, που έβαλε τους χαρακτήρες της Commedia dell’arte στο θέατρο! Κι ο Σαίξπηρ ίσως έχει πάρει στοιχεία της Commedia dell’arte.

Θεωρείς πως ο Καραγκιόζης περιέχει τον Αριστοφάνη;
Πολλοί υποστηρίζουν πως οι κωμωδίες του Αριστοφάνη μοιάζουν με τις ιστορίες του Καραγκιόζη, κατά τον τρόπο που εκτυλίσσονται. Υπάρχει επίσης ομοιότητα του Καραγκιόζη με τον Αρλεκίνο, ο οποίος κι αυτός κάνει όλες τις δουλειές. «Υπηρέτης δύο αφεντάδων», ας πούμε. Αυτό δεν ξέρουμε αν είναι θέμα κοινής καταγωγής ή αν είναι η βάση του λαϊκού χιούμορ, όπου η πείνα καλεί το φτωχό λαϊκό άνθρωπο να τα κάνει όλα, να τρέχει σαν το Βέγγο. Είναι ένα νήμα που ενώνει την κωμωδία παγκοσμίως.

Εσένα πώς σου `ρθε η ιδέα να τους ταιριάξεις; Είχες ποτέ σχέση με τον Καραγκιόζη;
Ποτέ! Η πρώτη επαφή που είχα ήταν όταν, αφού είδα το Σπαθάρη στην τηλεόραση στα 10 μου, μάζεψα τα ξαδέρφια μου, καθαρίσαμε το σταύλο μιας κατσίκας που είχε μια θεια μου στο Λαύριο, βγάλαμε την κατσίκα έξω, στήσαμε ένα μπερντέ, φτιάξαμε φιγούρες από περιοδικά, βάλαμε και εισιτήριο μια δραχμή, και παίξαμε το Μεγαλέξαντρο και τον καταραμένο όφι. Και επειδή χάσαμε τη φιγούρα του φιδιού, χρησιμοποιήσαμε ένα καλαμάκι! Αυτό μια φορά έγινε. Εγώ όμως είχα το ταλέντο να κάνω τις φωνές. Αυτό το ανακάλυψα όταν μου έδωσε την ιδέα ο Δημήτρης Μητσοτάκης, ο μουσικός από τους Ενδελέχεια και τους Ευδαίμονες, που συνεργαζόμαστε στο ΚΕΘΕΑ. Αυτός είχε δει τότε τον «Καραγκιόζη» του Αβδελιώδη και είχε ενθουσιαστεί. Και μου πρότεινε να κάνουμε μια παράσταση όπου αυτός με τους μουσικούς του θα παίζανε τη μουσική του Καραγκιόζη κι εγώ με τους ηθοποιούς θα κάναμε τους χαρακτήρες. Εγώ εκεί ξαναθυμήθηκα το ταλέντο που είχα στις φωνές. Τις δίδαξα στα παιδιά της Κοινότητας – νομίζω ότι τις δίδαξα καλά – έγινε η παράσταση, κι έτσι αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή. Το 2005. Μα σύντομα υπήρξε και δεύτερη: ο Μιχάλης Σδούγκος ζήτησε από το φίλο μου Κωνσταντίνο Πασσά, που είχε παίξει στην παράσταση του Αβδελιώδη, να κάνει πιο λαϊκό Καραγκιόζη. Πήγα κι εγώ, έκανα εφτά ρόλους: το Μπάρμπα Γιώργο, το Σταύρακα, το Βεληγκέκα, κι άλλους.

