Joë Bousquet
(1897-1950)

Επιμέλεια – Μετάφραση
Ζ. Δ. Αϊναλής

 

Υπάρχει μια νύχτα μέσα στη νύχτα.
Joë Bousquet

 

Ο Joë Bousquet (Ζο Μπουσκέ) γεννήθηκε στην κωμόπολη Narbonne της Γαλλίας το 1897. Στις 27 Μαΐου 1918, σε ηλικία 21 χρονών, στη μάχη του Vailly, μία από τις τελευταίες μάχες του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, τραυματίζεται από έναν γερμανικό όλμο. Η σπονδυλική του στήλη καταστρέφεται ολοσχερώς. Το ανέμελο, enfant prodigue της προπολεμικής εποχής, θα υποχρεωθεί να περάσει την υπόλοιπη ζωή του κατάκοιτος «στο σπίτι με τα σφαλιστά πατζούρια» στην κωμόπολη Carcassonne, όπου και θα πεθάνει το 1950. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολυετή, ακίνητου εγκλεισμού του θα αρχίσει να γράφει. Μην πιστεύοντας στη «διάκριση των ειδών» θα εκδώσει τη μία και μοναδική ποιητική συλλογή του Η κατανόηση του δειλινού (La connaissance du soir) μόλις το 1947, μολονότι συμμετέχει από πολύ νωρίς τόσο στους ντανταϊστές όσο και στους υπερπραγματιστές.

Τα υπόλοιπα κείμενά του δεν συγκαταλέγονται σε καμία γνωστή λογοτεχνική κατηγορία. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για πεζόμορφα κείμενα, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Ανοίγοντας ένα βιβλίο του Bousquet (τα περισσότερα από τα οποία είναι μεταθανάτιες εκδόσεις των προσωπικών τετραδίων του) έχει κανείς την αίσθηση πως βρίσκεται ξαφνικά, ή καλύτερα πως τον «πέταξαν», στο μέσο ενός ήδη αρχινισμένου διαλόγου. Κλείνοντας κάθε βιβλίο του έχει την αίσθηση πως εγκατέλειψε στη μέση, πως έφυγε πριν αυτός ολοκληρωθεί, έναν διάλογο. Και μιλάω για διάλογο, και όχι για μονόλογο, διότι επάνω στις γραμμές των βιβλίων αυτών παλεύουν μεταξύ τους δύο διαφορετικές, ή κάποτε και περισσότερες, φωνές, αποτυπώνοντας ανάγλυφα τον αγώνα και την αγωνία μιας συνείδησης να τιθασεύσει τη φωνή της, να επιβληθεί στον εαυτό της. Ένας σπαραχτικός διχασμός προσωπικότητας που αγωνίζεται να ενοποιήσει τα χωριστά θραύσματα μιας κατακερματισμένης συνείδησης. Μιας συνείδησης που επιμένει να αγωνίζεται εναντίον του ίδιου του εαυτού της ώστε να κατορθώσει να δικαιολογήσει την ύπαρξη της. Κι η γραφή του δύσκολη, ερμητική, κλειστή, εσωστρεφής. Μια γραφή που αποτελεί κυριολεκτικά τον καθρέφτη, στραμμένο προς τα ένδον, προκειμένου να αντανακλά προς τα έξω, μιας συνείδησης.

Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Bousquet θα αξιωθεί τον θαυμασμό ενός Éluard και ενός Aragon, ενώ θα συνδεθεί με βαθιά φιλία με τον Max Ernst. Το έργο του θα έχει την τιμή να επηρεάσει βαθιά έναν φιλόσοφο του διαμετρήματος του Deleuze. Όλα αυτά βέβαια δεν θα καταφέρουν να απομακρύνουνε την απόγνωση, να απαλύνουν τον πόνο. Έναν πόνο προερχόμενο από την ακύρωση της ύπαρξης εντός της ίδιας της ύπαρξης.

Τα ποιήματα σε πεζό που ακολουθούν προέρχονται όλα από τη συλλογή Η κατανόηση του δειλινού (1947) και συγκεκριμένα από την ενότητα «Το στάχυ της λεβάντας», που ανοίγει το βιβλίο. Το απόσπασμα που κλείνει αυτό το σύντομο αφιέρωμα προέρχεται από το Μεταφράζοντας τη σιωπή (αν και η πιστή απόδοση στα ελληνικά θα ήταν μάλλον «μεταφρασμένο απ’ τη σιωπή», Traduit du silence, 1941). Απ’ όσο μπορώ να γνωρίζω ο Bousquet είναι παντελώς άγνωστος στην Ελλάδα. Εάν αυτό ισχύει, τότε αυτές οι δοκιμές μεταφράσεων θα συνιστούν την πρώτη γνωριμία ενός ελληνικού κοινού με μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές των γραμμάτων του γαλλικού Μεσοπολέμου.

