Πρέπει να επισημάνω κάτι που φρονώ σημαντικό πριν αρχίσω το κριτικό σημείωμα. Σκέφτομαι πως η ιστορία που διδασκόμαστε είναι βασισμένη σε γεγονότα, σε ιστορικά έγγραφα, σε αλληλογραφίες σπουδαίων προσώπων, σε λογιών λογιών ντοκουμέντα, που όσο ορθά και να είναι, όσο κόπο κι αν προϋποθέτει ο εντοπισμός και η αξιολόγησή τους από τους ερευνητές, δεν παύουν να αποτελούν μια γραφειοκρατική αλήθεια. Όταν χτίζεις μια βιογραφία ποτέ δε θα καταφέρεις να φτάσεις μέχρι το μεδούλι του βιογραφούμενου, ποτέ δεν θα ακούσεις τον ψίθυρό του, διότι οι πραγματικές σχέσεις των ανθρώπων δεν εντοπίζονται στο χαρτί ή στις σφραγίδες. Άλλωστε το πιθανότερο είναι να μην έχει αλληλογραφήσει ποτέ ή ελάχιστα με τον πιο αγαπημένο του άνθρωπο αφού θα ήταν συνέχεια μαζί. Θέλω να πω το εξής: η επίσημη ιστορία που μαθαίνουμε είναι υπόθεση μιας λιγοστής αγάπης. Άπαξ και το συνειδητοποιήσεις αυτό, βαθαίνει ο τρόπος που κοιτάς τον κόσμο. Κόβεις δρόμο από την αδιάκοπη καλλιτεχνική αναζήτηση, παύεις να πελαγοδρομείς.
Τέτοιες σκέψεις μου περνάνε απ’ το μυαλό λίγα 24ωρα μετά τη θέαση του «παπαγάλλου» της Σοφίας Τρικούπη που ανέβασε η Άννα Κοκκίνου στο θέατρο Σφενδόνη και αποτελεί ίσως την πιο θλιμμένη παράσταση που παίζεται αυτή τη στιγμή στην Αθήνα. Και δε μιλώ για δάκρυα και σπαραγμό. Εννοώ κάτι χειρότερο: τον βουβό και διαρκή πόνο, που είναι υπόγειος, που δεν μπορεί να ξεσπάσει σε δάκρυα και γι’ αυτό ακριβώς σε καταδικάζει για πάντα σε μια μοναξιά διαρκείας. Σκέψου το, λοιπόν, σαν ένα απόθεμα τρυφερότητας που δεν έχεις άνθρωπο μες στο δωμάτιο για να το διοχετεύσεις και αρχίζεις να χαϊδεύεις τους τοίχους. Ίσως ακούγεται λίγο παράδοξο αλλά δεν αποτελεί ωστόσο μια έσχατη λύση; Ε λοιπόν ούτε και αυτή η λύση είναι επιτρεπτή εδώ. Γιατί δεν υπάρχει τοίχος. Ούτε καν δωμάτιο. Βρίσκεσαι μέσα στο κλουβί του παπαγάλου που φωνάζει «Ζήτω ο κύριος Τρικούπης» τις πιο ακατάλληλες στιγμές και δε λέει να ξεμάθει τις λέξεις. Γιατί ο Τρικούπης είναι πια νεκρός. Και η φιγούρα της πάσχουσας αδελφής του, που θυσίασε όλη τη ζωή της για να βρίσκεται στο πλευρό του και να τον υπηρετεί, τώρα το μόνο που της έμεινε είναι αυτός ο παπαγάλος. Και κάτι ακόμη για να περιμένει: το τέλος της ζωής της, αφού χωρίς τον λατρεμένο Χαρίλαο άλλη ζωή δεν έχει.
Θεατρικά όλα ήταν κόντρα. Μια ιστορία από το ξεχασμένο παρελθόν, σε γλώσσα καθαρεύουσα, γραμμένη από μια γυναίκα χωρίς λογοτεχνικές απόπειρες, κι όμως, κι όμως, κι όμως, όλα τα εκ πρώτης όψεως μειονεκτικά στοιχεία μετατράπηκαν από την sui generis σκηνοθέτιδα σε αισθαντικά υπερατού. Η ιστορία σε γοητεύει εις βάθος, η γλώσσα σε κατακτάει εις ύψος, η πεζή λογοτεχνικότητα επιμηκύνει την αστική απελπισία και ηχεί τρυφερά τους συμβολισμούς της.
Μα δε θα αποκαλύψω τίποτε παραπάνω. Ούτε θέλω να προδώσω το μινιμαλισμό του έργου. Θα κλείσω επαναλαμβάνοντας απλώς την αρχική μου σκέψη: η επίσημη ιστορία που μαθαίνουμε είναι υπόθεση μιας λιγοστής αγάπης.
Είναι στο χέρι μας να την αυξήσουμε.