«Α, βαρέων βαρών!» με σχολιάζει γελώντας, ενώ καλωσορίζει τη Βικτώρια μ` ένα παθιάρικο «αγάπη μου!». Εντάξει, πάει το άγχος μας – αυτός σιγά μην είχε! Εγώ το βάζω να γράφει, γιατί με τέτοιο συνομιλητή δεν ξέρεις πότε αρχίζει και πότε σταματά η συνέντευξη. Ας καταγραφούν όλα λοιπόν.


Έλα αγοράκι μου όμορφο. Τι θες να μάθεις απ’ τη ζωή μου;

Τι να πρωτομάθω…
Κοίταξε, επειδή όλα έχουν ειπωθεί…

…πρέπει να κάνουμε μια συνέντευξη που θα συζητηθεί.
Πάμε Χαρίλαος! Με τι ασχολείσαι;

Απόψε, μαζί σας.
Σωστό κι αυτό. Από πού είναι η καταγωγή σου;

Καρδίτσα, χωριό.
Πολύ δεξιά η Καρδίτσα.

Εγώ αριστέρισα βέβαια.
Μ’ αρέσει η Θεσσαλία. Κι η Λάρισα κι η Καρδίτσα και τα Τρίκαλα. Εμένα μ’ έχουν πάει χειμώνα, Μάρτιο, σ’ ένα χωράφι που είναι μια ταβέρνα πέτρινη, μέσα σ’ ένα χάος, και μπήκαμε μέσα και γινόταν κόλαση από μπουζούκια, χαμός!

Μίμη Γκιουλέκα ακούσατε ποτέ;
Βέβαια! Σε πανηγύρι. Κορυφαίος.

Πώς και δεν τον αξιοποιήσατε;
Κοίταξε, αυτοί οι άνθρωποι δεν πλησιάζονται. Πρέπει να τους αφήνεις εκεί που βρίσκονται. Στον κόσμο τους. Χωρίς τον κόσμο τους είναι άλλοι.

Με τη λογική αυτή δεν έπρεπε να πάρετε ούτε εσείς ούτε ο Ξαρχάκος την Καίτη Ντάλη.
Όχι. Η Ντάλη ήταν στον Τσιτσάνη. Δεν ήταν ξένη. Παιδιά σαν το Γκιουλέκα είναι παιδιά βιωμένα μέσα σ` ένα σύστημα πολύ συγκεκριμένο. Σα να παίρνεις ένα βασιλιά και να του αλλάζεις βασίλειο.

Τη Γωγώ Τσαμπά την πήρατε όμως.
Η Τσαμπά είναι ένα καινούριο κορίτσι, φρέσκο.

Από τη Θεσσαλία ήταν κι ο Καφάσης.
Ο Καφάσης ήταν παιδί της πόλης. Πέρασε από το θέατρο, είχε άλλη κουλτούρα. Αυτά τα παιδιά, που ήταν στο θέατρο και πήγαν στα μπουζούκια, σε μια εποχή που αυτά τα μπουζούκια ήταν αληθινή διασκέδαση και ξέδινε ο κόσμος, ξέρανε γιατί πάνε εκεί.

Άσχετο: αφήνετε πάλι μούσι;
Δεν αφήνω πάλι μούσι. Αφήνω το μούσι μου.

Μόνο για το «Βικτώρ» ξυριστήκατε; Δε σας άρεσε;
Δεν είναι «τ’ αφήνω ή το κόβω». Εγώ γενικά βαριέμαι την περιποίηση.

Το «Βικτώρ» το διασκευάσατε εσείς κατά κάποιο τρόπο, ε;
Νομίζω δεν το διασκεύασα ακριβώς. Το έκανα μουσική διασκευή, ας το πούμε έτσι. Στην πραγματικότητα, μπήκε σε στίχο. Η Αλεξάνδρα Παντελάκη μού έκανε το πρωτότυπο κατά λέξη, και πάνω σ’ αυτό βασίστηκα κι έκανα το λιμπρέτο.