 

***

 

Η ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ

(1947)

ΤΟ ΣΤΑΧΥ ΤΗΣ ΛΕΒΑΝΤΑΣ

      Δεν έχει ούτε δεξιά ούτε αριστερά ένας σκελετός σε αναζήτηση των οστών του
      αν μπορούσε μόνο να πει κλαίω κι αυτό να μην είναι ένας τρόπος του λέγειν
      θα έλεγε κανείς πως το κορμί του είναι φτιαγμένο από των άλλων τα δάκρυα
      είναι η κατάντια εκείνου που αγαπά η καρδιά του και μόνο που χτυπά τον
πληγώνει
      υπάρχει όμως μια γυναίκα τόσο όμορφη που η κακοδαιμονία του δεν την
ακολουθεί ως την πόρτα της είναι εκείνη που τον νανουρίζει είναι εκείνη που τον ξυπνά

      μετά τις βροντές έβρεξε Έβρεχε Αστραπές διασκέλιζαν τα δέντρα ντουφέκιζαν
μέσα απ’ την καταιγίδα βρόχια γεμάτα λύρες-πτηνά
     δεν αναγνώρισε το ψωμί που έτρωγε δεν αναγνώρισε τον θόρυβο μιας πόρτας
που βροντούσε στο σκοτάδι
      ήξερα πως η ευδαιμονία περνούσε μ’ όλα τα φώτα κλειστά του το είπα
      αλλά κοιμόταν την αναπνοή τακτική καθώς γύρισα τα μάτια Ήμουν εδώ
      μη μου ζητάτε να σας μιλήσω για μένα.   

 

Επαιτεία του μαύρου

            Ένας άντρας είναι νεκρός και δεν ήταν εσύ φεύγεις της σκέψης που σε συνέλαβε το κτήνος μαύρο των λογισμών σου Εκεί όπου θα στέκεις ορθός ο χώρος πια δεν θα είναι
            Με παιδική φωνή στο φρύδι όλων των μονοπατιών θα μονολογήσεις πως βάδιζες και το τραγούδι θα έρθει μ’ έναν άλλον του ήχο το χαμόγελο θα χτίσει το φως του με καθετί που πέθαινε να ξαναδεί τη μέρα
            Το τέλος της μέρας κι ο καθρέφτης που πέταξε μέσα στην τάφρο κι εκείνο το νεκρό νερό φίλη του ανέμου σαν νύχτα κατεβαίνοντας που κουβαλάει στειλιάρια κι εκείνη η νεκρή κι εκείνο το ψέμα σε κάθε σκιά όπου όλο το μαύρο θα εξυψωθεί σε μιαν αναλαμπή

            Το καθετί που κλαίει με το μαύρο ενός τρελού που κλαίει τις μέρες του
            Έχει το καθετί που βλέπει όταν κλείνει τα μάτια
            Όπου κανείς και να τον παρατήσει ακόμα και για πάντα έχει την καρδιά του ολούθε συντηρεί στο αθέατο έναν κόσμο απαρατήρητο
            Δώσε μας δώσε μας την ευτυχία δώσε μας ό,τι χρειάζεται για την περιφρόνηση της ευτυχίας και δώσε μας ό,τι δεν έχεις δώσε-το μας κι ακόμα την ευτυχία εσύ ο μόνος που ο θάνατος εκπλήσσει τη στιγμή που γεννιέται  

 

Συνέχεια και τέλος¹

            Γύρω τα ελαιόδεντρα και κάτω μυριάδες ρόδα κυανά χορεύοντας επάνω στον ήλιο μια εικόνα νερού σε μιαν εικόνα ανέμου
            Η χαρά έρχεται η χαρά φεύγει χωρίς να μιλά για τον εαυτό της κάθε μέρα η ίδια σκέψη μου μαθαίνει πως ήταν εδώ
Όμορφο δείλι του φθινοπώρου Η διαύγεια κι η δροσιά είναι τα σκούρα μιας θάλασσας φωτεινής                    Που πορεύεται στα τυφλά με τα χέρια

