Καλοκαίρι στις αλβανικές ακτές

Περπατώντας στη Χιμάρα θυμάσαι τον Καβάφη που συνήθιζε να λέει «Δεν είμαι Έλλην, είμαι Ελληνικός», και τον Ηλία Πετρόπουλο που προτιμούσε να τον αποκαλούν φιλέλληνα παρά Έλληνα.

 

Ένα ταξίδι στα αλβανικά παράλια, πόσο μάλλον αν το ονομάζεις ψιλοεπίτηδες «διακοπές», ξεκινάει ουσιαστικά από τη στιγμή που το αποφασίζεις και το ανακοινώνεις στους γύρω σου, για να εισπράξεις μια έντονη έκπληξη – με θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Γιατί μπορεί οι Έλληνες να πετάγονται στη Φύρομ και στη Βουλγαρία για να φάνε, να πιούνε, να ψωνίσουν και να πηδήξουν φτηνά, μπορεί να επισκέπτονται κατά γκρουπ την Αγια Σοφιά και την Παναγία Σουμελά θρηνώντας αλύτρωτες πατρίδες, στη γειτονική Αλβανία όμως πόδι Έλληνα τουρίστα δύσκολα πατάει.

Ξεκινάς από την πλατεία Καραϊσκάκη, στο Μεταξουργείο. Εδώ υπάρχουν αρκετά αλβανικά κτελ και επιλέγεις με ποιο θες να ταξιδέψεις. Με 20 – 25 ευρώ και σε 9 περίπου ώρες βρίσκεσαι στους Αγίους Σαράντα.

Οι Άγιοι Σαράντα είναι μια κωμόπολη χτισμένη κατά μήκος της ακτής του Ιονίου, απέναντι από την Κέρκυρα. Ο όμορφος, πλατύς παραλιακός πεζόδρομος το βράδυ γεμίζει με ντόπιους, παραθεριστές, αλλά και κατοίκους των γύρω χωριών που καταφεύγουν εδώ για διασκέδαση. Εκτός από Αλβανούς, εδώ θα δεις να παραθερίζουν και πολλοί Πολωνοί, Νορβηγοί, Ιταλοί και Κοσσοβάροι. Τα περισσότερα μεγάλα κτήρια, πολυκατοικίες και ξενοδοχεία, κτίστηκαν τα τελευταία είκοσι χρόνια, μετά την πτώση του κομουνιστικού καθεστώτος. Οι ντόπιοι νοσταλγούν την παλιά εικόνα της πόλης – τσιμεντούπολη τη θεωρούν τώρα. Τα κακά της ανάπτυξης.

Εδώ, όπως και σε πολλά άλλα σημεία της Νότιας Αλβανίας, ακούς ελληνικά από δυο μεριές: από τους ελληνόφωνους μειονοτικούς, που έχουν μια μακραίωνη παρουσία και αυτοπροσδιορίζονται ως «Βορειοηπειρώτες», και από τους Αλβανούς μετανάστες της τελευταίας εικοσαετίας, που επιστρέφοντας κουβαλάνε στην πατρίδα τους τα φρέσκα ελληνικά του μεροκάματου και της πιάτσας. Εκπλήσσεσαι όμως όταν σε μια ταβέρνα συναντάς ένα νεαρό γκαρσόνι που σου μιλάει στα ελληνικά, χωρίς ν’ ανήκει σε καμία από τις πιο πάνω περιπτώσεις: έμαθε τη γλώσσα παρακολουθώντας σήριαλ σε ελληνικά κανάλια!

Ο μοναδικός ορθόδοξος ναός που λειτουργεί σήμερα εδώ είναι αυτός του Αγίου Χαραλάμπους, όπου, αν είσαι τυχερός, μπορεί να πετύχεις τον αλβανόφωνο ιερέα και να ακούσεις τη θεία λειτουργία στα αλβανικά!