Η απορία μου είναι, αφού έχετε τόσο καλή σχέση με το λόγο, πώς και δε γράψατε ποτέ κάποιο πεζό, κάποια ποιητική συλλογή;
Δε μ’ ενδιαφέρει κάτι που είναι χωρίς τη μουσική. Τι να το κάνω; Έχουμε μεγάλους δημιουργούς σ’ αυτόν τον τομέα. Δεν έχω κανένα λόγο να τους συναγωνιστώ. Γράφω κείμενα για τις εκπομπές μου, γράφω στο facebook, έχω αφαιρετική ατάκα, έχω γράψει νούμερα επιθεώρησης, αλλά δε θα ‘θελα να μπω σε μια τέτοια μεγάλη φόρμα. Το «Βικτώρ» ήταν ένα εγχείρημα, ήθελα να το κάνω. Πίστευα – και είχα δίκιο – πως ένα έργο, όταν γίνεται μουσικό, βγάζει έξω τις αληθινές του δυνάμεις. H μουσική μπορεί να μεγεθύνει νοήματα, να μεγεθύνει ατάκες, να μεγεθύνει λέξεις, αλλά απαιτεί κι ένα ξεκαθάρισμα των ηρώων. Δηλαδή στη μουσική εκφορά το έργο αυτό δεν έχει την αφαιρετικότητα που θα είχε ένα φυσικό ανέβασμα. Όφειλα να ξανασχηματίσω πάρα πολύ ανάγλυφους τους ήρωές μου, όπως γίνεται στο μουσικό θέατρο. Γενικά πήρα χαρά από αυτή την περιπέτεια. Και το Τέχνης ήταν μια από τις χαρές.

Πάντως τα τελευταία χρόνια γράφετε εσείς τους στίχους πολλών τραγουδιών σας. Εγώ υποκλίνομαι στον λίγο παλιότερο «Ιεζεκιήλ»: «Με ταγκό και Γιόχαν Στράους / βγήκε ο Χίτλερ κι είπε: Ράους! / Δε γουστάρω Ισραήλ!». Χωρέσατε τόσο πολύ πράμα μέσα σε τρεις στίχους!
Κι αυτό που αναφέρεις, είναι η αφαιρετικότητα του μιούζικαλ. Κι ο «Ιεζεκιήλ» θα μπορούσε να είναι πρόσωπο ενός μιούζικαλ, που πρέπει να στα πει στα γρήγορα. Τα υπόλοιπα τα ξέρουμε ή πρέπει να τα διαβάσουμε. Όταν έκανα τους «Αχαρνής», ήταν στο μονόλογο μια φράση για τη Σέριφο, που δεν την πολυκαταλάβαινα. Εκείνο τον καιρό είχα μελετήσει εξονυχιστικά την Ιστορία της Αρχαίας Αθήνας, με focus στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ήθελα να ξέρω τις αντιστοιχίες. Ήθελα να ξέρω υπό ποίαν συνθήκη το έργο γράφτηκε. Παίρνω το Γεωργουσόπουλο και μου λέει ότι η Σέριφος είχε κυνοτροφεία, κι ως σύμμαχος έδινε σκυλιά στην Αθήνα. Και το έργο λέει ότι αν τα χαλάγανε με τους συμμάχους οι Αθηναίοι, δε θα ‘χανε σκυλιά στην Αθήνα. Αυτό, όπως το διαχειρίστηκα, έγινε στο στόμα μου η εξής ατάκα: «ο πόλεμος έγινε για τρεις πουτάνες κι ένα πεκινουά». Αυτό ήταν και αστείο και αλήθεια. Λοιπόν, στις προσεγγίσεις αυτές είναι καλό κανείς, όπως ψάχνει τις εποχές και τις παραμέτρους, να κατορθώνει να βρει τις αντιστοιχίες που μπορούν να μιλήσουν στο θεατή τώρα.

Στους «Αχαρνής» θεωρώ ότι κάνατε μία στροφή. Φέρατε το έργο πολύ στο σήμερα: με το ΔΝΤ, την κρίση, το Μνημόνιο. Θα μπορούσε να σας κατηγορήσει κανείς ακόμα και για λαϊκισμό. Νιώθετε ότι κάνατε αυτή τη στροφή το 2010;
Όχι. Για μένα τα πράγματα είναι μια συνεχής περιπέτεια. Χωρίς αυτές τις κλωτσιές, δεν πας παρακάτω.

