Μετά από σέντρα του Βασιλείου, ο Τζανέτης ανοίγει το σκορ από πολύ νωρίς για την Μικτή Αθηνών έναντι της Μικτής Βόλου στον πρώτο αγώνα για το κύπελλο πόλεων του 1940-1941. Θα ακολουθήσουν άλλα πέντε γκολ για την ομάδα των Αθηνών, όπως και ήταν αναμενόμενο, και γενικά διαβάζοντας τα φύλλα των εφημερίδων της 28ης Οκτωβρίου θαρρείς πως όλα κυλούσαν κανονικά στην ελληνική πραγματικότητα και τίποτα δεν προμήνυε πως την επόμενη μέρα όλες θα είχαν για πρωτοσέλιδο την αιφνιδιαστική ιταλική κήρυξη του πολέμου στην Ελλάδα.

Τα πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα που ακολούθησαν είναι λίγο πολύ γνωστά και δεν άπτονται του ενδιαφέροντος του κειμένου. Το συγκεκριμένο μικρό μελέτημα θα καταπιαστεί με ένα θέμα που δεν έχει καταδειχθεί ιδιατέρως μέχρι σήμερα και παρουσιάζει κατά τη γνώμη μου αρκετό ενδιαφέρον: θα προσπαθήσει να φανερώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε η ποιητική έκφραση στην ηθική ανάταση του λαού και στη μυθολογική πρόσληψη του επερχόμενου πολέμου κατά τις πρώτες 72 ώρες από την κήρυξή του.

Πυλώνας στην προσπάθειά μου στέκεται ένα ποίημα που δημοσιεύεται άμεσα και σε περίοπτη θέση από αρκετές κεντρικές εφημερίδες του καιρού και το οποίο δίνει οξυδερκέστατα στο λαό την πολυπόθητη «εθνική γραμμή» του. Πρόκειται για το ποίημα του πάλαι ποτέ, και επαναφερόμενου για την περίσταση, εθνικού ποιητή Αχιλλέα Παράσχου με τίτλο «ΚΑΤΩ ΤΟ ΞΙΦΟΣ ΙΤΑΛΟΙ» που «εγγράφη το 1869 και είνε σα να εγγράφη χθες» και στο οποίο στηλιτεύει την «παροιμιώδη ιταλική θρασυδειλία και ανανδρία». Η έκτη και τελευταία στροφή του ποιήματος έχει ως εξής:

«Ερύθημα υπέρ ημών, θα είχον, όχι σκώμμα
αν η αχαριστία σας δεν μ’ είχε παροξύνει.
Ακόμη δεν σας έδωσαν τας χώρας σας ακόμα.
Ω! Ηττημένοι νικηταί, αγνώμονες Λατίνοι
και καθ’ ημών εστράφησαν θρασείς οι κομπασμοί σας.
ΚΑΤΩ ΤΗ ΛΟΓΧΗΝ ΙΤΑΛΟΙ ΔΕΝ ΕΙΝΕ ΙΔΙΚΗ ΣΑΣ!»

Το συγκεκριμένο ποίημα προλογίζεται στον τύπο σαν ένα αποδεικτικό στοιχείο για το δίκαιο του ελληνικού λαού καθότι, όπως επισημαίνεται, η ιστορία επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα αφού όπως και τότε έτσι και τώρα οι Ιταλοί στρέφονται κατά της Ελλάδας «πλημμυρίζοντας και πάλι συναισθήματα αηδίας τους Έλληνες». Και είναι λογικό γιατί «ο λαός των κανταδόρων, των προδοτών, των δολοφόνων παρέμεινεν αμεταβλήτως αδιόρθωτος». Σε άλλη εφημερίδα το συγκεκριμένο ποίημα υπογράφεται με χρονολογία το 1896, σε άλλη το 1869. Αλλού υποψιάζεσαι πως το ποίημα αναφέρεται σε κάποια ενδεχόμενη εμπλοκή των Ιταλών στον ελληνοτουρκικό πόλεμο της Κρήτης το 1896, αλλού γίνεται λόγος για κάποια διεκδίκηση της Κέρκυρας από πλευράς τους. Δεν ταυτοποιείται τίποτα από αυτά εκ πρώτης όψεως. Άλλωστε μικρή σημασία έχει η αμφιλεγόμενη ιστορικότητα του ποιήματος, ειδικά σε μία τόσο έκρυθμη και πολεμική κατάσταση. Τη δουλειά του την επιτέλεσε και με το παραπάνω τις πρώτες κρίσιμες ώρες που ήταν επιτακτική ανάγκη να γελοιοποιηθεί η εικόνα της Ιταλίας στα μάτια του ελληνικού λαού και να αναπτερωθεί το ηθικό του. Και πράγματι στις ογκωδέστατες διαδηλώσεις των Αθηνών της πρώτης μέρας κατά τις οποίες τα πλήθη επιτέθηκαν σε ιταλικά καταστήματα (αεροπορική εταιρεία «Άλα Λιτόρια», γραφεία «Λόϋδ Τριεστίνο» και «Ασφάλειαι Τεργέστης») γίνεται αναφορά (σε άρθρο του 20χρονου τότε ποιητή Στέλιου Γεράνη ο οποίος ανακηρύσσει την 28η Οκτωβρίου εθνική εορτή!) πως «ενθουσιώδεις διαδηλωταί περιήγον πινακίδας με τας φράσεις “Κάτω τη σπάθην Ιταλοί δεν είναι ιδική σας” ή πάλι από το ίδιο ποίημα “Άλλοι το παίζουν το σπαθί και άλλοι τας κιθάρας”. Είναι πράγματι εντυπωσιακό πώς ένας λησμονημένος ποιητής γίνεται μπροστάρης σε μία επερχόμενη «εποποιία». Και ως γνωστόν εποποιία χωρίς έπος δεν μπορεί να υπάρξει. Τι εννοώ;