            Η σιωπή ως η αγνότητα ενός κόσμου όπου δεν θα υπήρχε ζωή παρά μόνο για ν’ αγαπά τη δική μου
            Η μορφή επιβάλλεται στο καθετί που γράφω ώστε η οδύνη μου να μην αναγνωρίζει πια τις οδούς της
            Πού έμαθα το καθετί που με δένει Ότι το εγκαταλείπω αντί να σπάω το καθετί που υπήρξε δικό μου αντί να εγκαταλείπω το βάρος του σε μια καρδιά που σταματά να χτυπά η δική μου Εγώ είμαι όχι ως καθαρή βούληση να μη μιάνω τη σιωπή η δική μου θέση Εγώ είμαι στο σκοτάδι όπου οφείλω να φθάσω δίχως φορτίο και δίχως οδύνη Θα είχα πει τα πάντα Και κανένας δεν θα βρισκόταν σ’ αυτή τη γωνιά να διακρίνει τα χέρια μου του προσώπου μου

            Όλα είναι τόσο διαυγή στην πτώση του ουρανού που το ρυθμικό τικ-τακ του χρόνου ενώνεται με τη ζωή
           Το νερό απαλό κι ο αέρας στο χρώμα του νερού μες στο ψύχος εγγύς που δεν είναι ακόμα παρά η οσμή του μάρμαρου του χειμώνα

            Κοιτάχτε πως πέφτει ξαφνικά το σκοτάδι
            Πρέπει η νύχτα να έρθει όταν τα βλέμματά μας ήταν αλλού Αλλά ένα λίγο της μέρας διαγράφεται στο χείλος κάθε κλαδιού
            Η νύχτα προσμένει πάντα τη νύχτα κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά βλέπει κανείς αρκετά καθαρά όταν ένας άντρας μπορεί να πει πως έπεσε η νύχτα

            Δεν ήμαστε παρά στο πρελούδιο ενός τραγουδιού υπερβολικά λυπητερού για ν’ ακουστούμε Μια γυναίκα είπε είναι η εποχή των λευκών ρόδων
            Μια φωνή απαντούσε η σελήνη σχηματίζει ένα μονοπάτι μέσα στη θάλασσα που γυρνά στη σιωπή
            Μια νυχτερίδα ένα πεφταστέρι ένα χέρι που έτρεμε

 

Ο τυφλός της αυγής

            Όμορφος κόσμος όπου το φως είν’ η παραβολή της δωρεάς της σάρκας Λόγος του κόσμου όπου περνώ κεκαλυμμένος εκείνο που στοχάζεται Καθετί που λησμονεί το πραγματικό είναι εκείνο που δεν γίνεται να λησμονήσουμε  

            Ήθελε μόνο να ξυπνήσει τα πάντα να μεγαλώσουν μέσα στα χέρια του μέσα σ’ εκείνο που τον έδενε με τον όρκο του Οι εικόνες κάναν πιο μόνο το φως και τον άνεμο και τις μέρες

            Δεν είμαι τίποτα σχεδόν ακολουθώ εκείνο που με χάνει

            Τάφος που πέφτει γίνεται το χέρι που σε συγκρατεί ο άντρας γεννιέται από το όνειρο που δεν γνωρίζεται Μία γυναίκα πέρασε εκείνη τώρα το όνειρό του γίνεται
            Δώσε ξανά στον άντρα σάρκα γίνε εκείνος
            Κρυώνει η νύχτα Εκείνος είναι η μέρα μπρος στα μάτια της όπου το βλέμμα του ήταν η ασυλία της ο έρωτας του έρωτά της θα διαρκέσει ανίδωτος

            Κάτω από τόσα τραγούδια το ίδιο σφιχταγκάλιασμα με τη λήθη η ίδια απουσία Είναι εκείνος που τη βλέπει σαν μια ελπίδα της οποία καθετί που ζει θα ήταν η δοκιμασία
            Το είναι σου επέλεξε τη δυστυχία σου να κατοικήσει μέσα σου
            Ο έρωτας ενώνεται με τον έρωτά σου σε συνθλίβει μ’ εκείνο που είσαι σε γεμίζει με μιαν ελπίδα του υπερπέραν
            Που σε θάβει ανασκάπτοντάς σε

