Μια εποχή στην κόλαση
μτφρ: Ζ. Δ. Αϊναλής
Κάποτε, αν θυμάμαι καλά, η ζωή μου ήταν ένα γλεντοκόπι όπου ανοίγαν όλες οι καρδιές και τα κρασιά κυλούσαν.
Ένα βράδυ πήρα την Ομορφιά στα γόνατά μου. Και τη βρήκα πικρή. Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα εναντίον της δικαιοσύνης.
Το έβαλα στα πόδια. Μάγισσες, μιζέρια, μίσος σε σας εμπιστεύτηκα τον θησαυρό μου!
Έπνιξα μες στην καρδιά μου κάθε ανθρώπινη ελπίδα. Και σάλταρα σαν το αγρίμι στη χαρά για να τη στραγγαλίσω.
Πεθαίνοντας, φώναξα στους δήμιους να καταπιούν τις λαβές των τουφεκιών τους. Κάλεσα τις κατάρες να με πνίξουνε στην άμμο, το αίμα. Η δυστυχία ήταν ο θεός μου. Κυλίστηκα στη λάσπη. Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος. Κι έπαιξα ξύλο με την τρέλα.
Κι η άνοιξη μου έφερε το φρικαλέο χάχανο του ηλίθιου.
Και τώρα τελευταία, πριν τα τινάξω οριστικά, μου ‘ρθε να ψάξω το κλειδί για το παλιό εκείνο γλεντοκόπι, μπας και μ’ ανοίξει η όρεξη ξανά.
Η αγάπη ήτανε, λέει, το κλειδί. Και μόνο αυτό δείχνει το πόσο ονειρευόμουν!
«Θα παραμείνεις ύαινα, κτλ. …» κάγχασε ο δαίμονας ποτίζοντάς με νηπενθή ναρκωτικά της Λήθης. «Αξίωσε το θάνατο μ’ όλα τα θέλγητρά του, και τον εγωισμό σου και όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα μαζί.»
Α, ίσαμ’ εδώ τα θέλγητρα, ίσαμ’ εδώ η Λήθη: – Αγαπητέ μου Σατανά, σε σας στρέφω, με λιγότερη οργή, τα μάτια! και σε σας, αναμένοντας τις όποιες ασθμαίνουσες μικρότητες, σε σας, που σας αρέσει να αναζητάτε σ’ έναν συγγραφέα τις περιγραφικές ή τις διδακτικές ιδιότητες, σε σας εμπιστεύομαι τ’ ανυπόφορο τούτο χαρτομάνι απ’ το τετράδιο μου του καταδικασμένου.
ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑΤΑ II
ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
Σε μένα. Η ιστορία μιας από τις τρέλες μου.
Από πολλού καυχιόμουν πως κατείχα τα πιθανά τοπία όλα κι έβρισκα καταγέλαστες τις διασημότητες της ζωγραφικής και της μοντέρνας ποίησης.
Μ’ άρεσαν οι ηλίθιες ζωγραφιές, πάνω απ’ τις πόρτες, διάκοσμοι, των σαλτιμπάγκων οι καμβάδες, επιγραφές, ζωγραφιές λαϊκές· η παρωχημένη λογοτεχνία, λατινικά της εκκλησίας, ανορθόγραφα ερωτικά βιβλία, μυθιστορήματα των προπατόρων μας, παραμύθια, μικρά βιβλία παιδικά, όπερες παλιές, ρεφρέν βλακώδη, απλοί ρυθμοί.
Ονειρευόμουν σταυροφορίες, αφηγήσεις ταξιδιών ανακαλύψεων που δεν γνωρίζουμε, δημοκρατίες δίχως ιστορία, θρησκευτικούς πολέμους αιματοκυλισμένους, επαναστάσεις ηθών, μετακινήσεις ηπείρων και φυλών: πίστευα σ’ όλα τα μαγέματα.
Εφεύρισκα το χρώμα των φωνήεντων! Α μαύρο, Ε λευκό, Ι κόκκινο, Ο κυανό, ΟΥ πράσινο. Ρύθμιζα τη μορφή και τα κινήματα κάθε συμφώνου και μ’ ενστικτώδικους ρυθμούς μεγαλαυχούσα κι αλαζονευόμουν πως εφεύρισκα έναν λόγο ποιητικό προσβάσιμο, αργά ή γρήγορα, σε όλες τις αισθήσεις. Κατοχύρωνα τη μετάφρασή του.
Στην αρχή αυτό ήταν μια άσκηση. Έγραφα τις σιωπές, τις νύχτες, κατέγραφα το άρρητο. Ακινητοποιούσα τους ιλίγγους.
Η ΑΣΤΡΑΠΗ
Η ανθρώπινη εργασία! Είναι η έκρηξη που σκίζει πότε-πότε στα δυο σαν κεραυνός την άβυσσο μου και φωτίζει.