Παραδέχεστε ότι ήταν κλωτσιά;
Ε, βέβαια! Σηκώθηκα με θράσος και πάρα πολύ διάβασμα και πήγα στην Επίδαυρο!

Εγώ δε μιλάω για τον Κραουνάκη ως ερμηνευτή, που ήταν άψογος.
Δεν ευθύνομαι εγώ για τις παρεμβάσεις που έγιναν κι ούτε συμφωνώ με όλες.

Α, ήταν του Χατζάκη.
Δε συμφωνώ με όλες. Το αντίθετο. Εγώ είμαι υπέρμαχος τού να κρατιέται η φόρμα, και ιδίως η αριστοφανική φόρμα, που είναι αμείλικτη. Είναι συγκεκριμένη φόρμα, σαφής, φόρμα λαϊκού θεάτρου. Όταν πάνε να ξεφύγουν απ’ αυτή, όταν πάνε να χαλάσουν τις ισορροπίες, βλέπουμε πράγματα που δεν είναι καλά. Υπάρχει μια τρελή μανία διασκευής των αρχαίων κειμένων. Αυτό είναι ασύλληπτα δραματικό. Τα κείμενα αυτά είναι αξεπέραστα. Σαφώς έχει σημασία πώς θα τα μεταφράσεις. Αληθινά δεν αποδίδεται η ισορροπία που έχει ο λόγος στο αρχαίο. Αλλά είσαι υποχρεωμένος να τα μεταφέρεις στη γλώσσα που μιλιέται τώρα.

Εγώ πάντως, από τους «Αχαρνής» και μετά, είπα: «Τι έπαθε ο Κραουνάκης; Του βγήκε τώρα η επαναστατικότητα που δεν έβγαλε στην αρχή της πορείας του;». Ξεκινήσατε όταν ήταν μόδα η αριστερά, κι εσείς μιλήσατε για τον έρωτα.
Δεν ήταν καθόλου μόδα η αριστερά. Όταν ξεκίνησα ήταν όλα σούπα.

Ζήσατε στον απόηχο αυτής της μόδας, τέλος πάντων.
Καθόλου δεν ήταν μόδα η αριστερά. Ήταν τρία χρόνια μεταπολίτευση κι εγώ ήμουν 20 χρονών.

Είμαι ένας χοντρός γάτος με μια ψυχή που θέλει να ζει στο νερό.

Δε θα μπορούσε να σας πάρει το ρεύμα;
Μα αυτό ήταν το πρώτο στοιχείο που είδε πάνω μου ο Χατζιδάκις. Νόμιζε ότι θα έβλεπε ένα ακόμα επαναστατικό παιδάκι, κι είδε ένα παιδί που μελοποιούσε Λόρκα. Αντίθετα, το ’10 που έκανα τους «Αχαρνής», είχα δει όλο αυτό που θα ερχόταν.

Δεν ήταν μόνο οι «Αχαρνής». Ήταν και το «Βαλς του ’12», κι άλλα. Πλέον υπάρχει ένας Κραουνάκης που ξαφνικά πολιτικοποιείται.
Δεν πολιτικοποιήθηκα ξαφνικά, για όνομα του Θεού! Εκφράστηκα δυναμικά μέσα στα χρόνια τα δύσκολα, με πράγματα τα οποία όφειλα να επισημάνω πια καλλιτεχνικά. Δε γινόταν να μείνω απ’ έξω. Ούτε μπορούσα να συνεχίζω να κάνω τον ερωτικό συνθέτη τα χρόνια που γονάτιζε η χώρα.

Γι` αυτό κι ο Βάρναλης, κι ο Ντάριο Φο…
Όλα! Πήγα επιλεκτικά σε «πανεπιστήμια» που μου δώσανε ύλες να μιλήσω για τα χρόνια αυτά. Έπειτα ο Αριστοφάνης δεν ήταν κάτι καινούριο για μένα. Ήταν από το ’85.