            Ο ήχος των καμπάνων και η αυγή και το πτηνό του ψύχους μες στην ανάσα σου ανάμεσα στα φτερά της ανάσας σου και που σε πλησιάζει ολοένα εγγύτερα κι απομακρύνεται απ’ την καρδιά σου
            Και το καθετί που διάσχισε η αυγή ανάμεσα στα φύλλα και τα νερά όλα τα φαντάσματα των χαδιών όταν το βλέμμα μου γίνεται σάρκα εκείνου που αγαπά και που τίποτα δεν του ψεύδεται                        Η καρδιά μου είναι θαμμένη σ’ εκείνο που μας απομακρύνει όπως είναι φυλακισμένη σ’ εκείνο που δένει τις μέρες μου Γυναίκα φωνάζω προς το μέρος σου σε φωνάζω μέσα από το καθετί που συμβαίνει ώστε να γίνει το κορμί μου το μυστικό μου και το δικό σου  

 

Η κόρη²

            Διαυγής ένα βλέμμα τη σβήνει ένα δάκρυ τη συγκρατεί Εκείνη δείχνεται το δειλινό την αγκαλιάζει χωρίς να τη βλέπει έχει το βάρος των βλεφάρων της
            Σε μια αίθουσα Λουδοβίκου 16ου που έπλεξε η κόρη λευκή και ψηλότερη απ’ το ναυάγιο οι θάλασσες αναφύονται τη ρωγμή των κατόπτρων ένα ιστιοφόρο τις συγχέει μέσα στη μέρα που το διαγράφει
            Το ξύλο των πινακίδων βοστρυχείται κι ανθεί ωοειδείται η αντανάκλαση δίχως ν’ αγγίζει το χείλος του κήπου που εκκολάπτει
            Τόσο μικρή και τραβώντας τα καλάμια από ένα πανέρι που κοπιάζει μεγαλύτερο απ’ το σπίτι

            Είναι η κόρη σου Η σάρκα πριν το αίμα κλείστηκε έξω απ’ το σούρουπο Η καλοκαιριά τρεμίζει επάνω της όπου εκβάλλει το βλέμμα σου όπου δεν κάνει σκοτάδι παρά στα στάσιμά σου νερά Βροχή στα σπαρτά ό,τι τη διαπνέει επεκτείνει τον τρόμο της νύχτας που είσαι
            στα σκοτάδια που έχουν βγει απ’ τον χρόνο τρέχεις τρέχεις μέχρι να την ψαύσεις επάνω στην χλόη τρελή της νύχτας αμίμητη Διασχίζεις το σκοτάδι που είναι το δικό σου σκοτάδι Εκεί όπου η κόρη γελά είναι φθινόπωρο Εκείνη υποκλίνεται κι εσύ είσαι η φωλιά μιας χελιδόνας που μισανοίγει               ένα υνί τροχίζεται στο φως που σπέρνεις και σε βιάζει με τα μάτια σου

            Αμύγδαλο παγωμένο των παιδικάτων όπου η νύχτα τρέχει σα μαύρο γατί
            Θύοντας διαμελισμένη τη σάρκα σου στην ωχρότητά σου το σκοτάδι που τεμαχίζει
            Δοκιμάζει το όνομά της σε μια βασιλόπιτα όπου μπαίνει σκληρή τις διαστάσεις ένα κουκί³
            Φτερούγα του μαύρου κόρη της νύχτας αδηφάγα η Λευκή από Έρωτα καθώς η χλόη στον άνεμο και η νύχτα ολάνθιστη είναι η μόνη σπορά που δεν μαυρίζει στον ήλιο   

 

ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΣΙΩΠΗ
(1941)

     […] Ας προχωρήσουμε αργά μέσα σ’ αυτόν τον σκοτεινό Δεκέμβρη μήνα. Βρέχει. Προσμένω τα ρόδα των Χριστουγέννων.
     Η σιωπή της νύχτας καταλήγει να με ξυπνήσει. Στις δέκα η ώρα το βράδυ, μετά από μια μέρα γλυφή, αισθάνομαι ευδιάθετος, μονομιάς, ζωντανός καθώς να ήταν η σκέψη μου η μόνη πηγή της ύπαρξής μου.
     Το απόγευμα συχνά αποτελείται από μαύρες σκέψεις. Το δειλινό δεν αλλάζει το χρώμα τους, αλλά μου δίνει καινούργιες. Καταλαβαίνω, λοιπόν, πως ήμουν για τα καλά φτιαγμένος για τη ζωή που ήμουν προορισμένος. Η μελαγχολία μου με βαραίνει για να μην είναι πια μόνο εγώ. Αλλά είναι τόσο ευρεία και φτιαγμένη για να είναι συμπεριλαμβανομένη. Αποδεικνύει τη μοναξιά μου, μα τη γνωρίζω τόσο καλά που κάνει να εμφανίζεται εντός μου ένα άλλο εγώ για να τη μοιραστεί.

