Σ’ ένα ποίημα από το «Λευκοπλάστη για μικρές και μεγάλες αντινομίες» λέτε: «Ο ποιητής κύριοι περισσεύει!». Αυτό εκφράζει μια διαπίστωση για τη σημερινή αποκλειστικά θέση του ποιητή στον κόσμο ή έχει ισχύ διαχρονική;
Με το στίχο αυτό ήθελα να εκφράσω τη μοίρα των ποιητών μέσα σ’ όλη τη διάρκεια της λεγόμενης ιστορίας του πνεύματος. Ο ποιητής περισσεύει, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνων των ποιητών πού, λόγω της υφής του έργου τους και λόγω συνθηκών, βρίσκουν ανταπόκριση και αναπτύσσουν ένα είδος εμπορικότητας. Διαφορετικά, ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να κάνει παράλληλα κάποια άλλη δουλειά για την επιβίωσή του. Επειδή όμως δεν είναι διατεθειμένος ν’ αφιερώσει πολύ χρόνο ψυχής και σκέψης (που τον χρειάζεται για την κύρια εργασία του, την ποίηση), ο κόσμος τον θεωρεί οκνηρό, τεμπέλαρο. Επί πλέον, η ολιγάρκειά του αποτελεί πρόκληση για τους υπερκαταναλωτές, στους οποίους γεννάει μοιραία το ερώτημα: «Αν η ολιγάρκειά του είναι ο σωστός τρόπος ζωής, τότε εμείς τι κάνουμε;». Και, επειδή οι υλόφρονες έχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά, θεωρούν επαρκή δικαιολογία π. χ. το γεγονός ότι ένας γιατρός του ζητάει υπερβολική αμοιβή για πέντε λεπτών εξέταση «διότι εσπούδασα» τους λέει «στο τάδε πανεπιστήμιο, και η αμοιβή αφορά τις σπουδές μου και όχι την ολιγόλεπτη εξέταση», ενώ η δουλειά του ποιητή (ο οποίος εργάζεται νυχθημερόν, στην κυριολεξία, ακόμα και στον ύπνο του διά των ονείρων) δεν πιστεύουν πως πρέπει να αμείβεται. Η πλειοψηφία των ποιητών περίσσευε πάντα, σ’ όλες τις εποχές. Άλλοι τρελαίνονταν, άλλοι απομονώνονταν, άλλοι αυτοκτονούσαν˙ δεν είναι τυχαία πράγματα αυτά.
«με τέτοια φρικιαστική επιζήτηση των υλικών στοιχείων της υπάρξεως, η μόνη συνέπεια, με ακρίβεια μαθηματική, είναι ο πυρηνικός πόλεμος, η πλήρης καταστροφή»
Τα τελευταία χρόνια, πάντως, υπάρχει μια διερεύνηση του κοινού της ποίησης. Και μόνο το γεγονός ότι πολλά ποιήματα μελοποιούνται και περνάνε στο στόμα όλου του κόσμου δεν είναι φαινόμενο ενθαρρυντικό;
Μη δίνετε σημασία σ’ αυτή τη μπλόφα των μελοποιήσεων και των φωνασκιών ότι δήθεν ο κόσμος ενδιαφέρεται για την ποίηση. Απλώς ενδιαφέρεται ν’ ακούσει το τραγούδι και ταυτόχρονα ψελλίζει τα λόγια, χωρίς να δίνει καν προσοχή σ’ αυτά. Γιατί τα λόγια σ’ ένα τραγούδι είναι σαν οδοντωτό τραινάκι, όπου κάθε λέξη του στίχου είναι ένα δόντι για ν’ ανεβαίνει στη μελωδία ο φωνασκός.