Για την προσέγγιση είπα πριν, όχι για τον Αριστοφάνη καθ’ αυτόν.
Επειδή είχα κάνει πάρα πολλούς χορούς και επειδή επιστρέφω κατά καιρούς, έχω πολλά σχέδια γύρω από το είδος. Όλη η 17ετία μου με τη Σπείρα βασίστηκε σ’ αυτό το περιεχόμενο. Όλες οι παραστάσεις μου με τη Σπείρα δομικά πατήσανε πάνω στον Αριστοφάνη. Ήταν άσκηση πάνω σ’ αυτό. Και πρέπει να πω ότι από το έργο του Αριστοφάνη, που είναι αδυσώπητα μεγάλο, δεν έχω κάνει μόνο «Βατράχους», «Σφήκες» και «Όρνιθες» – εκτός από δύο χορικά από τις «Όρνιθες» που είχαμε βάλει στα «Χορικά» μας.

Τις «Όρνιθες» τις φοβάστε;
Πιστεύω ότι το έργο αυτό έχει διαβαστεί. Ανεξίτηλα. Δεν είναι έργο με το οποίο θα ‘θελα να καταπιαστώ.

Από σεβασμό ή από φόβο;
Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πιστεύω ότι την ερμηνεία αυτού του έργου την έχει δώσει η παράσταση των Κουν – Τσαρούχη – Χατζιδάκι.

Εγώ μόνο ένα κόμμα αντιπαθώ: το ΠΑΣΟΚ.

Ένας φίλος μου μού ‘πε να σας ρωτήσω αν είστε ακόμα ΣΥΡΙΖΑ. Να σας ρωτήσω λοιπόν;
Δεν ήμουν ποτέ ΣΥΡΙΖΑ. Χρόνια ξέρει η κοινωνία ότι ψηφίζω ΚΚΕ. Εγώ μόνο ένα κόμμα αντιπαθώ: το ΠΑΣΟΚ. Δεν αντιπαθώ ανθρώπους από την πολιτική. Υπάρχουν άνθρωποι που τους εκτιμώ πάρα πολύ, απ’ όλα τα κόμματα. Και στο ΠΑΣΟΚ έχω φίλους. Απλώς την ώρα που φόρτωσε αυτός ο πυρήνας, παραμυθιάστηκα – αν θέλεις – όπως όλοι οι αριστεροί άνθρωποι ότι μπορεί κάτι να γίνει σε σχέση μ’ αυτό που πονάει τον τόπο. Μ’ ενδιαφέρουν οι άνθρωποι του μεροκάματου, αυτοί που πασχίζουν για το μεροκάματο.

Πάντως έχω την αίσθηση ότι ο κύκλος που άνοιξε με τους «Αχαρνής» έκλεισε. Δεν είστε πια τόσο καταγγελτικός όσο υπήρξατε.
Είμαι. Και είμαι ακόμα χειρότερος, γιατί είμαι πιο ύπουλος τώρα. Η στιγμή αυτή την ώρα είναι πάρα πολύ δύσκολη. Ο κόσμος υποφέρει. Την ώρα που μέσα μου έλπιζα ότι μπορεί ν’ αλλάξει κάτι, να ξεκουμπιστεί ένα σύστημα που διέλυσε, ήμουνα άμεσα επιθετικός, και με τα θεάματά μας, γιατί η δουλειά της Σπείρας, από το 2000 που ξεκίνησε, ήταν πολιτική. Μόνο ένα θέαμά μας, το «μπιμπερό», ήταν ερωτικό. Όλα τα υπόλοιπα ήταν απολύτως πολιτικά. Είχαμε τρομερά νούμερα πολιτικά, με κορυφαίο, κατά τη γνώμη μου, τις «Δουλάρες». Δεν υπήρχε παράστασή μας που να μην είχε έντονα πολιτικό χαρακτήρα. Είχα την άνεση, γιατί δούλεψα με μια νέα ομάδα – άλλη ηλικία -, και γιατί δοκίμασα κι έγραψα για πρώτη φορά. Στις τελευταίες μας επιθεωρήσεις συνεργάστηκα μ’ άλλους δύο και κάναμε καθαρότατη επιθεώρηση. Την πιάνω τη μυρωδιά της πολιτικής. Έκανα μία επιθετική πολιτική με έργα πολιτικά, αριστερά, όχι ΣΥΡΙΖΑϊκά. Κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αριστερά, το ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τι είναι;