«Τίποτα δεν είναι μάταιο· στην υγειά της επιστήμης, να προχωράμε, να προχωράμε!» κραυγάζει ο Εκκλησιαστής των καιρών μας, δηλαδή ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ. Και τα κουφάρια των σκατόψυχων και των οκνών να πέφτουνε σαν τις ταφόπλακες επάνω στις καρδιές των άλλων… Α, γρήγορα, πιο γρήγορα· προς τα κει, πιο πέρα απ’ τη νύχτα, μας περιμένουν μελλοντικές απολαβές, αιώνιες… θα τους ξεφύγουμε;…
– Μα τι μπορώ να κάνω εγώ; Γνώρισα την εργασία· κι η επιστήμη προχωράει αργά. Ας καλπάσει επιτέλους η προσευχή, το φως ας μουγκανίσει… Το βλέπω καθαρά. Είναι τόσο απλό, και κάνει τόση ζέστη. Αυτά δεν είναι για μένα. Εγώ έχω το καθήκον μου, κι είμαι περήφανος με τον τρόπο των πολλών, παραμελώντας το στυγνά.
Η ζωή μου φαγώθηκε. Χάιντε! Ας υποκριθούμε, ας τεμπελιάσουμε, ω έλεος! Και θα υπάρξουμε διασκεδάζοντας μέσα μας, οραματιζόμενοι τερατώδικους έρωτες κι ανύπαρκτα σύμπαντα, γκρινιάζοντας και μιζεριάζοντας και οικτίροντας το φαίνεσθαι του κόσμου, σαλτιμπάγκος, επαίτης, καλλιτέχνης, ληστής, παπάς! Ξαπλωμένος στη νοσοκομειακή μου κλίνη κι η αποφορά του λιβανιού να μου τρυπάει τα ρουθούνια· φύλακας των ιερών αρωμάτων, μάρτυρας, ομολογητής…
Αναγνωρίζω σ’ όλα αυτά τη βρωμερή αγωγή των παιδικών μου χρόνων. Κι έπειτα τι!… άντε, ας κλείσω κι εγώ τα είκοσι μου χρόνια αφού τα κλείνουν όλοι…
Όχι, όχι! Χίλιες φορές χιλιάδες όχι! Εγώ θα εξεγείρομαι ενάντια στο θάνατο στητός! Η εργασία φαντάζει τόσο λαφριά στην υπερηφάνειά μου. Η δική μου προδοσία του κόσμου θα είναι ένα μαρτύριο πολύ σύντομο. Την τελευταία στιγμή θα επιτεθώ τυφλά δεξιά, ζερβά, δεξιά, ζερβά…
Κακόμοιρη ψυχή μου, δεν θα χαθεί η αιωνιότητα για μας!
ΑΥΓΗ
Δεν χάρηκα κάποτε μια νιότη αξιαγάπητη, ηρωική, μυθική, μια νιότη να τη γράψει κανείς σε φύλλα από χρυσό; Τι τύχη! Ποιο έγκλημα, ποιο σφάλμα με έριξε στην τωρινή μου αδυναμία; Εσείς που διατείνεστε πως ολοφύρονται τα κτήνη και ξεσπούν σε οδύνης λυγμούς, πως απελπίζονται οι άρρωστοι, πως ονειρεύονται όνειρα κακά οι νεκροί, προσπαθήστε να ιστορήσετε τον λήθαργό μου και την πτώση μου. Εγώ δεν μπορώ να τα εξηγήσω περισσότερο απ’ τον ικέτη που λιβανίζει το Πάτερ Ημών και το Άβε Μαρία. Δεν ξέρω πια να μιλήσω!
Κι όμως σήμερα θαρρώ έκοψα τους δεσμούς με την κόλασή μου. Κι ήταν όντως η κόλαση: η πανάρχαια, εκείνη της οποίας τις πόρτες άνοιξε ο υιός του ανθρώπου.
Από την ίδια έρημος, στο ίδιο σκοτάδι, πάντα τα μάτια μου άτονα ξυπνάν στο φως του άστρου αργυρό, πάντα, δίχως να συγκινούνται οι Βασιλείς της ζωής, οι τρεις μάγοι, η καρδιά, το πνεύμα, η ψυχή. Κι όταν θα πορευτούμε πέρα απ’ τους τάφους και πέρα απ’ τα όρη, όταν θα χαιρετίσουμε τη γέννηση της νέας εργασίας, τη νέα σοφία, τη φυγή των τυράννων και των δαιμόνων, το τέλος της δεισιδαιμονίας, θα γιορτάσουμε -τα πρώτα!- Χριστούγεννα πάνω στη γη.
Το άσμα των ουρανών, τη μεγάλη πορεία των λαών! Σκλάβοι, ας μη βλαστημάμε τη ζωή.
ΑΝΤΙΟ
Φθινόπωρο ήδη! – Μα γιατί να νοσταλγούμε έναν ήλιο αιώνιο, όταν έχουμε επωμιστεί την ανακάλυψη της θεϊκής διαύγειας, – μακριά από ανθρώπους που επιμένουν εποχή την εποχή να πεθαίνουν.
