De Cive

«Εδώ θα δεις το αφήγημα του τέλους των λαών»,
μου είπε ο Αρχαίος των Αυτοδίδακτων Κραυγών.
«Θέαμα φρικτό: το πράγμα το περί ου ο τρόμος
του παιδιού μπρος στο βυζί που λαχταρούν».
Κι έδειξε ένα λαγούμι ίσαμε δυο αιώνες
σκουληκιασμένου Λόγου,
ανάμεσα στα αίθρια βουνά και την μελαγχολία
των γελαδιών στις όχθες του Αχέροντα.
Κοίταξα· δύσκολα· μα, όχι, όχι κι έτσι! Αυτό πια!
Δεν πίστευα στα μάτια μου
–μάτια θρεμμένα με κεράσια κοριτσιών,
στον δρόμο για το κάτω γαλανό… Κρίμα στα μάτια!
Απ’ τον σφαγμένο βόρβορο, φάνηκε πλάσμα ζωντανό[;]
-ανάμεσα αχαμνά του γερουσιαστή κι αμυγδαλές
του κομισάριου- κι έβγαινε, ανέβαινε·
σιγότρεμε το πλάνο, ώσπου ν’ ανοίξει
το στόμα του και να φανεί χρυσό αυγό:
να σπάσει το αυγό και να ξετυλιχτεί
γιγάντιος πίθηκος με φτερά γυαλί και αλουμίνιο –
στους ώμους του κεφάλια ανδρών επιφανών:
εθνάρχες, βασιλείς μέχρι τα μέσα του 19ου
αιώνα κι ένας υπουργός της άρκτου πέρα
από τον Καύκασο: αετός με το συκώτι
του Προμηθέα στο ράμφος· κι άλλοι
πολλοί δημόσιοι λειτουργοί
μαζεμένοι στον βωμό της Ιφιγένειας.
Πώς κρεμάει ο κυνηγός τις φτερωτές
πληγές στην ζώνη του; Έτσι κρέμονταν
τα πλήθη από τα νύχια
του τέρατος και πήγαινε σαν χείλη λυσσασμένου
λύκου η γυμνή κοιλιά του –πλάνο
μακρινό: μισοκαμένο το φιλμ- κι ακουγόταν
σαν ρόγχος βάλτου που χωνεύει
ξεστρατισμένο ξένο: «Η ζωή είναι σκληρή,
δεξιά ή αριστερά δεν έχει σημασία. Εμείς
δεν εγκαταλείπουμε, δεν παραιτούμαστε,
συνεχίζουμε, δεν παίζουμε».
Scroll: SUCCESS {HI}STORY
«Οι καταναγκασμοί
παραμένουν. Δεν πειράζει. Εμείς
δεν υπογράφουμε. Αρκεί.
Έχουμε ευθύνη {εμείς}· η ηθική
της πεποίθησης συναρτάται
με την ηθική της ευθύνης».
Και κοίταζε δεξιά-αριστερά,
σαν να περίμενε κάποιος να γράψει
τα τελευταία λόγια του,
για την μελλοντική έκδοση των απάντων του
(- Άπαντα / Τόμοι 57. – Αθήνα: χ.ε., χ.χ.)
«Υπηρετούμε το εθνικό συμφέρον.
Προσέχουμε όμως να μην σπάσει ο δεσμός…»
Scroll: <;>ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
«μεταξύ †δημόσιου† <&> †λαϊκού† συμφέροντος
…]βαρίδια […] †ΣΥ – – – -† […] μάχ<εται> […] διαπλοκή
…] μέτρα […] εξαργύρωση […] κούρ<εμα>
…] ρήτρα […] †- – – – ΖΑ† [… »
κι άρχισε να χιονίζει στην φωνή του νύστα και νήστα (sic)
και χάθηκε κατά τα βρωμερά της εποχής.
Έσερνε η νύχτα τις παντόφλες της στην όχθη
του ποταμού γυρεύοντας το μάτι της.
«Μην φοβάσαι, θα το βρει» μου είπε ο Αρχαίος.
«Η νύχτα βλέπει καλύτερα απ’ τη μέρα.
Πιάσε και γράψε τώρα τι δεν είδες».
Κι έγραψα:
-Οι κληρονόμοι των λαών θάνατο κληρονομούν.
-Ο ανώνυμος δεν πεθαίνει, γιατί δεν έζησε ποτέ.
-Όποιος θερίζει τον χειμώνα, ξεριζώνει.
-Φως και Σκοτάδι αδέλφια είναι.
-Η εξουσία είναι κανίβαλος, ο λαός ληγμένη σάρκα.
-Αυτοί που περιμένουν να πεθάνουν
για να ζήσουν, ζουν αιώνια [ΤΟ] θάνατό τους.
-Ο άρχοντας γεννά δούλο, ο λαός σκοτώνει λαό.
– …]τώρα <;>

 

(εικαστικό: Θοδωρής Βρυζάκης – Η Ελλάς ευγνωμονούσα, 1858)