Σ’ ένα άλλο πάλι ποίημα του «Λευκοπλάστη» προτρέπετε «να θανατώσουμε τις κοσμοθεωρίες. / Είναι όλες μητρομανείς», Ποια είναι τα συμπτώματα αυτής της «μητρομανίας» και πως δικαιολογείται τέτοια αποστροφή για όλες τις κοσμοθεωρίες;
Όταν λέω ότι όλες οι κοσμοθεωρίες είναι μητρομανείς, εννοώ ότι η μία είναι ακόρεστη έναντι της άλλης. Και βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και θεμιτές. Είναι θεμιτές γιατί η ζωή είναι το ανυπόστατο. Επομένως ό,τι θέλεις λες. Φτάνει να έχει μια δομή και να υπακούει σ’ ορισμένους κανόνες νοητικούς ή ψυχικούς.
Αν πραγματικά είναι «θεμιτές», τότε γιατί να τις θανατώσουμε;
Αυτό έχει την έννοια ότι δεν πρέπει να τις πάρουμε τοις μετρητοίς, ακριβώς διότι, με το να είναι ακόρεστες η μία έναντι της άλλης, η μία θέλει να εκτοπίσει την άλλη από την περιοχή της αλήθειας, να γίνει δηλαδή η αλήθεια μια μινωταυρική θυσία. Η κοσμοθεωρία λειτουργεί ως μινώταυρος που θέλει να χάψει όλη την αλήθεια, να την χάψει και να σου την ξεράσει, και συ ν’ αποδεχτείς αυτό το ξέρασμα. Αφού είναι λοιπόν έτσι, πρέπει να μην τις πάρουμε τοις μετρητοίς και να τις αντιμετωπίζουμε ως λεξιλόγια. Εγώ δεν την δέχομαι την δυτική πρόταση, ότι δήθεν η γλώσσα έχει οντολογική δομή. Δεν δέχομαι κάτι τέτοιο, και πιστεύω ότι τα λεξιλόγια είναι φασουλήδες, που εκπροσωπούν το μεγάλο φασουλή: τον ίδιο το νου. Υπ’ αυτή την έννοια, αν δεν τις πάρεις τοις μετρητοίς τις κοσμοθεωρίες, μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις και να τις δικαιολογείς και να τις θεωρείς απολύτως θεμιτές, αφού εκφράστηκαν και σ’ αυτές ανταποκρίθηκαν οι άλφα ή βήτα προβληματισμοί της ανθρώπινης συνείδησης σε μαζική κλίμακα. Και αν έτσι πράττεις, τότε τις έχεις και θανατώσει, γιατί τους έχεις αφαιρέσει την μινωταυρική αξίωση.
Ναι, αλλά και η ποίηση – σε μια ευρύτερη έννοιά της – δεν είναι κι αυτή μια κοσμοθεωρία, ένας τρόπος ερμηνείας του κόσμου;
Βεβαίως και η ποίηση κοσμοθεωρία είναι. Κοσμοθεωρία και λεξιλόγιο. Γι αυτό εγώ λέω ότι πρέπει να χρησιμοποιούμε ανοιχτά λεξιλόγια, να μην κλείνουμε ποτέ το λεξιλόγιο, να μην το κάνουμε ποτέ κλειστό σύστημα. Ανοιχτά λεξιλόγια λοιπόν, και χωρίς καμία υπόληψη στις λέξεις αλλά με μεγάλο σεβασμό γι’ αυτές, γιατί μόνο αν τις σεβαστείς πάρα πολύ, μόνο τότε τις καθαιρείς αυτόματα. Η πρωτοτυπία προκύπτει απ’ το σεβασμό στις λέξεις, γιατί άμα σέβεσαι τις λέξεις δεν θα