Στο «Κόκκινο» δε σας ασκούν λογοκρισία;
Όχι, προς τιμήν τους. Είμαι απέναντι στην εξουσία. Δεν έχω καμία κομματική ταυτότητα. Δουλεύω στο «Κόκκινο», γιατί είναι το μόνο τύπου αριστερό ραδιόφωνο που υπάρχει – όσο υπάρχει. Αλλά επίσης το θεωρώ και κακόγουστο να λέω «Δεν είμαι ΣΥΡΙΖΑ». Δηλαδή αν τα` κανε καλά ο ΣΥΡΙΖΑ, θα ‘λεγα «Είμαι ΣΥΡΙΖΑ»; Λυπάμαι μόνο, γιατί είναι μια χαμένη ευκαιρία. Γι` αυτό λυπάμαι. Αλλά και ευρύτερα αν θες, επειδή δε μ’ αρέσει να κοιτάζω μόνο το χωριό μας, η ανθρωπότητα αυτή τη στιγμή, στην τούμπα του αιώνα, περνάει δραματικές ώρες. Και πρέπει να ‘χουμε τα κουράγια, οι καλλιτέχνες τουλάχιστον, αυτό το πράμα να το βιώσουμε και να ‘χουμε πρόταση. Τι να λέμε στον κόσμο που περιμένει κάτι. «Μου ωραιώνετε τη ζωή» μου είπε ένας κύριος προχτές. Και στα δέκα λεπτά που μιλάω το πρωί στους ακροατές, σκέφτομαι πώς θα πω κάτι που θα τους φτιάξει τη μέρα, ή να τους στείλω να δούνε κάτι, να πάνε κάπου να φάνε, δηλαδή κάτι να δώσω στις ζωές τους, που να μπορεί την εικοσιτετράωρη συνθήκη τους να την κάνει ελαφρώς καλύτερη. Επειδή σκανάρουμε όλη την ελληνική παθογένεια με μια βόλτα στο facebook, νομίζουμε ότι εκεί τελειώνει ο κόσμος. Αλλά το facebook δεν είναι η ανάσα του κόσμου. Είναι η μπόχα του. Ανησυχώ για το μέλλον, αλλά κρατώ για τον εαυτό μου και την ελευθερία του μελλοθάνατου.

Τι είδους ελευθερία έχει ο μελλοθάνατος;
Ότι αύριο μπορεί να του πέσει ένα ταβάνι στο κεφάλι και τελειώνει η υπόθεση. Άρα δε μπορεί να σκάει για μεθαύριο. Γερνάω… Δε δουλεύω πια με τον ίδιο ρυθμό. Χαζεύω πολύ. Έχω μπει πια στη δεκαετία 60 – 70.

Όλη η Αθήνα γράφει, όλη η Ελλάδα παίζει θέατρο.
Δεν έχουμε τεράστιους ποιητές ακόμα.

Διαβάζετε νέους ποιητές; Εμείς στο ΑΣΣΟΔΥΟ αγαπάμε την ποίηση.
Ναι, μ` αρέσουν οι νέοι ποιητές.

Ποιους ξεχωρίζετε;
Είναι ένα παιδί στη Θεσσαλονίκη που λέγεται Άγγελος Ευθυμιάδης και μ’ αρέσει πολύ. Μ` αρέσει κι ένας συνθέτης – ποιητής που λέγεται Αλέξανδρος Βούλγαρης (The Boy). Μου ξέφυγε κάποιος;

Τουλάχιστον δέκα χιλιάδες! Όλη η Αθήνα γράφει.
Όλη η Αθήνα γράφει, όλη η Ελλάδα παίζει θέατρο. Δεν έχουμε τεράστιους ποιητές ακόμα.

Ποιος κρίνει τους τεράστιους;
Η Ιστορία.

Η Ιστορία ή οι δημόσιες σχέσεις, οι φιλόλογοι κ.λπ.;
Άκουσε να δεις, εκ πείρας, ό,τι δεν έχει δύναμη και καινούρια αισθήματα, ό,τι εντύπωση και να κάνει προσωρινή, το παίρνει γρήγορα ο διάολος.