Φθινόπωρο. Η βάρκα μας υψωμένη μες την ακίνητη ομίχλη επιστρέφει τώρα προς το λιμάνι της μιζέριας, την αχανή πόλη στον ουρανό στιγματισμένη απ’ τη φωτιά και τη λάσπη. Τα κουρέλια τριμμένα, μουσκεμένο απ’ τη βροχή το ψωμί, η μέθη, οι χιλιάδες που με σταύρωσαν έρωτες! Ποτέ δε θα πεθάνει αυτό το βαμπίρ, βασίλισσα χιλιάδων ψυχών και χιλιάδων κορμιών που θε να κριθούνε! Ξαναβλέπω τον εαυτό μου φαγωμένο το δέρμα από τη λάσπη και την πανούκλα, γεμάτα σκουλήκια τα μαλλιά κι οι μασχάλες και πιο παχιά ακόμα σκουλήκια μες στην καρδιά, ανάμεσα σ’ αγνώστους χωρίς ηλικία και δίχως αισθήματα… Θα μπορέσω επιτέλους ήσυχος να πεθάνω… Οι φρικτές αναμνήσεις! Εξασκώ τη μιζέρια.
Και να τρέμω το χειμώνα, η εποχή της ανάπαυσης!
– Καμιά φορά βλέπω στον ουρανό ακρογιάλια χωρίς τέλος, σκεπασμένα με σύννεφα έθνη χαρούμενα λευκά. Ένα μεγάλο καράβι από χρυσό κι από κάτω εγώ, κουνάει τα πολύχρωμα σημαιάκια του στην αύρα του πρωινού. Ανέβασα κάθε παράσταση, κάθε θρίαμβο, κάθε γιορτή. Δοκίμασα να εφεύρω καινούργια άνθη, άστρα καινούργια, καινούργιες σάρκες, καινούργια μιλιά. Πίστεψα που απόκτησα δυνάμεις υπερφυσικές. Αρκετά! Τώρα πρέπει να ενταφιάσω τη φαντασία μου και τις αναμνήσεις μου! Παραμυθά όμορφη δόξα και ποιητή που παρασέρνει!
Εγώ! Εγώ που άγγελο με λέω ή μάγο, από κάθε ηθική απαλλαγμένος, επέστρεψα στο έδαφος, μ’ ένα καθήκον για να ψάξω, και την πραγματικότητα τραχιά για ν’ αγκαλιάσω! Κορόιδο!
Απατήθηκα; Αδερφή θανάτου, για μένα, η αγάπη;
Τέλος πάντων, θα ζητήσω συγγνώμη που τράφηκα με το ψέμα. Και προχωράμε.
Μα ούτε ένα χέρι, αγαπημένη! Και πού να ζητήσω βοήθεια;
Ναι, η σύγχρονη εποχή είναι τουλάχιστον πολύ αυστηρή.
Εγώ τουλάχιστον αξίωσα την νίκη: το τρίξιμο των οδόντων, το σύριγμα της φωτιάς, όλοι οι πνιγμένοι στεναγμοί τώρα ξεχύνονται απ’ το στέρνο. Οι φρικτές αναμνήσεις επιτέλους διαγράφονται. Κι οι έσχατες τύψεις μου αποχωρούν κι αυτές σιγά-σιγά απ’ τη σκηνή – ο φθόνος για τον επαίτη, τον ληστή, τον εραστή του θανάτου, τον ηλίθιο κάθε είδους. Θα ‘τανε ξεγραμμένοι, αν εκδικούμουν!
Πρέπει να είναι κανείς απόλυτα μοντέρνος.
Τέρμα τα άσματα: κράτα καλά το κερδισμένο χώμα. Μην ξημερώνεις νύχτα! το ξεραμένο αίμα βάφει μαύρο το πρόσωπό μου· πίσω μου δεν έχει μείνει τίποτα πια· στο βάθος στέκει έρημο, φρικτό, το δέντρο των πρωτόπλαστων!… Οι πνευματικές μάχες είναι εξίσου βάναυσες κι αιματηρές με κάθε άλλη μάχη των ανθρώπων. Το όραμα της δικαιοσύνης είναι το αποκλειστικό προνόμιο του Θεού.
Όσο διαρκεί η νύχτα την αγρύπνια. Εκεί ας σταθούμε κι ας υποδεχτούμε ορθοί όλους τους χείμαρρους της ρώμης, όλους τους χείμαρρους της αληθινής τρυφερότητας. Και την αυγή, αγέρωχοι κι οπλισμένοι με μιαν αυτοσυγκράτηση βραδυφλεγή, στητοί ας προελάσουμε υπερήφανα μέσα στις μητροπόλεις.
Τι μιλούσα για χέρια, αγαπημένη! Είναι προνόμιο που μπόρεσα και γέλασα κατάμουτρα στις πρόστυχες και γερασμένες αγάπες και να αισχύνω τούτα τα πρόστυχα ζευγάρια – είδα την κόλαση των γυναικών εδώ και τώρα – και θα μου φαινόταν προτιμότερο να κατακτήσω την αλήθεια σε μια ψυχή και σ’ ένα κορμί.
Απρίλης – Αύγουστος 1873
.
κεντρική εικόνα: ο Ρεμπώ στο Χαράρ το 1883
.