χρησιμοποιήσεις ποτέ λέξεις χωρίς δικό σου βιωματικό βάρος. Σήμερα οι περισσότεροι εκφράζονται μ’ ορισμένα φραστικά κλισέ, που μπορεί βέβαια να περικλείουν σπουδαίες αλήθειες, αλλά το θέμα είναι πως τις ζεις εσύ ο ίδιος. Αν τις ζεις με μεγάλη γνησιότητα, δεν θα επαναλάβεις την φράση ενός άλλου. Η δική σου πρωτοτυπία θα προκύψει από το γνήσιο που περιέχει το αληθινό βίωμα. Και το γνήσιο που περιέχει το αληθινό βίωμα είναι η έκφραση. Αυτό γίνεται κατ’ εξοχήν στην ποίηση, όπου δεν μπορούμε να μιλάμε με φράσεις κλισέ. Λόγου χάρη, σήμερα όλος ο κόσμος χρησιμοποιεί χωρίς λόγο επιρρήματα. Εγώ έχω γράψει ένα ποίημα που λέγεται «Οι άνθρωποι των επιρρημάτων» και όπου κοροϊδεύω όλους αυτούς που λένε συνέχεια: «εν τέλει», «σαφώς», «σαφέστατα», «βασικά». Στέκομαι στην σάτιρα που εγώ έχω επιχειρήσει εναντίον των επιρρημάτων αυτών που κυκλοφορούν ως πνευματικά κασκόλ, σαν αυτά δηλαδή που φοράνε ομοιόμορφα οι οπαδοί των ποδοσφαιρικών ομάδων, για να δείξω πως κυκλοφορούν τα φραστικά κλισέ˙ και χρησιμοποίησα το παράδειγμα των ποδοσφαιρικών ομάδων, γιατί μ’ αυτές ασχολούνται τα πλήθη. Και τα πλήθη έτσι σκέπτονται, είτε πρόκειται περί των ποδοσφαιρικών ομάδων είτε περί κοσμοθεωριών, είτε περί ιδεολογιών είτε περί θρησκειών. Συνεπώς, και στην ποίηση η υπονόμευση της γλώσσας πρέπει να γίνεται με ευλάβεια απέναντι στις λέξεις. Αν ο ποιητής δεν έχει ευλάβεια επιπέδου ιερότητας για τις λέξεις, τότε πλαστογραφεί όλα κι επιπλέον αυτό το πλαστό λεκτικό τον καβαλικεύει στον σβέρκο, τον συνοδεύει ως έσχατη των ποινών.
Μιλώντας για ανοιχτό και κλειστό λεξιλόγιο, μπορεί να δημιουργηθεί σύγχυση ως προς τη σημασία αυτών των λέξεων, γιατί εσείς φαίνεται να τις χρησιμοποιείτε σαν όρους. Τι ακριβώς σημαίνει για σας «λεξιλόγιο»;
Λέγοντας ανοιχτό ή κλειστό λεξιλόγιο δεν μιλάω με βάση την ποσότητα των λέξεων. Το λεξιλόγιο είναι συνάρτηση της συνειδησιακής τοποθέτησης μέσα στον κόσμο. Εξαρτάται από το κατά πόσον εφησυχάζεις ακολουθώντας μια ιδεολογία ή αν ματώνεις με το δύσκολο. Η ιδεολογία, άλλωστε, έχει αυτό το προσόν: ότι άλλοι σκέφτονται για σένα, δηλαδή σκέφτεσαι έχοντας δώσει εξουσιοδότηση στην ιδεολογία. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πνευματική ευκολία. Αυτό λέγεται κλειστό λεξιλόγιο. Ανοιχτό λεξιλόγιο που δεν απορρίπτει (επομένως δικαιολογεί) κοσμοθεωρίες κ.τ.λ. , αλά και που ταυτοχρόνως καθαιρεί.