Μπήκατε στη διαδικασία να βρείτε κάποιον σύγχρονο ποιητή και να τον μελοποιήσετε;
Αυτό είναι δουλειά κανενός νέου συνθέτη, δεν είναι δικιά μου. Οι νέοι συνθέτες, που βγαίνουν συνέχεια και λένε «βγήκε αυτό το σπουδαίο cd» και τ’ ακούς κι είναι μια παπαριά.

Στη στιχουργική διακρίνετε κάτι, ή δε θέλετε να πείτε;
Δεν έχω ζηλέψει κάτι, εκτός από τις «Μέλισσες» της Φωτάκη. Σημασία δεν έχει να είναι απλά δουλεμένος ένας στίχος. Σημασία έχει να πει κάτι που να μπορεί να τραγουδηθεί και να γίνει συλλογικό αίσθημα. Εκεί πάσχουμε.

Ποια δικά σας τραγούδια θεωρείτε ότι έχουν αγγίξει το συλλογικό αίσθημα;
Α, δε θα κάτσω να κρίνω τα δικά μου. Από αυτά, λίγο ως πολύ, ο κόσμος έχει διαλέξει. Για να σε κρατάνε στην αγκαλιά τους άνθρωποι από 12 ως 70 χρονών, κάτι συμβαίνει. Δεν επαίρομαι, καταλαβαίνεις τι λέω. Αντίθετα, εμένα με αγχώνει η αναγνωρισιμότητα.

Με τη μελοποιημένη ποίηση πάντως δεν ασχοληθήκατε, ούτε και στα πρώτα νιάτα σας.
Έχω κάνει, απλά δεν είναι γνωστά. Και Σεφέρη – είχα κάνει όλα τα «Επί σκηνής». Τα είχα κάνει στην απόλυτη νεότητα, 20 με 22 χρονών. Από τους ποιητές ξεκίνησα. Μετά βρήκα τη Λίνα.

Έτσι ξεκινάει κάποιος; Είναι η εύκολη λύση οι ποιητές;
Έγραφα και εγώ.

Τι γράψατε πρώτα στη ζωή σας; Μουσική ή στίχο;
Νομίζω πρώτα έγραψα νότες, κάπου στα 13.

Πώς νιώσατε; Κάτι σαν θράσος; Φοβηθήκατε μήπως μοιάζει η μελωδία σας με κάποια άλλη;
Δεν ήξερα. Δεν ξέρω ποτέ. Σήμερα άκουγα τα χορικά της «Ιφιγένειας» στην πρόβα, ήταν δίπλα ο παραγωγός, ο Μάρκος Τάγαρης, ένας άνθρωπος αρκετά σκληρός, και γυρνά και μου λέει «έχω συγκινηθεί». Κάτι γίνεται λοιπόν. Και σκεφτόμουν «πότε τα ‘γραψα ρε φίλε;». Το χειμώνα, έπαιζα «Βικτώρ», ξυπνούσα στις 7:30 κι έγραφα. Αλλά ξέρεις τι γίνεται; Όταν βουτάω στο κείμενο, το μελωδικό μου βολάν πάει αυτόματα. Σχεδόν δεν το ελέγχω πια. Όταν έχω μπροστά μου τη φράση ξέρω πώς θα την τραγουδήσω.

Τον Τύπο πώς τον βλέπετε, τις εφημερίδες, τα μέσα;
Υπάρχει θεματάκι. Δεν έχει την παλιά του χαρά ο Τύπος.

Το ίντερνετ;
Είναι ωραίο που φεύγει η πληροφορία αμέσως. Ένα θέμα που έχω πολύ σοβαρό είναι ότι έχει χαθεί η ιδιώτευση. Είμαστε τραγικά εκτεθειμένοι.

Πώς το ‘δατε το ΑΣΣΟΔΥΟ;
Άλλο ένα σάιτ. Μας έχετε πρήξει όλοι με τα σάιτ.

Άλλο ένα ή ένα άλλο;
Έχει κάτι. Έχει αισθητική.