Θαρρείς πως ξαφνικά όλος ο δημόσιος λόγος δαιμονίζεται από την έμπνευση και αγωνιά για την αναζήτηση του ποιητικού αποτελέσματος. Οι κεντρικές εφημερίδες είναι λες και μεταμορφώνονται σε περιοδικά επικής ποίησης και από την πρώτη κιόλας μέρα κάνουν λόγο για τους «γνώριμους ανθρώπους του σκότους και του στιλέτου που τρέφονται από τα μαστάρια της λύκαινας έναντι ενός έθνους φιλειρηνικού που σκύβει στα αυλάκια των κάμπων και τους γονιμοποιεί με τον ιερό ιδρώτα του».

Οι περιγραφές δε από τις πρώτες αναχωρήσεις των στρατιωτών είναι άκρως ιμπρεσιονιστικές: «Έτσι τραίνα και σταθμοί παρουσιάζουν απερίγραπτο κονφούζιο χρωμάτων, μια παλέττα που ένας υπέρθεος ζωγράφος έχει ρίξει αδρές τις πινελιές του». Πιο δίπλα «ένας μεσόκοπος ανεβασμένος στο πεζούλι του κιγκλιδώματος απαγγέλλει παληούς στίχους: Από κρότων οργάνων βουΐζει / και λερή φουστανέλλα μυρίζει» κι έπειτα λαμβάνει τα χειροκροτήματα από το πλήθος ή λαμβάνει από άλλους ανταπαντήσεις ποιητικές με στίχους του Παράσχου.

(Είναι τέτοια η μυθιστορηματική σύλληψη της πραγματικότητας που οι εφημερίδες φτάνουν στο σημείο να επικοινωνούν στα φύλλα τους ένα θαυματουργό συμβάν που έλαβε χώρα σε ένα σπίτι στην οδό Ανακρέοντος στην Αθήνα, κατά το οποίο ένα αυγό εξήλθε από μια σφαγμένη κότα έχοντας απάνω του χαραγμένη ευκρινέστατα τη λέξη «ΕΛΛΑΣ»).

Εντωμεταξύ η κυβερνητική εντολή συσκοτίσεως της πόλης, που έχουν σκοπό να προκαλέσουν μείωση ορατότητας στα επικείμενα βομβαρδιστικά, την έχει μετατρέψει σε ένα ακόμη πεδίο έμπνευσης και συνωμοσίας: «Έχουν όμως το θέλγητρό τους αυτές οι νύχτες. Η σιωπή της πόλης είνε ένα ποίημα, που πρώτη φορά γράφεται επάνω στην καταχωνιασμένη πόλι. Είναι το ποίημα της πειθαρχίας για τη μεγάλη νίκη. Αυτά φαίνεται να υπόσχωνται και τα φωτεινά χαμόγελα κάποιων άστρων που αχνοφέγγουν ψηλά στον ουρανό. Και είνε ακόμη τα φωτεινά τους χαμόγελα ένας επουράνιος σύνδεσμος, όσων μένουμε εδώ με τους αγωνιστάς των συνόρων μας».