«Η ιδεολογία, άλλωστε, έχει αυτό το προσόν:
ότι άλλοι σκέφτονται για σένα, δηλαδή σκέφτεσαι έχοντας δώσει εξουσιοδότηση στην ιδεολογία»
Οι περισσότεροι κριτικοί και μελετητές της ποίησής σας σας κατατάσσουν με μεγάλη βεβαιότητα στους «μεταφυσικούς» (και μάλιστα στους «θρησκευόμενους») ποιητές. Εσείς αποδέχεστε απόλυτα αυτό το χαρακτηρισμού;
Βεβαίως έχω θρησκευτικότητα, γιατί θρησκευτικότητα είναι όλη η ζωή. Μια φορά ο Χαλίλ Ζιμπράν περιέγραφε ένα τοπίο. Όταν τελείωσε, του είπε κάποιος: «ωραία μας τα είπες, αλλά δεν μας είπες τίποτε για την θρησκεία». «Μα όλα αυτά που σας έλεγα τώρα» , του απάντησε, «θρησκεία είναι». Αυτή την θρησκευτικότητα έχω κι εγώ, κι έχοντας κι απεριόριστη αίσθηση του ανοιχτού λεξιλογίου, χρησιμοποιώ σύμβολα θρησκειών, χρησιμοποιώ οτιδήποτε, οι άλλοι όμως τα παίρνουν αυτά και μ’ ετικετάρουν, λένε: «είναι βουδιστής» , «είναι χριστιανός». Εγώ δεν τα βλέπω έτσι όλα αυτά. Λέξεις είναι, και μάλιστα λέξεις που ανταποκρίνονται σε μεγάλες θυσίες, όπως είναι η θυσία του Ιησού, η θυσία του Βούδα. (Γιατί και ο Βούδας θυσία έκανε, αν σκεφτείτε ότι από πριγκιπόπουλο που ήταν, κατέληξε στο μη-εγώ και γύριζε ως επαίτης όλη την Ινδία). Αυτό είναι το πραγματικό τίποτε που το είχε και ο Ιησούς και ο Σωκράτης, στο βαθμό που το είχε και ο καθένας. Κι εγώ αισθάνομαι να μπαινοβγαίνω στο τίποτε. Αυτή τη στιγμή κουβεντιάζουμε. Δεν είμαι στο τίποτε τώρα. Είμαι στο κάτι. Και το κάτι αυτό λέγεται συνομιλία, λέγεται προβληματισμοί πάνω στην ποίηση. Όταν όμως φύγω από δω, θα μπω στο τίποτε αμέσως. Αυτό μου φέρνει τα κύματα, να γράφω ποιήματα. Γιατί αν δεν είμαι στο τίποτε και είμαι στο κάτι, τότε θα φαμπρικάρεις. Και αν φαμπρικάρεις, μπορεί να βγει και αριστούργημα, αλλά δεν θα φτουρήσει στο χρόνο. Γι’ αυτό και βλέπουμε ότι όλοι οι ποιητές που θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακόμη και στις πλέον εξαιρετικές επιτυχίες τους φαμπρικάρουνε, μόνο εκεί που κάποιο τίποτε τους τυραννούσε και αναρρίπιζε την εσωτερικότητά τους, εκεί βγάζουν κάτι που έχει συγκινησιακή δύναμη. Η πραγματική αίσθηση της ζωής είναι το τίποτε. Υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν ένα ηλιοβασίλεμα και είναι έτοιμοι να το καταβροχθίσουν, να το αποσπάσουν από τον ουρανό και να το περάσουν στο πεπτικό τους σύστημα. Το τίποτε δεν είναι να μην χαρείς την ζωή, είναι να μην την φοδράρεις με το βίωμα της κτητικότητας, που τελικά γίνεται αρπακτικότητα. Γιατί η κτητικότητα είναι ένας κατήφορος που συνεχώς επιταχύνεται.