     Παρεμβολή… Επιθυμία να επιβάλλω τις αξίες που υπηρετώ. Ας είχανε όσα αγαπώ καθώς εγώ την παιδεία των όσων θαυμάζω! Πόθος να προσδιορίσεις τη σημασία του μέλλοντος;
     Έτσι, ένας άνθρωπος πιστεύει που θέλει να μεγαλώσει ενώ όλη η φιλοδοξία του εξαντλείται στην εξασφάλιση της τύχης μιας κάποιας ιδέας.

     Η αιτία της σκοτεινότητάς μου έγκειται στο γεγονός ότι έχω κάτι να κρύψω. Η διαύγεια μιας φράσης δεν είναι παρά μια πτυχή της εσωτερικής μας γαλήνης.
     Ότι αυτό το μυστικό δεν θα ‘πρεπε να είναι ένα. Το συναίσθημα που κρύβω έχει δικαίωμα στη μεγάλη μέρα. Αγαπώ πραγματικά, σαν αδερφή, τη νεαρή σύζυγο ενός φίλου μου. Εκείνη ανταποκρίνεται στη συμπάθειά μου με κάποιο είδος φιλίας πολύ ισχυρής, πιστεύω, που είναι και το περισσότερο που μπορεί να δώσει σ’ έναν άντρα μια γυναίκα ερωτευμένη με τον σύζυγο της. Τα λόγια που ανταλλάσσουμε, όλος ο κόσμος θα μπορούσε να τα ακούσει. Κι όμως, τα αισθήματά μου γι’ αυτήν δεν προχωρούν δίχως ένα κάποιο συναίσθημα φόβου: μου φαίνεται πως η συμπάθειά μας είναι καταδικασμένη. Ίσως εξαιτίας του παρελθόντος μου.

     Θέλησα πρώτα να δω καθαρά μέσα μου. Απ’ την άλλη, πρέπει αυτό το συναίσθημα να δώσει το μέτρο όλων όσων θα μπορούσα. Σε αυτήν τη φιλοδοξία υποτάσσω όλες όσες εξέθρεψα μέχρι τώρα. Θα ήθελα ανάμεσα σ’ εκείνην και σε μένα να δημιουργήσω το ισοδύναμο εκείνου του αδιάρρηκτου συνδέσμου που υπάρχει ανάμεσα στον αδερφό και την αδερφή.

     Αυτό που περιπλέκει τα πάντα είναι το γεγονός ότι είναι υπερβολικά όμορφη. Αυτό που απλοποιεί τα πάντα είναι το γεγονός ότι είναι υπερβολικά σώφρων. Ό,τι μου αρέσει σ’ εκείνην, πρέπει να είναι εκείνη που αγαπώ για να μου το δώσει. Θέλω να πω: είναι που στρεφόμενη ενάντια στις απαιτήσεις της φύσης μου που η αγάπη μου μου αποκάλυψε πως είναι όμορφη.

     Όχι, όχι. Όλα αυτά δεν εξηγούνε καλά τη σκέψη μου. Ο άνθρωπος δεν μπορεί ν’ αγγίξει ποτέ την αλήθεια. Η ειλικρίνεια της λέξης είν’ η σιωπή που την ακολουθεί. Ακόμα ένας τρόπος για να μιλάς! Όταν ο έρωτας μου γι’ αυτήν δεν μπορεί να εμφανιστεί παρά σαν ένας τρόπος για να ζήσω.

     Πρώτα απ’ όλα, να βρεις ένα μέσο να την κάνεις να το καταλάβει. Να της δείξεις τη φύση του δεσίματός μου μαζί της, να της καταστήσεις διαυγή τη γλώσσα της μοναδικής αιώνιας αλήθειας.             Είναι μια γυναίκα. Μου έσωσε τη ζωή. Μ’ έσωσε απ’ τη ζωή μου. Θέλησε να μην υπάρχει μέσα μου παρά μόνο μια σκέψη ώστε να συλλάβω σε όλο της το μέγεθος την αθλιότητα της ύπαρξης και το μεγαλείο της. Δεν θέλησε παρά να γνωρίσει την καρδιά μου. Κι όμως, μ’ έκανε με τα μάτια της άντρα.

