Θυμάμαι μια ταμπέλα στην άκρη της ακτής, που έγραφε: «Απαγορεύεται το κολύμπι. Εκ του Δήμου Περάματος». Νομίζω έλεγε και «Κίνδυνος – Θάνατος», μα δεν είμαι σίγουρος.

Μόλις φτάνουμε, την αναζητώ για να τη φωτογραφίσει η Βικτώρια, μα δεν τη βρίσκω. Α, θα εξέλιπε ο κίνδυνος, γελάμε.

Οι αρχές ανακοίνωσαν και φέτος ότι κανένα σημείο από τον Πειραιά μέχρι το Πέραμα δεν είναι κατάλληλο για κολύμπι, μα κάποιοι επιμένουν. Κάποιοι τολμηροί ή αδιάφοροι για την υγεία τους. Εδώ, λίγο μετά το τέρμα των λεωφορείων, ξεκινά ένας μεγάλος λιμενοβραχίονας: από τη μια μεριά του πηγαινοέρχονται τα φέρι μποτ για Σαλαμίνα, από την άλλη εκτείνεται το ελάχιστο ελεύθερο κομμάτι της ακτογραμμής του Περάματος – όλη η υπόλοιπη είναι κατειλημμένη από την COSCO και τη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη.

«Παιδί μου, όλες οι θάλασσες το ίδιο είναι. Κάνεις το σταυρό σου και μπαίνεις!» απαντά μια κυρία που τη ρωτάω αν είναι καθαρά. Ρωτάω κι έναν λουόμενο για την ταμπέλα του Δήμου, που δεν είναι πια στη θέση της. «Η ταμπέλα ήταν εδώ πριν χρόνια. Τώρα, πήραν νερό και είδαν ότι καθάρισε.»

Ο κόσμος της παραλίας φαίνεται ντόπιος. Προσπαθώ να τους δικαιολογήσω. Έχουν τη θάλασσα στα πόδια τους, και θα τρέχουν αλλού; Εδώ είν’ ο τόπος τους. Υπάρχουν και μετανάστες, υπάρχουν και τσιγγάνοι, υπάρχουν και ηλικιωμένοι και παιδιά. Κι όλοι με το ίδιο επιχείρημα: «Όλες οι θάλασσες έτσι είναι. Θάλασσες καθαρές δε βρίσκεις». Τα ίδια δε λέει κι ο Σεφέρης; «Η θάλασσα∙ πώς έγινε έτσι η θάλασσα;»

Η παραλία δεν έχει άμμο, αλλά χώμα και αρμυρίκια. Κάποιοι έχουν στρώσει και χαλί, στήνοντας έτσι το εξοχικό τους σαλόνι. Στην άλλη άκρη της, εκεί που αρχίζει το άβατο του Πολεμικού Ναυτικού, υπάρχει ένα κιόσκι όπου κάθονται όσοι προτιμούν σκιά, ενώ το cd player παίζει Καίτη Γκρέυ!

Στο δρόμο η Βικτώρια μου ‘λεγε ότι νιώθει άβολα να φωτογραφίζει ανθρώπους χωρίς την άδειά τους, αλλά παραδέχεται ότι εδώ τα πράγματα είναι εύκολα: «Δεν είναι τέλειο που δε μας δίνουν σημασία; Σα να είμαστε ντεκόρ!».

Μερικοί πάντως ποζάρουν με δική τους πρωτοβουλία και της ζητάνε να τους φωτογραφίσει. «Είστε ερασιτέχνες φωτογράφοι;» ρωτάει ένας. (Εγώ χαίρομαι γιατί με πέρασε για φωτογράφο, αυτή γκρινιάζει γιατί την πέρασε για ερασιτέχνιδα.)

Ένας κύριος μόλις έχει βουτήξει κι έχει βγάλει χτένια από τα βράχια. «Ωμά με λεμονάκι ή τα βράζεις», μου εξηγεί πώς τρώγονται. Τα δείχνει στη Βικτώρια να τα φωτογραφίσει. Παραδίπλα, μια μεγάλη αντροπαρέα παίζει σκάκι και ντόμινο, μιλώντας κάτι σαν ρώσικα. Μια μουσουλμάνα έχει μπει στο νερό με τα ρούχα και τη μαντήλα. Το μάτι δε χορταίνει να μαζεύει εικόνες.

Μετά από τόση αναγκαστική ηλιοθεραπεία, πάμε και καθόμαστε σ` ένα καφενείο και παίρνω τηλέφωνο την Άννυ για να βγει – η Μαντώ δεν απαντάει∙ θα κοιμάται. Φτάνει η Άννυ, λέμε στα γρήγορα τα νέα μας και μετά μας μιλά για το Πέραμα, που ήταν λουτρόπολη το ’50 και κατέφταναν από τις συνοικίες του Πειραιά παρέες κι οικογένειες να κολυμπήσουν. Άλλοι κουβαλούσανε και κατσαρόλες με φασολάδα – κανονικό πικ νικ!

Υπήρχαν και πολλά ταβερνάκια όπου τραγουδούσαν η Καίτη Γκρέυ, η Λίτσα Διαμάντη, η Ρίτα Σακελλαρίου. Μετά το ’70, που άρχισε να αναπτύσσεται η Ζώνη, κόπηκαν τα μπάνια. Τώρα, με το βιολογικό καθαρισμό της Ψυττάλειας, πολλοί νομίζουν ότι καθάρισε η θάλασσα, γιατί δε φαίνεται πια η βρωμιά.

Όσο μιλάμε, ακούμε από τα διπλανά τραπέζια δυο – τρεις φορές τη λέξη «ασσόδυο». Κοιταζόμαστε. Λες να μας γνώρισαν; Μπα, τάβλι παίζουν.