Εικαστικά ή τα κείμενα;
Όλο. Έχει δικό του στυλ. Άλλο ένα σάιτ που μου έχει κάνει εντύπωση, είναι το rejected, της Θεσσαλονίκης. Για μένα, αυτό που θέλω να συμβεί είναι ένα πράγμα με αισθητική να έχει και ανοιχτή αγορά, να το πάρουν πολλοί. Να μπαίνει πολύς κόσμος. Βαρέθηκα να είναι η αισθητική συνώνυμη με το αντιεμπορικό. Ένας καλλιτέχνης μόνο το έχει καταφέρει μέχρι στιγμής στην Ελλάδα.

Ο Κραουνάκης;
Όχι, ο Παπαϊωάννου. Εγώ είμαι λαϊκάντζα, δεν είμαι εστέτ, όπως ο Δημήτρης. Εγώ είμαι λαϊκός καλλιτέχνης.

Κάνατε όμως σουξέ με ένα τραγούδι πιάνο – φωνή.
Που ήταν όμως ζεϊμπέκικο.

Δεν είστε λαϊκάντζα. Θα θέλατε μάλλον να είστε.
Είμαι καραλαϊκάντζα.

Η λαϊκάντζα δε μελοποιεί Χειμωνά.
Μια χαρά τον μελοποιεί! Ο Ζαμπέτας – και τον φέρνω σαν παράδειγμα, γιατί ούτε ένα του τραγούδι δεν έχει κακό στίχο – μελοποίησε Δημήτρη Χριστοδούλου. Ο Θεοδωράκης δεν είναι λαϊκός συνθέτης; Ο Ξαρχάκος;

Αυτοί έχουν όμως και μια λογιοσύνη και τους είπαμε έντεχνους.
Οι λόγιοι τούς οικειοποιήθηκαν. Έχει κάνει πολύ μεγάλη ζημιά η αγαμίλα στην Ελλάδα. Ο αληθινά λαϊκός δε σημαίνει απαραίτητα πωλήσεις στην εποχή του. Αληθινά λαϊκός σημαίνει πωλήσεις στο διηνεκές. Αυτό που είπε ο Ξαρχάκος, «ο Παπανδρέου πέθανε, ο Βαμβακάρης ζει», είναι η πάσα αλήθεια. Και το πιο συγκινητικό απ’ όλα ποιο είναι; Ότι ένας Έλλην συνθέτης 78 ετών, μας συστήνεται σαν έφηβος. Το κομμάτι που άκουσα εγώ (από τις «7 Ελεγείες και Σάτιρες» του Ξαρχάκου) είναι κομμάτι ενός έφηβου. Ενώ τα τραγουδάκια ενός πιτσιρικά που άκουσα προ ημερών είναι πιο παλιά κι απ’ τις αμαρτίες μου.

Τι φταίει;
Δε βιώνεται τίποτα. Γιατί πιάσαμε εγώ κι η Λίνα τη γενιά μας; Γιατί αυτό που βιώναμε το τραγουδήσαμε. Βεβαίως με τέχνη, σαφέστατα.

Ο κόσμος τρέχει όμως στις συναυλίες του Χαρούλη και της Μποφίλιου.
Τι να κάνουμε; Να κατηγορήσουμε τον κόσμο; Καλά κάνει και τρέχει. Χρειάζεται κάτι να βρει από την περιπέτεια αυτή κι ο κόσμος. Δεν τρέχει και στους χειρότερους στο κάτω κάτω!

Θέλω να πω ότι το ανάλογο που κάνατε εσείς κι η Λίνα ίσως να είναι σήμερα αυτά τα παιδιά και οι συνεργάτες τους.
Τίποτα δεν είναι ανάλογο. Πολλές φορές το λάθος το κάνουν και οι ίδιοι οι δημιουργοί, που νομίζουν ότι κάνουν κάτι ανάλογο μ’ αυτό που υπήρχε πριν. Κάθε άνθρωπος διαγράφει στην εποχή του. Ό,τι δεν έχει εκτόπισμα μέσα στη συλλογική μνήμη, ό,τι δε μπαίνει στα σπίτια να καθίσει, δεν κρατάει για πολύ.