Στις περιπτώσεις αυτές έκανες Καραγκιόζη με θίασο ηθοποιών. Πώς όμως από τους ηθοποιούς οδηγήθηκες στις φιγούρες, κι από τους ανθρώπους στις σκιές;
Οι «Νεκρικοί Διάλογοι» του Λουκιανού ήταν η αφορμή. Μου αρέσουν πολύ, και έχουν κι ένα κομμάτι εντελώς αμλετικό: ο Μένιππος χαιρετάει τον Ερμή και τον ρωτάει πού είναι οι ομορφιές του πάνω κόσμου. Πού είναι η ωραία Ελένη, πού ο Υάκινθος, πού ο Νάρκισσος κ.λπ. Του δείχνει ο Ερμής τις νεκροκεφαλές. Και διερωτάται ο Μένιππος, ως άλλος Άμλετ: «Τι είναι τελικά η ύπαρξη; Δε ντρέπονται οι Αχαιοί που σκοτώθηκαν γι` αυτό το κρανίο, την Ελένη; Τελικά τι μένει; Ποια ομορφιά;» Αυτό το κείμενο έχει να κάνει με την αποδοχή της θνητότητας, μιλάνε δηλαδή οι νεκροί γι` αυτό που δεν έχουν, το πολύτιμο κομμάτι της ζωής, αλλά με την επίγνωση του θανάτου. Είχα κάνει μια μικρή διασκευή για την Κοινότητα και κάναμε μια παράσταση αναλογίου. Το τι γινόταν σ` αυτές τις παραστάσεις από γέλιο κι από συγκίνηση, ήτανε άλλο πράμα! Μάλιστα ένα παιδί μου `χε πει πως η γιαγιά του, που ήταν 80 χρονών και τα είχε εγκαταλείψει όλα, την άλλη μέρα σηκώθηκε με όρεξη, μαγείρεψε, έκανε δουλειές. Μ` άρεσε πολύ αυτό που έγινε. Και κάποια στιγμή που ήθελα να κάνω κάτι τελείως μόνος μου, είπα να το κάνω θέατρο σκιών. Δουλεύω καθημερινά με 80 άτομα. Λογικό ήταν κάποια στιγμή να θελήσω να κάνω κάτι μόνος μου. Και είπα να κάνω θέατρο σκιών, που δεν έχει ζωντανούς ηθοποιούς. Έκανα λοιπόν τους «Κυνικούς στον Άδη», βασισμένους στους «Νεκρικούς Διαλόγους».

Τις φιγούρες τις σχεδίασες εσύ;
Ναι, έχω βγάλει τη Σχολή του Ορνεράκη.

Πού παίχτηκαν οι «Κυνικοί»;
Πρεμιέρα έκανα στο Λαύριο, που τ` αγαπάω πολύ, αλλά έχω παίξει και στην Κόρινθο, στη Λέρο, σε διάφορα σημεία της Αθήνας. Η παράσταση που αγάπησα περισσότερο ήτανε σε ένα θεατράκι στην Κόρινθο με 25 θεατές, και ανάμεσά τους κανένας γνωστός μου. Ξεκίνησα να παίζω με άγχος, και σε κάθε δυο ατάκες με διέκοπταν και γελούσαν! Σαν αμερικάνικο σίριαλ ήτανε!

Προτιμάς ανοιχτούς ή κλειστούς χώρους για τις παραστάσεις σου;
Μ` αρέσει το έξω, αλλά το πρόβλημα είναι ότι η ενέργεια διασπάται. Για το έξω χρειάζεται και τεχνολογικός εξοπλισμός που δε διαθέτω ακόμα – μικρόφωνο ψείρα, για παράδειγμα- γι’ αυτό προτιμώ τους κλειστούς χώρους. Ο εσωτερικός χώρος είναι πιο συμπυκνωμένος. Επίσης θέλω να παίζω σε μπαρ. Θέλω να κάνω θέατρο που πάει και βρίσκει το θεατή και όχι το αντίθετο. Θα μου άρεσε να παίζω και σε αυλές νεοκλασικών, αλλά ακόμα δεν το `χω κάνει. Η φαντασίωσή μου είναι να παίρνω τη βαλίτσα μου, να πηγαίνω σε ένα καφενείο και να λέω «Γεια σας. Σήμερα το βράδυ θα παίξω αυτό». Με κουτί ενίσχυσης, κι ό,τι βγει.