Βλέποντας εσείς το ποιητικό έργο σας «απ’ έξω», όχι δηλαδή ως προς τις προθέσεις του αλλ’ αποκλειστικά ως προς το αποτέλεσμα, ποιο νομίζετε πως είναι το κύριο στοιχείο της πρωτοτυπίας του;
Το κύριο στοιχείο της πρωτοτυπίας μου είναι νομίζω ο βιωματικός χαρακτήρας της ποίησής μου. Δεν έχω δηλαδή τσελεμεντέ. Για να γράψω, πρέπει να ανεβαίνει μέσα μου ένα κύμα ˙ και, αν το κύμα είναι δυνατό θα ‘χει και το δυνατό του άνθισμα, το άφρισμά του, αν πάλι δεν είναι δυνατό θα βγει και ποίημα ανάλογο. Την πρωτοτυπία δεν την επεδίωξα, ενώ ο έχων τσελεμεντέ την επιδιώκει. Πάσα όμως επιδιωκόμενη πρωτοτυπία ομοιάζει προς «βασιλευομένη δημοκρατία». Είναι αντιφατικό. Βέβαια είχα και προβληματισμούς, άλλαξα τεχνικές˙ αλλά αυτό δεν λέγεται επιδίωξη πρωτοτυπίας, λέγεται πορεία ωριμότητας. Και οι τεχνικές προέκυψαν βιωματικά και με τον καιρό, δηλαδή ωριμάζοντας ολοένα γινόμουν και καλύτερος, πιο ευλαβής απέναντι των λέξεων. Και παίζοντας πάντα, γιατί μ’ έσωσε το χιούμορ. Από την άλλη, εκείνο που σκέφτομαι πάντα είναι ότι το μόνο που έχει σημασία είναι το να απολέσεις. Αλλοίμονο αν το βίωμά σου είναι να κερδίσεις στη ζωή. Τότε δεν μπορεί να βγει ποίηση γνήσια και πρωτότυπη. Μπορεί να βγει τεχνητά πρωτότυπη, αλλά τότε θα είναι ένα πράγμα fabrique, που δε θα φτουρήσει στο χρόνο. Η πρωτοτυπία μου βγαίνει μέσα από τη χασούρα μου, διότι με τοποθετεί στην οριακή πενιχρότητα της ύπαρξης, μου επιτρέπει αληθινές εκφάνσεις του ψυχισμού μου και του όποιου πνεύματός μου.
«Η πρωτοτυπία μου
βγαίνει μέσα από τη χασούρα μου»
Δηλαδή πιστεύετε πως είναι αδύνατο να γραφτεί σημαντική ποίηση που να στηρίζεται σε μελετημένη χρήση της τεχνικής, σε κανόνες που να υπερφαλαγγίζουν ή και να αγνοούν τη βιωματική εμπειρία;
Όχι, αυτή τη στιγμή δεν αρνούμαι κανένα τρόπο γραφής. Ούτε μπορούμε να αγνοήσουμε εντελώς τους ποιητές που φαμπρικάρουν, γιατί είναι ειδών-ειδών οι κατευθύνσεις στην ποίηση. Αλλά λέω πώς το βλέπω εγώ. Εγώ περνώ για μια φορά από την ζωή, όπως όλοι μας, και πρέπει να δώσω την απόκριση της ύπαρξής μου. Μπορεί αύριο, που θα δημοσιευτεί η συνομιλία αυτή, να προκαλέσει και διαφωνίες τρομερές˙ αυτό δεν με φοβίζει, γιατί εκτός εμού κανένας άλλος δεν αναφέρεται στον θάνατό μου, εκ των πραγμάτων δεν μπορεί ν’ αναφερθεί κανείς άλλος παρά μόνον εγώ. Αφού λοιπόν ο θάνατός μου είναι το αποκλειστικό σημείο αναφοράς μου, πρέπει εγώ αποκλειστικά να εκφράσω τις απόψεις μου για όλα αυτά τα μεγάλα ζητήματα. Το κοινό κέντρο λοιπόν είναι τούτο, ο θάνατος, κι ενόσω υπάρχει θάνατος όλα είναι μεταφυσικά. Η ίδια η ζωή είναι μια υπόθεση μετά τη φύση. Κι αφού όλα είναι μεταφυσικά, χρησιμοποιώ σύνεργα θρησκειών για να μπορέσω να εκφραστώ. Οι μεγάλοι θρησκευτικοί διδάσκαλοι ήταν αναρχικοί. Δηλαδή αναρχικοί όχι με την έννοια που έχει ο διοικητής της γενικής ασφάλειας (δηλαδή: «συνελήφθησαν πέντε αναρχικοί»), αναρχικοί με την έννοια ότι εκφράζουν την καθάρια αίσθηση της ζωής που δεν σηκώνει εξουσίες, ούτε νοητικές ούτε ψυχικές ούτε φυσικά κρατικές. Η εξουσία είναι η διαυγέστερη έκφραση του εγώ γιατί το εγώ είναι παμπόνηρο και κάνει μεταμφιέσεις, το εγώ είναι μια φενάκη, είναι μια θεατρική δομή της ζωής.
