Περίπου δύο χρόνια μετά την αυτοκτονία του Κώστα Καρυωτάκη, ο μόλις 21 ετών Γιώργος Κοτζιούλας1 στέλνει στην “Νέα Εστία” ένα αυθόρμητο και συγκλονιστικό γράμμα, στο οποίο στήνει σαν έμπειρος λεκτικός σκηνογράφος όλο το σκηνικό που περιέβαλε τον κόσμο του Καρυωτάκη την εποχή του θανάτου του. Ένα περιβάλλον δυστοπικό, σκοτεινό, κάθε άλλο παρά ποιητικό καθώς γράφει. Το γράμμα δημοσιεύεται στο τεύχος 89, το οποίο κυκλοφόρησε την 1η Σεπτεμβρίου του 1930. Αυτό που μας μένει είναι η αίσθηση πως, όντως, η Πρέβεζα του 1928 ήταν μαυρόασπρη.

Αγαπητή «Νέα Εστία»
Διάβασα στο προηγούμενο φύλλο σας το καινούριο ποίημα του Καρυωτάκη2, τ’ όλο χολή και θάνατο, καθώς και τα χαρακτηριστικά αποσπάσματα των επιστολών του, και κρίνω σκόπιμο να δώσω, μ’ αυτή την ευκαιρία, μερικές, σαν επεξηγηματικές, πληροφορίες.

Έτυχε εδώ κι ένα μήνα, την ίδια περίπου εποχή με την αυτοκτονία του ποιητή, να περάσω από την Πρέβεζα, κι η προσφιλέστερη φροντίδα μου ήταν να ρωτήσω να μάθω τίποτε σχετικό με την εκεί παραμονή του.

Εγνώρισα κατά σύμπτωση τον υπάλληλο του ξενοδοχείου όπου έμεινα σαν πρωτοπήγε, κι’ αυτός, όταν του τον υπενθύμισα, πρόσεξα πως δεν τον είχε ξεχάσει ακόμα, – εξ αιτίας αποκλειστικά του τραγικού του τέλους, υποθέτω, που δεν επέρασε όσο θα ‘θελε ο ίδιος απαρατήρητο από την αργόσχολη κοινωνία του μικρού ηπειρωτικού λιμένος.
Έμαθα λοιπόν από τον γνώριμό μου, πως ο ξένος που φιλοξενούσε για μια βδομάδα, του είχε φανεί, απ’ την πρώτη στιγμή, «ένας κύριος με τα ούλα του», ένας άνθρωπος ήσυχος και καλόβολος, όπως μου εξήγησε αμέσως. Κάποτε, στο δωμάτιο που το μοιραζόταν αναγκαστικά με τους περαστικούς της βραδιάς – τα «μοναχικά» θα ‘ταν απλησίαστη πολυτέλεια για τη γραφική πελατεία των λιγοστών εκεί ξενοδοχείων- τον έβλεπε να ‘ναι σκυμμένος σε κανένα βιβλίο και να διαβάζει.

Συναναστροφή δεν έδειχνε να ‘χει μ’ άλλον και μιλούσε μόνον όταν ήταν ανάγκη: Είχε φτάσει πια στα «όρια της σιγής» του άλλου απαράμιλλου εκείνου ποιήματός του. Όταν πέρασε η πρώτη βδομάδα, ειδοποίησε πριν να φύγει πως είχε νοικιάσει κάποια κατοικία˙ απόπειρα προσαρμογής, φαίνεται, χωρίς επιτυχία στη «Βρυσούλα», στη μόνη εξοχική, αρκετά παράμερη, θέση της πόλης, αφού πρωτύτερα είχε επιχειρήσει ο άμοιρος να πνιγεί, χωρίς αποτέλεσμα πάλι.

Και τώρα ας επιτραπεί, κοντά στις εντυπώσεις εκείνου, να προσθέσω μερικές παρατηρήσεις μου. Η Πρέβεζα είναι πραγματικά ένα «άσχημο χωριό», ένα χωριού με αξιώσεις πόλης. Η αδιαφορία του εδάφους, η αδιαφορία του κράτους, η μοιρολατρεία των κατοίκων, την έχουν καταδικάσει σε μια στασιμότητα νέκρας που εξοργίζει και απελπίζει τον επισκέπτη. Ο τρομερός οικονομικός μαρασμός που βασιλεύει εκεί πέρα έχει αφήσει παντού τα σημάδια του. Οι ντόπιοι ξέρονται τόσο καλά αναμεταξύ του, ώστε ένας περαστικός δε χρειάζεται περισσότερο από μια μέρα για να τους μάθει.

Έπειτα όλα τα αξιοθέατα εξαντλούνται μέσα σε μιαν ώρα. Αφού δεις το φτωχικό του ελαιώνα, την ερημική προκυμαία, την κάθε άλλο παρά ποιητική θαλασσία άποψη, δεν έχεις παρά να γυρνάς σαν αποπλανημένος μέσα στους στενούς ανώμαλους δρόμους και να κοιτάς, αντί άλλου, τις πινακίδες των οδών, που αληθινά σε διασκεδάζουν κάπου. Απ’ αυτές θυμάμαι ακόμη μια, ανεπίκαιρα πολιτική, πού, μολονότι δεν ανήκω στους φανατικούς δημοκρατικού, δεν θέλησα να εξετάσω την προέλευσή της: οδός πριγκιπίσσης Μαρίας.
Έτσι καθώς παρουσιάζεται η Πρέβεζα, σαν το αποκορύφωμα δηλαδή της επαρχιακής μας νάρκης, -χωρίς να παραλείψουμε απ’ τα διακοσμητικά της στοιχεία ούτε τις δημόσιες αρχές με τους επίσημου τίτλους και την επίσημη σοβαρότητά τους- δεν μπορούμε παρά να γίνει ο μοιραίος στόχος στην επώδυνη σάτιρα του προγραμμένου εξόριστου των Αθηνών. Αλλά τι έφταιγε κι αυτή, μια πόλη «φουκαράδων» σύμφωνα με ομολογία του ίδιου, για να συνδέσει το όνομά της, κατά τον πιο ανεπιθύμητο συνδυασμό, μ’ έναν από τους θλιβερότατους επιλόγους της φιλολογικής μας ιστορίας;

Με τιμή,
Γ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ

Υ.Γ. Όσο για τις «γλυκύτατες» ψαροπούλες που αναφέρει κάπου ο ποιητής, είναι περιττό να ειπωθεί πως εφευρεθήκαν για την εξοικονόμηση της ειρωνικής του μανίας. Οι γυναίκες εκεί κάνουν καλά να κάθονται στα σπίτια του και να μην κυκλοφορούν στους δρόμους, ανώτερες κατά τούτο στο ζήτημα της αισθητικής αγωγής από πολλές πρωτευουσιάνες. – Γ.Κ.


1 Ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909 – 1956) ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός, με σημαντική συνεισφορά στην Εθνική Αντίσταση. Γνωστότερο έργο του, το “Θέατρο στα βουνά”, που περιέχει τα θεατρικά έργα που γράφτηκαν από τον ίδιο κατά τη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης και παίχτηκαν στην “Ελεύθερη Ελλάδα”, από τη “Λαϊκή Σκηνή”.

2 Μιλά για το τεύχος 88 της “Νέας Εστίας” όπου δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το τελευταίο ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη με τίτλο “Πρέβεζα

(το σκίτσο του Καρυωτάκη που συνοδεύει το άρθρο, είναι του Νίκου Καστανάκη)