Σε τι κοινό απευθύνεσαι;
Από 10 ετών μέχρι μεγάλες ηλικίες. Έχει τύχει να φέρουν μικρότερα παιδάκια και αυτά θέλανε να φύγουνε. Για την κατανόηση του έργου, προτιμώ τα παιδιά να είναι άνω των 10.

Γιατί το ονόμασες “Μικιό Θέατρο Σκιών”; Παιχνιδιάρικο ακούγεται.
Όλοι οι καραγκιοζοπαίχτες βάζουν το όνομά τους. Εμένα μ’ αρέσει πολύ και το παιχνίδι με το όνομά μου. “Μικιό” στα κρητικά σημαίνει “μικρό”. Και οι φιγούρες μου είναι μικρές, δεν ξεπερνάνε τα 35 – 40 εκατοστά.

Έχεις κάνει δύο παραγωγές ως τώρα. Τους «Κυνικούς» και τους «Βατράχους». Θα συνεχίσεις πάλι με κωμωδία;
Μου είναι πιο εύκολο. Αλλά θα `θελα να κάνω και κάτι πιο εικαστικό. Είχα σκεφτεί κατά καιρούς να κάνω κάτι Καφκικό.

Στους «Βατράχους» έκανες εσύ τη διασκευή;
Ναι, βρήκα μία μετάφραση on line, για να μπορώ να τη δουλέψω πιο εύκολα, και της άλλαξα τα φώτα! Διάβασα και τη μετάφραση του Ταχτσή, είδα και μια – δυο παραστάσεις στο youtube.

Βωμολοχίες κράτησες;
Όχι πολλές, αλλά δε με ενδιέφερε κιόλας. Μόνο λίγα κοπρολογικά, αλλά δεν ήταν και πολύ χρήσιμα. Κάνω κάτι που άλλοι συμφωνούν και άλλοι διαφωνούν: την πολλή επικαιρότητα. Π.χ. όταν στους «Βατράχους» ο Διόνυσος λέει στίχους του Ευριπίδη, ο άλλος λέει στίχους από σύγχρονα σκυλάδικα.

Γιατί έπληξες τον εύκολο στόχο; Γιατί δεν πήρες ποιητές σύγχρονους, να τους κοροϊδέψεις;
Θα `ταν ωραία ιδέα! Δε μου πέρασε από το μυαλό.

Βλέποντας την παράστασή σου, θυμήθηκα την ιστορία με το «Με λένε Πόπη», πριν λίγα χρόνια. Ο Πανούσης ξεφτίλισε το Νταλάρα, ενώ ο Γκανάς, που το `γραψε, πήρε Κρατικό Βραβείο Ποίησης!
Δεν πήρε για το «Με λένε Πόπη». Πήρε για το σύνολο του έργου του.

Εντάξει. Αυτό που θέλω να πω και για τη δική σου περίπτωση και για του Πανούση είναι ότι πλήξατε λάθος στόχους. Διαβάζεις σύγχρονους Έλληνες ποιητές;
Όχι, δεν πολυδιαβάζω.

Στους «Βατράχους», ο Διόνυσος και ο Ξανθίας κατεβαίνουν στον κάτω κόσμο για να φέρουν πίσω τον καλύτερο ποιητή. Οι σημερινοί Αθηναίοι έχουν ανάγκη κάποιον Αισχύλο ή Ευριπίδη; Έχουν ανάγκη – ξέρω γω – το Ρίτσο ή τον Ελύτη; Δεν μας φτάνουν αυτά που έγραψαν; Εσένα ποιος σου λείπει;
Ο Χατζιδάκις.

Για ποιητές ρώτησα, αλλά επειδή μ` αρέσει η απάντηση, την κρατάω!