     Η υπηρέτρια, ανεπαίσθητα, διεισδύει στην κάμαρα, όπου ο κύριος της είναι, ως είθισται, ξαπλωμένος. Η σούπα που του φέρνει είναι υπερβολικά ζεστή. Φυσώντας το καυτό υγρό εκείνος σηκώνει τα μάτια του προς το μέρος της.
     Αυτό το βλέμμα την εμψυχώνει. Κάνει ένα βήμα προς το μέρος του, σταυρώνει τα χέρια και παίρνει το λόγο:
      – Ο κύριος γράφει στίχους, νομίζω…
     – Μα όχι, Μαρία, μα όχι.
     – Επιτέλους, αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο κύριος έπαψε να είναι ποιητής.
     – Αν θέλετε…
     – Είναι που είχα να σας κοινοποιήσω κάτι που φαινόταν να σας ταιριάζει.

     Το φως των λαμπτήρων βάφει μιαν απόχρωση ροζ το πρόσωπο της ηλικιωμένης γυναίκας. Εκείνος, τείνει με προσοχή το αυτί. Κι όμως, μια εντύπωση μοναδική το διαπερνά. Του φαίνεται πως είναι στη θέση κάποιου άλλου… Πιεσμένος από εκείνο το συναίσθημα να φανεί χίλιες φορές πιο προσεκτικός στα λόγια αυτής της γυναίκας που είναι πιο αληθινή απ’ τον ίδιο:
     – Θα θάψουνε αύριο στο Βιγιελί έναν ηλικιωμένο κύριο. Πρόκειται για κάποιον που του πήρε έξι μήνες να πεθάνει.
     – Το φθινόπωρο ήταν τόσο ζεστό που έχει ακόμα κουνούπια μες το δωμάτιο. Δεν έπρεπε, Μαρία, ν’ ανάψετε τα φώτα ενώ ήταν ακόμη ανοιχτά τα παράθυρα. Κι ο ηλικιωμένος, τι λέγατε;…
     – Ε, λοιπόν, δεν ήξερε κανείς ποτέ αν έκανε το πεθαμένο ή αν είχε όντως πεθάνει. Ο εφημέριος ήρθε, κλαίγαν πάνω από το πτώμα του, τα παιδιά του τον ντύσαν. Τα κεριά αναμμένα, φέρναν λουλούδια. Και με το που τον ακουμπήσανε στο κρεβάτι, ανοίγει τα μάτια: «αα! λέει, δεν είναι τόσο εύκολο όσο πιστεύουνε να πεθάνεις…»

     Τέσσερις φορές ξαναξεκίνησε ν’ αναστατώνει τον κόσμο. Αλλά αυτό ήταν, πάει τέλειωσε, αύριο θα τον θάψουν.
     – Τουλάχιστον πέθανε.
     – Βέβαια! Μου το είπανε τα παιδιά του.

     Έβρεξε τόσο δυνατά εκείνο το βράδυ που πίστεψε πως δεν θα ερχότανε πια ούτε ο Σαρλ ούτε η Σιμόν. Στις δέκα έφτασε πρώτα εκείνη, μουσκεμένη, υγρή. Ο Σαρλ είχε λέει πεταχτεί μέχρι το ταχυδρομείο να στείλει ένα γράμμα.

     Ποιητής παρόλα αυτά. Υπερβολικά άρρωστος, περιορισμένος να ζει σκεπτόμενος, όλα όσα που κάνει ώστε να διαδηλώσει την ύπαρξη του τον επαναφέρουνε βίαια στους δρόμους της ομιλίας. Κι όπως πεισματάρικα επιμένει να ζει, φαντάζει πολύ εμπνευσμένος. Πρέπει η ζωή του να εξαντλείται ανάμεσα στα μάτια του και τα χείλη του. Είναι όμορφο να το περιγράφεις έτσι αναλυτικά. Υπάρχουνε πολλοί άνθρωποι σαν κι αυτόν. Μονάχα που δεν τους βλέπουμε.