Πραγματικά, όποια εφημερίδα και να κοιτάξεις από το τριήμερο 29-31 Οκτώβρη θα τη δεις να υπερχειλίζει από λογοτεχνικά σχήματα. Για παράδειγμα, στην Εφημερίδα «Ακρόπολη» ο γνωστός ποιητής Σωτήρης Σκίππης αφιερώνει στον Μεταξά ένα ποίημα που τελειώνει με αυτόν τον τρόπο: «Σκίρτημα ανδρείας ξεχύθηκε / από τη Λιάκουρα στον Ψηλορίτη / Στεφάνι ολόχρυσο η Φυλή / σου πλέκει, Κυβερνήτη». Στην εφημερίδα «Ήλιος» το κεντρικό άρθρο της μας βεβαιώνει πως «Ο ΒΥΡΩΝ ΘΑ ΗΤΟ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ» ενώ ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας Αλέκος Σακελλάριος από την εφημερίδα «Ασύρματος» γράφει μέσα στο πρώτο τριήμερο δύο ποιήματα, ένα εκ των οποίων περιλαμβάνει το δίστιχο: «ο κάθε άνθρωπος λοιπόν, που με το σκότος βγαίνει / μας παριστάνει θέλοντας και μη τον Διογένη». Η πεζογράφος Λιλίκα Νάκου μεταχειρίζεται κι αυτή τα λογοτεχνικά της όπλα σε ένα μακροσκελές χρονογράφημά της ενώ η συνομιλία τα ξημερώματα μεταξύ Μεταξά και ιταλού πρέσβη προλαβαίνει να γίνει αλληγορία στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Ο ΤΥΠΟΣ» παρομοιάζοντας την Ελλάδα ως μητέρα που άνοιξε την πόρτα σε έναν ιταλό, ο οποίος της ζήτησε τις θυγατέρες της (τις ελληνικές πόλεις) και τους γιους της (τα ελληνικά νησιά). Ακόμα και το διάγγελμα του Μεταξά κάνει λόγο «για τα χαλύβδινα στήθη των ηρώων που με αδάμαστη τη θέληση σφυρηλατούν με τα χέρια τους μια ομορφότερη Ελλάδα που θα θαμβώση και πάλιν ολόκληρον τον κόσμο».

Είναι ενδεικτικό τούτου του γεγονότος πως τις επόμενες ημέρες στις εφημερίδες καταφθάνουν αυθορμήτως ποιήματα αναγνωστών:

Όλα συνηγορούν κι αποδεικνύουν την αναγκαιότητα εργαλειοποίησης του ποιητικού λόγου προς όφελος του ηθικού φρονήματος ενός λαού. Μα δεν πρόκειται απλώς για προπαγάνδα. Η θυμωμένη ελληνική κοινωνία επιζητούσε τον υπερβατικό λόγο για την ερμηνεία της πρωτόγνωρης κατάστασης. Γιατί ο συγκεκριμένος πόλεμος, όσο αντικειμενικά και να το εξετάσεις, όσο κι αν υπερτονίσεις την πολιτική διπολικότητα του φασίζοντα Μεταξά, ήταν ένας κάπως άδικος, αψυχολόγητος κι ανέντιμος πόλεμος, που ξεκίνησε πριν καλά καλά λήξει το τελεσίγραφο των Ιταλών. Ο ελληνικός λαός ένιωθε θιγμένος, απειλούμενος, αισθάνθηκε πως τον πνίγει το δίκαιο, ακόμη κι αν αυτό το δίκαιο εκπορευόταν από εθνικόφρονα φαντασιακά ή πλάνες άλλου τύπου. Ίσως λοιπόν αυτή η ποιητική έκφραση να επιβεβαιώνει την απειλούμενη ψυχολογία μιας έντονης συλλογικής φόρτισης που μόνο ο μεταφορικός λόγος μπορεί να περιγράψει.

Η εκφραστική υπέρβαση, λοιπόν, ήταν το αναγκαίο υλικό για να υποστηριχθεί μια επική ανατροπή στο πολεμικό μέτωπο κόντρα στο συσχετισμό δυνάμεων. Άλλωστε, αυτό που ξεχωρίζει το έπος από τα άλλα είδη του λόγου είναι η εξάρτηση του ανθρώπου από τους θεούς. Η έσχατη ομηρική φράση του αρχισυντάκτη της εφημερίδας «Ακρόπολις» στις 29 Οκτώβρη καταφέρνει και συμπυκνώνει σε οχτώ μόνο λέξεις την εμπειρία του ελληνοϊταλικού πολέμου: «Ο Θεός ας ευλογεί τα όπλα του δικαίου».

Ολόκληρο το ποίημα του Αχιλλέα Παράσχου που μετατράπηκε απρόσμενα σε πολεμικό λάβαρο στα χέρια του ελληνικού λαού.

 


Πρωτογενής έρευνα εστιασμένη στα φύλλα εφημερίδων που κυκλοφόρησαν στις 29, 30 και 31 Οκτώβρη 1940. Διαβάστε εδώ το όμορο άρθρο του αφιερώματος: Οδηγός επιβίωσης για το τετραήμερο 28, 29, 30, και 31 Οκτώβρη 1940 στην Αθήνα. Μια αναπαράσταση εκτάκτου ανάγκης.

εικαστικό | Χρήστος Μποκόρος