Οι Άγιοι Σαράντα – ή απλά Σαράντοι, όπως τους λένε οι ντόπιοι ελληνόφωνοι – έχουν μεγάλη παραλία, αλλά αν θες να κολυμπήσεις, καλύτερα να προτιμήσεις μια εκδρομή ως το Εξαμίλι, που, όπως δηλώνει και τ’ όνομά του, απέχει μόλις έξι μίλια από την Κέρκυρα.

Το Εξαμίλι θα σου φανεί οικείος τόπος αν μεγάλωσες στην ελληνική επαρχία του `80. Όλα εδώ θυμίζουν eighties: το λούνα πάρκ με τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, ο αρκουδιάρης με την αρκούδα του, τα γλεντζέδικα κλαρίνα που ακούγονται στη διαπασών από μπαρ και ξενοδοχεία, ακόμα και η απογευματινή βόλτα πάνω – κάτω στον παραλιακό δρόμο, το γνωστό νυφοπάζαρο!

Σε απόσταση αναπνοής από την ακτή βρίσκονται κάποιες νησίδες που οι ντόπιοι τις έχουν αξιοποιήσει καλαίσθητα, με ξύλινες εξέδρες, ξαπλώστρες και beach bar, και όπου σε μεταφέρουν νεαροί με φουσκωτά.

Με βάση τους Σαράντους μπορείς να πεταχτείς με λεωφορείο κι ως το Αργυρόκαστρο, μια πόλη χτισμένη αμφιθεατρικά σε μια πλαγιά, στην κορυφή της οποίας δεσπόζει το ομώνυμο κάστρο. Εδώ γεννήθηκε ο Ενβέρ Χότζα, αλλά και ο σπουδαίος συγγραφέας Ισμαήλ Κανταρέ. Όλη η πόλη, μαζί με το κάστρο, έχει χαρακτηρισθεί από την Unesco ως Μουσείο, αλλά κινδυνεύει να αποχαρακτηρισθεί σύντομα, λόγω της κακής συντήρησης από τους αρμόδιους και της εικόνας εγκατάλειψης, ερήμωσης και βρωμιάς που παρουσιάζει.

Όταν βαρεθείς τους Σαράντους, παίρνεις το λεωφορείο και πας στη Χειμάρρα ή Χιμάρα, που βγαίνει από το χείμαρρο ή τη χίμαιρα. Μόλις γνωρίσεις τους ανθρώπους της Χιμάρας, προτιμάς σαφώς τη δεύτερη γραφή και τη δεύτερη ετυμολογία, αυτή της χίμαιρας. Είναι πολύ ισχυρή η ελληνόφωνη μειονότητα εδώ και στο παρελθόν έχει πρωταγωνιστήσει σε διάφορες αυτονομιστικές απόπειρες. Οι ντόπιοι θα σου μιλήσουν για μια τελευταία τέτοια απόπειρα που έγινε το 1997, όταν η Αλβανία κατέρρεε υπό το βάρος των πυραμίδων του Μπερίσα. Σήμερα φαίνεται να έχουν ησυχάσει τα πράγματα. Πριν δυο χρόνια ένας Αλβανός από την Αυλώνα σκότωσε ένα Χιμαριώτη «επειδή μιλούσε ελληνικά» (αυτή την εκδοχή έδωσαν κάποιοι κύκλοι τότε και την αναπαρήγαγαν αφελώς ή σκοπίμως και πολλά ελληνικά μέσα), αλλά ακόμα και συγγενείς του θύματος θα σου πουν σήμερα ότι κανείς δε γνωρίζει την πραγματική αιτία του καυγά που οδήγησε στο φόνο.

