Τον είδα στο υπόγειο του Παπαγεωργίου. Τον είχα ξαναδεί πολλές φορές και τον θυμόμουν φατσικά. Ήταν φθινόπωρο. Έκανα κοπάνα από τις διαλέξεις. Τριγυρνούσα στο υπόγειο. Εκεί δεν είχε κανέναν. Οι σκώροι κολλούσαν στις τζαμαρίες. Τους έβγαζα φωτογραφία με το κινητό. Ήμουν τρίτο έτος. Ήταν μόλις ειδικευόμενος. Ήμασταν πίσω από τη βιβλιοθήκη. Στο διάδρομο που πάει στην ψυχιατρική. Με είδε που τον κοιτούσα. Μου χαμογέλασε. Διασταυρωθήκαμε. Προσπεραστήκαμε. Μπήκε στην ψυχιατρική. Έστριψα στη βιβλιοθήκη. Κι αν δεν τον ξαναέβλεπα; Έτρεμα μέσα μου. Ήμουν τρίτο έτος. Μπορούσα να έχω όποιον ήθελα. Στα είκοσι όλοι οι άντρες θέλουν να παίξουν μαζί σου. Στάθηκα στην πόρτα της βιβλιοθήκης. Η βιβλιοθηκάριος με ήξερε. Όταν άκουγα βήματα στο διάδρομο έγερνα για να δω. Τελικά ερχόταν. Στάθηκα εκεί που είχαμε διασταυρωθεί. Με ρώτησε αν έψαχνα κάτι. Τον ρώτησα αν είχε χρόνο για έναν καφέ. Δεν έπινε καφέ. Αλλά μπορούσα να τον βρω στο κυλικείο μετά τις τέσσερις. Είχε εσωτερική. Ήταν έντεκα το πρωί. Τον περίμενα μεγάλη η χάρη του. Πέντε ώρες έκανα πως διάβαζα παθολογία. Πέντε ώρες θύμιζα στον εαυτό μου πως μπορούσα να έχω όποιον ήθελα. Στα είκοσι όλοι οι άντρες σε θέλουν αν το καλοσκεφτούν. Τέσσερις και τέταρτο ανέβηκα τις σκάλες. Καθόταν στο πεζούλι με τα τουβλάκια. Είχε λίγες φρυγανιές σε ένα αλουμινόχαρτο και ένα la vache και έτρωγε. Πόσο γκομενίστικο σκέφτηκα. Κάθισα δίπλα του. Οι παλάμες μου ίδρωναν. Τον παρατήρησα λίγο καλύτερα. Άξιζε τον κόπο πέντε ώρες; Είχε βρώμικα γυαλιά. Είχε ξερά χείλια. Πάντως μύριζε ωραία. Μετά τάχατες χάζευα την είσοδο. Τον άφησα να με παρατηρήσει κι αυτός. Σχεδόν καθόλου δε μιλήσαμε. Μου είπε πως έμενε πάνω από τη Μοναστηρίου. Του είπα πως έμενα πάνω από την Καραμανλή. Χαχα μια ευθεία είμαστε. Μου είπε στη Ζώγια της Βενιζέλου την Παρασκευή. Πόσο γκομενίστικο σκέφτηκα. Αλλά του είπα εντάξει. Και έτσι γίναμε φίλοι.
Εγώ όλα τα χρόνια τα είχα με τον Ζ. Και αυτός όλα τα χρόνια τα είχε με την Ο. Εγώ τον Ζ. τον απάτησα αρκετά με διάφορους άντρες. Και αυτός την Ο. την απάτησε πολύ με διάφορες γυναίκες. Και κάποιους άντρες. Πέρασαν έξι χρόνια μ’ αυτά και μ’ εκείνα. Δεν ήμασταν κολλητοί αλλά δεν ξεχνιόμασταν. Τέλη Αυγούστου με κάλεσε στην Κέρκυρα. Και πήγα. Πήγα γιατί λίγους μήνες νωρίτερα που τον είχα πάλι επισκεφτεί είχα βάλει στο μάτι το γιο ενός που έχει μαγαζί με τουριστικά και ήθελα να τον ξαναδώ. Παρακάλεσα το διευθυντή να μου δώσει άδεια. Πήρα εκπαιδευτική. Έδινε μια παρουσίαση βιβλίου για τους συγγενείς των χρονίως πασχόντων ένας καθηγητής. Ήμουν μόλις ειδικευόμενη. Αυτός στο μεταξύ γύρισε την Ευρώπη. Ήρθε και με πήρε από το αεροδρόμιο. Ήταν βράδυ. Είχε υγρασία. Καθόταν στις καρέκλες δίπλα από τις αφίξεις. Ήρθε και μου πήρε το βαλιτσάκι. Δεν ήταν καν βαρύ. Μου άνοιξε την πόρτα για να μπω στο αμάξι. Οδήγησε ως το σπίτι. Προσφέρθηκε να είναι στο πάτωμα για να είμαι στο κρεβάτι. Διάλεξα το πάτωμα για τη δροσιά. Και γιατί ξέρω πως τον πονάει εύκολα η μέση. Ξαπλώσαμε. Έσβησε τα φώτα. Είχε λίγη φασαρία από την ταβέρνα. Κουβεντιάσαμε για Penrose και άλλες παροχετεύσεις. Μετά κοιμηθήκαμε. Μια από εκείνες τις μέρες μού έκοψε ένα λουλούδι από την παραλιακή και με πήγε στο Μικρό Καφέ. Πόσο γκομενίστικο ε; Λοιπόν ας είναι. Κατάλαβα πως αυτόν τον άντρα θέλω να τον ξενυχτήσω όταν θα πεθαίνει. Κατάλαβα πως αν φύγω πρώτη θέλω να είναι ο τελευταίος που θα δω. Άξιζε τον κόπο έξι χρόνια; Τον φίλησα και είχε βρώμικα γυαλιά και ξερά χείλια. Τα μουστάκια του μου μπήκαν στη μύτη. Πάντως μύριζε ωραία.
Ναυσικά Σ.