     Η αρρώστια του ήτανε προφανώς πιο δυνατή απ’ τον ίδιο. Αλλά αγωνίστηκε δύσκολα τη συνείδηση του στον ξεπεσμό της. Τα πόδια του μόλις που τον αντέχουν. Ζει ξαπλωμένος. Ανάμεσα σ’ ένα μπουκάλι μεταλλικό νερό κι ένα κουτί γεμάτο παράξενα μαραφέτια ανησυχητικά.

     Είμαστε υποχρεωμένοι να περάσουμε ένα κομμάτι της ζωής μας μες τη σιωπή.
     – Υπάρχει ένα κομμάτι της ζωής μου, είπε, φτιαγμένο για τη λήθη. Απαρνούμαι ένα ορισμένο κομμάτι των πράξεων μου, επιβεβαιώνει, καθώς εσείς τα όνειρά σας.
     – Αυτό είναι αρκετά βολικό, απάντησε ο Φ. Π. που είναι υπερβολικά δίκαιος, υπερβολικά έντιμος για να παραδεχτεί με την πρώτη εκείνη την άποψη στην οποία τελικά θα καταλήξει να δώσει τη συγκατάθεσή του.
     Είναι αλήθεια βέβαια πως ο άρρωστος θα του έχει προσφέρει ορισμένες επεξηγήσεις αρκετά πειστικές:
     – Η ζωή μου δεν έχει παρά ένα πρόσωπο κι όχι δύο όπως των άλλων.
     Εν συνεχεία λέει ένα σωρό άχρηστα πράγματα για να επιστρέψει τελικά:
     – Η ζωή με παράτησε: δεν υπάρχει παρά η συνείδησή μου για να συγκρατήσει ένα κομμάτι της.

     Όχι, όχι, περιμένετε, θα σας το εκφράσω καλύτερα… Ό,τι απομένει από μένα, δεν έχει παρά τη σκέψη μου μόνο για να το αντιτάξει στο θάνατο. Αυτό δεν είναι ένα γεγονός χωρίς συνέπειες. Δεν παραδέχομαι ως έγκυρο τίποτα απ’ όσα είμαι υποχρεωμένος να μου αποκρύπτω.
     Τελικά είπε:
     – Ένα μυστικό είν’ αβάσταχτα βαρύ για μια ζωή τόσο χλωμή και ανάλαφρη όσο και μια ανάσα. Κατέχω τόσο ελάχιστα πράγματα που μια εμμονή μπορεί να μ’ αιχμαλωτίσει, με κλείνει σ’ έναν άγνωστο κόσμο όπου γεννιούνται οι εμμονές. Μια κάποια έγνοια υγιεινής με υποχρεώνει να καθιστώ τούτες τις εμμονές αγνές κι απλές αναμνήσεις.
     – Μα, απάντησε ο  Φ. Π. τι ζωή σατράπη!
     – Ναι. Είναι πάνω σ’ ένα σχέδιο απροσδόκητο που εξάσκησα την προσπάθειά μου για την τελείωση. Θέλησα ν’ αποκτήσω τα πάντα. Απλά.

     Είναι η σκοτεινή πλευρά της ζωής μου. Υπάρχουνε πράξεις που τις διαπράττω μόνο και μόνο για να μην έχω πια την επιθυμία να τις διαπράξω. Εξαγνίζω τις σκέψεις μου. […]
,

 


¹ Το ποίημα έχει στα γαλλικά τον τίτλο « Suite et fin »· η λέξη «σουίτα» χρησιμοποιείται εδώ με το διπλό νόημά της, δηλαδή τόσο κυριολεκτικά ως «συνέχεια» όσο και ως μουσικός όρος.
² Στα γαλλικά «La pupille» είναι τόσο η κόρη του ματιού όσο και η ανήλικη, ορφανή κηδεμονευόμενη κοπέλα. Προσπάθησα να διατηρήσω κάπως την αμφισημία του τίτλου αποδίδοντάς τον στα ελληνικά ως «Η κόρη».
³ Την εποχή που γράφει ο συγγραφέας το νόμισμα στη βασιλόπιτα ήταν πολυτέλεια· ο κόσμος έβαζε συνήθως μέσα ένα κουκί.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Ζ. Δ. Αϊναλής γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Είναι ποιητής, μεταφραστής και δοκιμιογράφος. Το τελευταίο του βιβλίο είναι η Μονωδία της Έρημος (Κέδρος, 2019). Συμμετέχει στη συντακτική ομάδα του λογοτεχνικού περιοδικού Βόρεια-Βορειοανατολικά. Ζει και εργάζεται στη Μυτιλήνη.