Αιγόκερως

[κάρτα ταρώ : Εννέα Πεντάκτινα]


 

Αιγόκερε, τα ποιήματα είναι υποσχέσεις που αν δεν τις κρατήσεις έρχεται η Μούσα και σου αφαιρεί την άδεια εργασίας. Κι όμως. Στο άνοιγμά τους τα φύλλα σου φαίνονται ν΄αναζητούν μια διαυγή αναισθησία – μια ήρεμη αποξένωση. Δεν ξέρω πως τα κατάφερες κι έπεσες μέχρι εδώ υποφέροντας αιώνια, μεθοδικά. Απαρηγόρητο έμβρυο μες στο σκοτάδι – την ποίηση δεν σου τη δικαιολογούν· απ΄ότι γράψεις τα μισά σου φεύγουν σε γιατρούς, τ΄άλλα μισά τα παίρνει η Εφορία: κόβουν τις λέξεις, ζυγίζουν τις συλλαβές και τις αποθηκεύουν σε τεράστιες καταψύξεις. Γι΄αυτό και οι ποιητές, αν και με κόπο [κάρτα ταρώ: Έξι των ξιφών / αντεστραμμένη] περνούν σε μια παρανομία που τη λένε μοναξιά. Άλλοτε οι δρόμοι σου για τη θάλασσα ήταν διάπλατα ανοιχτοί, τ΄αεράκι της Κηφισιάς έφερνε το άρωμα της Αφροδίτης, η ζωή κυλούσε ανάλαφρα στα πιο ανθισμένα μπαλκόνια. Τώρα έρχεσαι πάνω μας με ηλεκτρικές διαφημίσεις αναβοσβήνοντας, μ΄ακινητοποιημένα χαμόγελα, κινηματογράφους-ενυδρεία. Έρχεσαι με κατάμεστα γήπεδα, ξαφνικές εκρήξεις μες στη νύχτα, απαγορευμένα συνθήματα και διαδηλώσεις. Μαύρος Καβάφης καβαλάρης των πουλιών σκυφτός, σοφός, το χάος θαυμάζοντας δε θα βρεις τη χαρά. Χιλιάδες χρόνια μες στη σκοτεινή πλατεία μόνος, δε θα βρεις τη χαρά. Μέσα στην αγορά με τους διαδηλωτές και τα κρυφά μαχαίρια, με το αίμα στο όνομά σου [κάρτα ταρώ: Δέκα των ξιφών], δε θα βρεις τη χαρά. Δε θα βρεις χαρά λιώνοντας στο απέναντι πεζοδρόμιο, με τον κλάδο άκαρπο στο χέρι, γερτό, αχρείαστο. Ο ποιητής διψά για δόξα. Μα η δόξα εμπιστεύεται μόνο τους νεκρούς. Πώς το έλεγε ο κύριος Βάλντεμαρ; «Ναι· όχι· κοιμόμουν και τώρα, τώρα είμαι νεκρός». Αιγόκερε σε βλέπω: του κόσμου η συνάφεια σε πονάει, κι αυτό το καλοκαίρι μοιάζει να είναι όλο ξίφη φιλικά που σε τρυπούν, όλο αγκαλιές που απ΄έξω τους σ΄αφήνουν. Αν όμως πραγματικά θέλεις το ημίφως, αν θέλεις τ΄όνειρο, αν θες του μύθου τις γυναίκες – τότε ξαναγύρνα στο σπίτι των λέξεων. Το αίμα του ποιητή είναι σ΄όλα τα έπιπλα. Χαρές που η θλίψη ομόρφυνε, κι άλλες χαρές που ανταμείβουν το σισύφειο τραγούδι μας, όπως όταν ανακαλύπτουμε ότι το ποίημα αυτό κρύβει ένα άλλο μέσα του, κι αυτό ένα άλλο κ.ο.κ., ή όπως όταν βεβαιωνόμαστε ότι οι νύχτες των παραμυθιών δεν έχουν τέλος κι ότι όσα μήλα κι αν κλέψουμε, το δέντρο των Εσπερίδων, το δέντρο της επιθυμίας, πάντα κατάφορτο θα είναι [κάρτα ταρώ: Εννέα Πεντάκτινα]. Τι περιμένεις; Ξαναγύρνα στη χώρα των λέξεων. Σπάσε τον ήλιο και θα δεις να τρέχει χρυσό το γάλα πάνω στα τζάμια. Μέσα στον ήλιο είναι άλλος ήλιος, πιο άγριος ήλιος. Μες στη γυναίκα μια άλλη, πιο ξένη γυναίκα, μέσα στην πέτρα, μες στη δροσιά της που σ΄έχουν οι μάγοι φυλακισμένο. Τον Αύγουστο με τις εκλείψεις άσε το ποίημα να γαντζωθεί απελπισμένα από την ιδέα του ποιήματος χωρίς να φοβάσαι το πολίτευμα που θα το καταργήσει. Τι να την κάνεις την ειρήνη αν μόνο στην μάχη γεύεσαι τον ιδρώτα του άλλου; Δε θα βρεις χαρά, δε θα βρεις τη χαρά μέχρι να λάμψει ανάμεσά τους, μέσα στην άγρια πιάτσα, το δίκαιο του «L’ Accattone» ξανά. Ξαναγύρνα στο σώμα των λέξεων λοιπόν, που για να ζωντανέψει πρέπει να το πιστέψεις, πρέπει να το επιθυμήσεις, πρέπει να το σφίξεις τόσο δυνατά όσο σφίγγει ο μάγος την αγαπημένη του πάνω απ΄το πλατύ ποτάμι της λήθης. Μπαχ 

¤ Ο κωδικός μύησης για εσένα, Αιγόκερε ¤

Η ερμηνεία του συγκεκριμένου ανοίγματος βασίστηκε σε θραύσματα γραφής:
Στάθη Καββαδά και Θόδωρου Ρακόπουλου

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Μάριος Σοφοκλέους γεννήθηκε το 1973 στην Κύπρο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως στυλίστας πνευμάτων.Το πραγματικό του όνειρο είναι να φοράει κόκκινο κοντομάνικο πουκάμισο, κόκκινο φουλάρι και μπότες μέχρι το γόνατο, και να είναι μέλος μιας μυστικής κινέζικης εταιρείας χωρίς σκοπό, στην Αυστραλία.