Η ιδέα περί ανέγερσης Δημοτικού Θεάτρου στην Αθήνα είναι ίσως η πιο μαρτυρική και άδοξη στην ιστορία της πόλης. Από τα μέσα του 19ου αιώνα προσπαθείται η υλοποίησή της στην πλατεία Κοτζιά, σημερινή πλατεία Εθνικής Αντίστασης, τότε πλατεία Λουδοβίκου. Το 1858 με βασιλικό διάταγμα ρίχνονται τα θεμέλια του κτιρίου σε σχέδια του γάλλου αρχιτέκτονα Μπουλανσέ μα οι εργασίες σταματούν ανεξήγητα. 15 χρόνια έπειτα ο Ερνέστος Τσίλλερ προσπαθεί να αναθερμάνει την ιδέα με νέα αρχιτεκτονικά σχέδια χωρίς αντίκρυσμα. Μέχρι που το 1887 ο Συγγρός θα χρηματοδοτήσει την ανέγερσή του και το 1888 η Αθήνα θα αποκτήσει τελικώς Δημοτικό Θέατρο. Ή έτσι φαινόταν. Το κτίριο ήταν γεμάτο ατέλειες. Οι όροι του Συγγρού περί δημιουργίας μαγαζιών και γραφείων, αλλά και της τράπεζάς του στο χώρο, το είχαν μετατρέψει σε ένα ιδιότυπο Mall στερώντας τη λειτουργικότητα του, αφού δεν διέθετε ούτε καν καμαρίνια ενώ η σκηνή ήταν μόλις 12 μέτρα. Σύντομα η υπόληψη του θεάτρου θα εκπέσει. Θα λεηλατηθεί μέσα στα χρόνια κατά κόρον. Θα φιλοξενήσει τους πρόσφυγες της Μικρασίας. Θα εγκαταλειφθεί. Ώσπου θα κατεδαφιστεί το 1940 για να επιβεβαιώσει περίτρανα τον τίτλο του: «θέατρο καταραμένο».
Αυτή είναι εν συντομία η ιστορία που συνοδεύει το Δημοτικό Θέατρο της πρωτεύουσας και αναπαράγεται από τις έγκυρες πηγές της γνώσης. Μα κάτι μένει ακόμα για να ειπωθεί.
Βρισκόμαστε στον Οκτώβρη του 1887. Οι εργασίες της ανέγερσης του Θεάτρου έχουν φουντώσει. Η καλή κοινωνία των Αθηνών αδημονεί να συστεγάσει τις καλλιτεχνικές ανησυχίες της σε έναν χώρο που θα εξαίρει την ευρωπαϊκή της κουλτούρα. Κανείς δε νοιάζεται αν οι συνθήκες ασφαλείας που επικρατούν στο εργοτάξιο είναι στοιχειώδεις. Κανείς δεν ασχολείται με το γεγονός πως πάνω στις σκαλωσιές έχουν σταλεί αναλώσιμα παιδιά και όχι οι υπεύθυνοι του έργου. Δύο σιδερένιοι δοκοί εκατοντάδων κιλών εκτρέπονται σε ύψος 20-25 μέτρων, οι σκαλωσιές τουμπάρουν, κάποιοι εργάτες καταπλακώνονται, πέφτουν στο κενό, άλλοι σφηνώνουν στις σιδεριές και κρέμονται στον αέρα επί ώρες. Κάπως έτσι η πρώτη παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο των Αθηνών άρχισε πριν την ώρα της.
Πλήθη από όλες τις γειτονιές της πόλης άρχισαν να συρρέουν εις το «θέατρο της καταστροφής» αγωνιώντας για τους καταπλακωμένους εργάτες, ακούγοντας «τας γοεροτάτας κραυγάς των πληγωθέντων» μα κυρίως ατενίζοντας «επί δίωρο» τους δυο «αιωρούμενους άνωθεν της αβύσσου». Ο ένας είχε βρει ακαριαίο θάνατο και έστεκε μελανιασμένος εξ ασφυξίας μα ο δεύτερος έδειχνε κάθε τόσο σημεία ζωής με τα χέρια του, γεγονός που έκανε το πλήθος να ζωηρεύει. Οι πυροσβέστες αδυνατούσαν να επέμβουν. Τρεις συνάδελφοί του ανέλαβαν με κίνδυνο της ζωής τους να ακροβατήσουν και να τον απεγκλωβίσουν. «Σωσατέ με, σωσατέ με» ψιθύριζε πού και πού ο κρεμάμενος. «Σιώπα και ετελειώσαμεν» αποκρινόντουσαν οι συνάδελφοί του. Αρκετή ώρα μετά η διάσωση έλαβε αίσιο τέλος και «το πλήθος φρενετιωδώς εχειροκρότει».
Ο απολογισμός των πρώτων ωρών ήταν τρεις νεκροί: ο 14χρονος Νίκος Μαρούλης από την Κέα, ο 16χρονος Μιχαήλ Τσιούρτης και ο «υπηρέτης» Μιλτιάδης Αλεξίου, του οποίου το πτώμα δεν παρέλαβε κανείς. Αρκετοί ήταν οι βαριά τραυματίες που πάλευαν για τη ζωή τους στο νοσοκομείο όπως ο Παν. Καρυστινός και ο 16χρονος Νικ. Στάθης, ενώ ο διασωθέντας Μπουρνάζος, όπως διαβάζουμε στα δημοσιεύματα, μετά από όλα αυτά έπαθε «διατάραξιν διανοητικήν». Οι περισσότεροι εκ των εργατών δούλευαν στο σιδηρουργείο του Μήτσου Αναστασόπουλου που είχε αναλάβει το έργο. Να τονιστεί πως δεν ήταν το πρώτο ατύχημα που συνέβη στο εργοτάξιο αυτό. Συνολικά οι νεκροί εργάτες από την αρχή του 1887 έως τον Οκτώβρη είχαν φτάσει στην συγκεκριμένη οικοδομή τους οχτώ. Η ανακοίνωση του εργολάβου λίγες μέρες μετά έριξε την ευθύνη στους εργαζόμενους. Τα δημοσιεύματα για το θέμα ξέμειναν από μελάνι στον ημερήσιο τύπο. Το θέμα πια θεωρείται λήξαν.