Τις περισσότερες αναφορές τις κάνετε στο θάνατο, ακόμα κι όταν πρόκειται για θέματα της ζωής ή της τέχνης. Σ’ ένα ποίημα από τα «Πενθήματα» υπάρχει ο επιγραμματικός στίχος: «Όσο κρατήσει η ζωή κρατεί κι ο θάνατος». Πώς εξηγείται αυτή η «στάση θανάτου», που συναντάει κανείς σ’ όλη την ποιητική σας δουλειά;
Ο θάνατος, όταν τον βιώνεις ως τελικό συμβάν της ύπαρξης, σου επιβάλλει τους κανόνες του παιχνιδιού της ζωής. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν κανόνες παιχνιδιού, γιατί τον θάνατο τον σκέφτονται μόνο άμα αρρωστήσουν, δηλαδή ως βιολογική συμφορά. Αλλά ο θάνατος δεν είναι μόνο βιολογική απόληξη˙ είναι και σημείο αναφοράς του σκεπτόμενου όντος. Γιατί αν δεν είσαι μέσα στο τίποτε, τότε δεν είσαι μέσα στην πραγματική ζωή. Γιατί σου διαφεύγει η φθαρτή της ιδιότητα και την εκλαμβάνεις ως τεράστιαν υπόθεσιν. Ενώ τεραστία υπόθεσις η ζωή γίνεται μόνον όταν τα πνευματικά στοιχεία υπερτερήσουν, όταν δηλαδή φτάσουμε σε μιαν οριακή πενιχρότητα των υλικών στοιχείων της ύπαρξης, την οποία οριακή πενιχρότητα μισούν οι υπερκαταναλωτές διότι τους χαλάς το μοντέλο – το οποίο ουσιαστικά δεν υπάρχει˙ διότι τι μοντέλο είναι αυτό; Αυτοί ζουν και πεθαίνουν χωρίς να ξέρουν γιατί ζουν και γιατί πεθαίνουν, χωρίς όμως να είναι και ζώα˙ διότι το ζώο ζει χωρίς να ξέρεις γιατί ζει και φυσικά (μη διαθέτοντας τη νόηση) χωρίς να ξέρει γιατί πεθαίνει, αλλά αυτό είναι μια αγνότητα και μια de facto αιωνιοποίηση του συμβάντος της ύπαρξης. Εσύ που είσαι σκεφτόμενο ζώο όμως, για να αιωνιοποιήσεις την ύπαρξη, πρέπει ν’ αναφερθείς στον θάνατο, διότι τότε μόνο θα δεις ποιοι είναι οι κανόνες του παιχνιδιού της ζωής. Τότε κάνεις (για να μιλήσω με νομικούς όρους) την de jure αιωνιοποίηση. Και φυσικά όλα είναι κλειστά, αφού υπάρχει ο θάνατος˙ αλλά μέσα σ’ αυτό το κλειστό σύστημα της ύπαρξης, υπάρχει το άνοιγμα της σκέψης (λέγοντας «σκέψη» δεν εννοώ μόνο νόηση, αλλά και βίωμα και νευρικό σύστημα) και από κει βγαίνουν όλα τα δημιουργικά φανερώματα της ζωής. Εν τούτοις να μην υποτιμήσουμε απλούς και «αμόρφωτους» ανθρώπους, αμόρφωτους εντός εισαγωγικών, που δεν έχουν γνώσεις και παιδεία, που είναι όμως εξαιρετικά εκλεπτυσμένοι και μορφωμένοι μέσα απ’ τις ίδιες τους τις ψυχικές επεξεργασίες. Και μου ‘ρχεται στο νου το σχετικό περιστατικό μ’ ένα γέρο που όταν κάποιος στην ταβέρνα του είπε: «ε, καλά σε βλέπω, θα τον βγάλεις όμως αυτό το χειμώνα;», αυτός απάντησε «εγώ τώρα είμαι εβδομηνταπέντε χρονών˙ εγώ τώρα ζω με το πουρμπουάρ του Θεού». Αυτό είναι μια συγκλονιστική πνευματική στάση, που δείχνει αυτόματα πως το σημείο αναφοράς αυτού του ανθρώπου είναι ο θάνατος. Χρησιμοποιώντας την έκφραση «πουρμπουάρ του Θεού» μας οδηγεί σε πολύ σημαντικό συγκινησιακό κέρδος και μας αποκαλύπτει την ομορφιά του να λιγοστεύουμε το εγώ μας.