Στη Χιμάρα οι ντόπιοι σε υποδέχονται σα συγγενή, όταν μαθαίνουν πως είσαι Έλληνας. Εσένα σου φαίνονται σαν εξόριστοι συμπατριώτες σου. Η Χιμάρα είναι μια σχεδόν ελληνική πόλη εκτός Ελλάδας. Περπατάς τα σοκάκια της και θυμάσαι τον Καβάφη που συνήθιζε να λέει «Δεν είμαι Έλλην, είμαι Ελληνικός», και τον Ηλία Πετρόπουλο που προτιμούσε να τον αποκαλούν φιλέλληνα παρά Έλληνα, και σκέφτεσαι ότι μια Ελλάδα εκτός Ελλάδας ίσως να είναι η λύση στη μελαγχολία σου – μήπως μια τέτοια σκέψη σ’ έφερε ως εδώ;

Από τη Χιμάρα μπορείς να επισκεφθείς και άλλα κοντινά χωριά, και ιδίως τη Θέρμη ή Δρυμάδες Χιμάρας, από όπου πέρασες ερχόμενος με το λεωφορείο από τους Σαράντους και γοητεύτηκες.

Αφού ανέβηκες ως εδώ πάνω, καλό είναι να πεταχτείς και ως την Αυλώνα, όπου τελειώνει πια το Ιόνιο και αρχίζει η Αδριατική. Η Αυλώνα είναι μια μεγάλη πόλη, με λιμάνι και πάρα πολλά νεόδμητα κτήρια και ανεγειρόμενες οικοδομές. Εδώ κυριαρχεί το αλβανικό και μουσουλμανικό στοιχείο – θυμίζει πόλη της Ανατολής, με τα τζαμιά, τους μιναρέδες και τα παζάρια της.

Η παραλιακή της ζώνη όμως είναι εντελώς κακοποιημένη, με πολυτελή ξενοδοχεία και μαγαζιά που εξυπηρετούν τους ξιπασμένους τουρίστες – Αμερικάνοι και Ιταλοί οι περισσότεροι – που χαζεύουν στην Αδριατική και σταματάνε λίγες μέρες στην Αυλώνα, κατεβαίνοντας από τις ακτές του Μαυροβουνίου και της Κροατίας – ως «δαλματικές ακτές» τις σερβίρουν οι τουριστικοί πράκτορες. Τους βλέπεις να χορεύουν χωρίς λόγο, να χαίρονται χωρίς χαρά και αναρωτιέσαι ποια Φτώχεια θα αφανίσει μια τέτοια ξιπασιά. Και νοσταλγείς ένα γλέντι με αλβανικό κλαρίνο, που πέτυχες πριν λίγες μέρες στους Σαράντους.

Από την Αυλώνα επιστρέφεις στην Αθήνα, με αλβανικό κτελ πάλι. Τώρα έχεις καταλάβει γιατί οι Έλληνες σνομπάρουν τις αλβανικές ακτές. Απ’ τη μια είναι η κυρίαρχη ιδεολογία του ρατσισμού κι ένας ενδόμυχος – και αναιτιολόγητος – φόβος. Από την άλλη, αν και η λεγόμενη Βόρεια Ήπειρος είναι για αρκετούς Έλληνες μια χαμένη, αλύτρωτη πατρίδα («Δέλβινο κι Άγιοι Σαράντα / θα σας πάρουμε για πάντα» λέει το δημοτικό τραγούδι), δεν έχει όμως τα μνημεία εκείνα στα οποία θα συρρεύσουν τα γκρουπ των τουριστικών γραφείων – σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στη δράση του αθεϊστικού καθεστώτος του Χότζα. Εδώ μνημεία είναι οι άνθρωποι και μνήμη οι ιστορίες τους. Εδώ θέλει πολλή κουβέντα και πολύ σμίξιμο με τους ντόπιους. Δεν είναι εύκολο. Δεν κάνει για τουρισμό.

Το κείμενο γράφτηκε τον Ιούλιο του 2013 και δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά.
Κάποια πράγματα μπορεί να άλλαξαν από τότε, κάποια σίγουρα όχι.

 

.