Τώρα που η ακρόαση μέσω youtube έγινε κάπως ιδιωτική υπόθεση, σε αντίθεση με το ραδιόφωνο που ακουγόταν σ’ όλο το σπίτι, δε θεωρείτε ότι είναι δύσκολο να μπουν τραγούδια σ’ ένα σπίτι και να βρουν χώρο να κάτσουν;
Όχι! Με της Σάττι πώς έγινε χαμός μέσα σε δέκα μέρες; Είναι καλό! Είναι δροσερό, είναι ευχάριστο, είναι καλοφτιαγμένο, είναι καλοπλασαρισμένο.

Αν έλειπε η εικόνα θα συνέβαινε το ίδιο;
Πιθανώς όχι. Αλλά όλο μαζί το παίρνεις το προϊόν. Να ένα σημείο που τα παίρνω: Αρχίζει η γκρίνια. Βγήκε ένα cd τριών νέων δημιουργών, ακούω να βρω ένα αριστούργημα και δεν το βρίσκω. Εγώ δύο μόνο πράγματα είδα τον τελευταίο καιρό και μου αναβαθμίσανε τον καλλιτεχνικό μου χάρτη, κι αυτά ήταν ο Παπαϊωάννου (Ο Μεγάλος Δαμαστής) και η Μουτούση (Ιππόλυτος). Ό,τι υπόλοιπο έχω δει και ακούσει είναι ψιλοαντίγραφο, σαν κάτι.

Το facebook δεν είναι η ανάσα του κόσμου.
Είναι η μπόχα του.

Εσάς έχουν δοκιμάσει να σας αντιγράψουν;
Ξέρεις κάτι, κάθε δημιουργός έχει το μυστικό της Coca Cola. Είναι εύκολο να πάρεις το πατρόν. Δεν έχει σημασία κι η μοδίστρα; Άντε, αν το πάρει το πατρόν μια κουλή μοδίστρα θα το κάνει το ίδιο με την ωτ κουτύρ; Όχι! Εγώ είμαι συγκρουσιακός με την τέχνη μου. Δεν κάθομαι να σκεφτώ. Μπορεί να ανακαλύψω μετά γιατί ήταν ωραίο κάτι. Όταν έγραψα «πέλαγο να ζήσω δε θα βρω / σε ψυχή ψαριού κορμί γατίσιο» σκεφτόμουν το ρημαδοεαυτό μου, που είμαι ένας χοντρός γάτος με μια ψυχή που θέλει να ζει στο νερό. Εντάξει, μπορεί με το θάνατο να δικαιωθεί και να πάει στο νερό. Αλλά αυτή η σύγκρουση με οδήγησε να το γράψω, κοιτώντας ένα ωραίο τοπίο στη Μύκονο, έξι η ώρα το πρωί. Ότι αυτό θα ‘ρχόταν σε μια ταινία που μου ζητήθηκε μετά από δύο χρόνια, να βρω το στικάκι, και να γράψω αυτό το τραγούδι ένα πρωί – συμπτωματικά, πρωί πάλι – σκεπτόμενος την Μπέλλου, είναι κάτι που δε μπορώ να κάτσω να το ελέγξω. Το επόμενο με ενδιαφέρει πάντα. Όσο περπατάς κι όσο δουλεύεις, γεννάς.

Τα επόμενα ποια είναι;
Έχω πολλά στο κεφάλι μου.

Η Σπείρα μίκρυνε λίγο.
Θα μεγαλώσει πάλι.

Μιλάμε όμως τόση ώρα και δε μου είπατε κάτι τολμηρό, όπως συνηθίζετε.
Αυτό που έχω να πω είναι ένα και ίσως είναι πραγματικά τολμηρό: Έτσι ήταν οι ζωές και πριν. Απλώς τώρα φύγανε τα λεφτά και φάνηκε η τρύπα. Ίσως αυτό να μετρήσει σα μια πολύ βασική παράμετρος για ν’ αλλάξει η ζωή των ανθρώπων τις επόμενες γενιές. Να μη χαθεί αυτός ο τόπος ο απίθανος. Έχουμε φτάσει τελικά τολμηρό να είναι το να ζεις σαν άνθρωπος. Και να μη σε παίρνει από κάτω η κάθε παπαριά ∴