«εγώ τώρα είμαι εβδομηνταπέντε χρονών˙
εγώ τώρα ζω με το πουρμπουάρ του Θεού»
Προηγουμένως είπατε πως το πρόβλημα της γραφής «είναι περίπλοκο γιατί είναι ειδών-ειδών οι κατευθύνσεις στην ποίηση». Συνοψίζοντας τα όσα συζητήσαμε σήμερα και τα όσα πιστεύετε γύρω από το θέμα, ποιον ορισμό θα μπορούσατε να δώσετε εσείς στην ποίηση;
Οι ορισμοί είναι βέβαια πάντα επικίνδυνες υποθέσεις κι ένας ορισμός είναι δυνατόν ν’ αποτραπεί από έναν άλλον εξίσου σωστό ή προσώρας σωστό – γιατί υπάρχουν και προσωρινές αλήθειες. Ποίηση είναι να τα οδηγήσεις όλα στην σιωπή. Δηλαδή ο τελικός σκοπός της γλώσσας είναι η σιωπή. Όταν λέω «να είναι η σιωπή», δεν εννοώ να παραμείνεις κωφάλαλος, αλλά να παραμείνεις μέσα στην ζωή «σιγή λαλέουσα». Ποίηση είναι να φτάσεις να γίνεις ο σιωπών λέγων, ο λέγων δια της σιωπής, ο σιωπών δια του λόγου, διότι πρέπει να είσαι πάντα στο τίποτε. Το τίποτε το εκφράζει η σιγή, σιγή είναι όλα. Ο τρομερός θόρυβος των κινητήρων ενός αεροπλάνου είναι εκπληκτική σιγή, αν το δείτε σωστά. Ο θόρυβος ενός αεριωθούμενου είναι ένα τερτίπι της σιγής. Στο βιβλίο μου «Δυνατότητες και χρήσης της ομιλίας» έχω ένα στίχο που λέει: «θα συνεχίσω την ποίηση μόνο για πλάκα». Αυτό δεν είναι ασέβεια, είναι φράση μια μεθοδολογικής agressivite, για να ταραχτούν τα νεύρα των εφησυχαζόντων που νομίζουν ότι η ποίηση είναι σαν το «Σεβασμιότατε, κυρίες και κύριοι…» των ρητόρων, ότι είναι δηλαδή μια επίσημη υπόθεση, μια εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση. Είναι σοβαρή, στο βαθμό που επιτρέπει την αστειότητα – από άποψη οντολογική. Σήμερα η απόκριση στην ύπαρξη δε μπορεί να γίνει με τον «Οιδίποδα Τύραννο», σήμερα γίνεται ρίχνοντας τα φράγματα, διότι αλλιώς ο κόσμος δεν πρόκειται να βγει σε κανένα ξάγναντο. Με κλειστές θεωρήσεις και με τέτοια φρικιαστική επιζήτηση των υλικών στοιχείων της υπάρξεως, η μόνη συνέπεια, με ακρίβεια μαθηματική, είναι ο πυρηνικός πόλεμος, η πλήρης καταστροφή ∴
__________________________________________________________
Περιοδικό «Η Λέξη», τχ. 2, Φλεβάρης 1981 · Photo editing: γιώργος δομιανός