Φεστιβαλίζομαι: παθητικό ρήμα που συναντάται εδώ και 58 χρόνια στη Θεσσαλονίκη αρχές Νοεμβρίου.

,
Κλασικό ραντεβού της πρώτης μέρας που πας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης είναι συνήθως το «Ολύμπιον». Ο λόγος ουσιαστικός: δέκα βήματα μπροστά σου βρίσκονται τα κεντρικά εκδοτήρια απ’ όπου θα προμηθευτείς τα πολυπόθητα εισιτήρια για τις ταινίες και βέβαια το πρόγραμμα του Φεστιβάλ για την αναγκαία μελέτη και οργάνωση. Γιατί αγαπητοί μου αν θέλεις να φεστιβαλιστείς αξιοπρεπώς χρειάζεται οργάνωση.

Επίσης χρειάζεται να εισχωρήσεις στο ενεργειακό πεδίο που δημιουργείται, να δεις τους συνήθεις υπόπτους του Φεστιβάλ, αυτούς που ποτέ δεν λείπουν, αυτούς που κατά κάποιο τρόπο είναι οι τελετάρχες της γιορτής του κινηματογράφου. Περιμένω λοιπόν κι εγώ μπροστά στο «Ολύμπιον» την Πηνελόπη και την Ελίνα χαζεύοντας την ουρά στα εκδοτήρια, τους μοναχικούς που σημειώνουν, αυτούς που περιμένουν τον σύντροφο της θέασης, μειδιώντας χαλαρά, σκεπτόμενη την πρώτη φάση της μυητικής διαδικασίας για φέτος: το πράσινο δωμάτιο ή κατά κόσμον greenroom.

Είμαι ήσυχη, η Π. μου έχει βγάλει εισιτήρια και η Ε. με το οργανωτικό της ταλέντο θα φωτίσει τη συνέχεια κυκλώνοντας ταινίες στον κατάλογο, υπολογίζοντας με ακρίβεια τον χρόνο που χρειάζεται από το λιμάνι στο Ολύμπιον και πάλι πίσω. Πείρα. Παρακολουθούν το φεστιβάλ χρόνια τώρα, πάντα μαζί, οι δίδυμες του Φεστιβάλ, που για τη μία όρισε το μέλλον της και η δεύτερη βλέπει τη δουλειά της να σηματοδοτεί το χώρο για δέκα μέρες.

Η Πηνελόπη Βαλτή, εικαστικός, έχει σκηνογραφήσει περίπου 10 μικρού μήκους ταινίες και άλλες τόσες μεγάλου, μεταξύ των οποίων την «Στρέλλα». Φέτος έχει κάνει την σκηνογραφία στο «Γιο της Σοφίας» της Ελίνας Ψύκου και συμμετέχει στο Διεθνές διαγωνιστικό τμήμα. Η ίδια μου λέει ότι χωρίς την εμπειρία του Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης πιθανότατα δεν θα είχε αυτή την πορεία.

Η Ελίνα Στελετάρη, γραφίστρια, μέλος της ομάδας της redcreative, που φέτος ανέλαβε την οπτική επικοινωνία του φεστιβάλ, βασισμένη στην ιδέα του «κινηματογραφικού κάδρου» σε φωτογραφίες του Σίμου Σαλτιέλ. Για χάρη του 1-2 τις βάζω να μου μιλήσουν για την εμπειρία του φεστιβάλ και μου αποσαφηνίζουν την σημασία του «φεστιβαλίζομαι».

Η Ελίνα Στελετάρη (αριστερά) και η Πηνελόπη Βαλτή (δεξιά) με το πρόγραμμα του Φεστιβάλ ανά χείρας.

Το φεστιβάλ δημιουργεί έναν ιδιαίτερο χωρόχρονο γι’ αυτούς που το παρακολουθούν, σπάει πάνω κάτω σε δίωρα σε μία σκοτεινή αίθουσα γεμάτη κόσμο, όπου ο αναστεναγμός του διπλανού είναι οικείος, το ανασκούμπωμά του στην καρέκλα κάπου στην τρίτη ταινία σού υπενθυμίζει ότι πρέπει να κουνήσεις κι εσύ λίγο τα πρησμένα πόδια σου και τα γουργουρητά στο στομάχι σου ψιθυρίζουν πως ίσα που προλαβαίνεις ένα σάντουιτς στα όρθια μέχρι την επόμενη προβολή.

Παλιότερα, τότε που το κάπνισμα επιτρεπόταν στις αίθουσες, δεν βγαίναμε ούτε για τσιγάρο, βλέπαμε την μία ταινία μετά την άλλη. «Δεν θα το έκανα ποτέ στην αληθινή ζωή» λέει η Πηνελόπη, ενδεικτικό της κατάστασης. Ο φεστιβαλιστής δεν ψάχνει την καλύτερη ταινία, βλέπει ταινίες, ακόμη και η κακή ταινία έχει τη χάρη της εδώ. «Όταν μου λένε: πες μια καλή ταινία, τους απαντάω: πάνε στο τάδε σινεμά που παίζει την δείνα ταινία. Εδώ είναι φεστιβάλ». Μ’ αυτόν τον τρόπο ανακαλύπτεις σκηνοθέτες, από δω έχουν ξεπηδήσει κάποιοι όπως ο Εγκογιάν, ο Κιτάνο. Οι σκηνοθέτες και οι υπόλοιποι επαγγελματίες του χώρου κάνουν πηγαδάκια στα ενδιάμεσα των προβολών, το feedback που έχεις είναι πολύ χρήσιμο.

Ο φεστιβαλιστής δεν ψάχνει την καλύτερη ταινία, βλέπει ταινίες, ακόμη και η κακή ταινία έχει τη χάρη της εδώ.

Το ουισκάκι σε πλαστικό από το κυλικείο για την βραδινή ταινία αποτελεί ένα σημείο στίξης, ένα κόμμα ας πούμε, άλλοτε μοιάζει με τελεία. Παλιά υπήρχε μεγαλύτερος αυθορμητισμός ή λιγότερος επαγγελματισμός, όπως το πάρει κανείς. Θυμούνται τις ντομάτες που πέσανε σε μια ταινία στο παρελθόν, γιουχαΐσματα, τώρα σ’ όσους δεν αρέσει σηκώνονται και φεύγουν, υπάρχουν άλλωστε κι αυτοί που πιάνουν πάντα τις έξω γωνίες για να τους είναι εύκολο.

Τις ρωτάω για τα σκαμπανεβάσματα του φεστιβάλ μέσα στο χρόνο αλλά δε δείχνουν κάποια ενόχληση. Και οι δυο τους συμφωνούν πως και τότε που ήταν μόνο ελληνικό, με λίγες ταινίες, και μετά όταν έγινε Διεθνές και διογκώθηκε και κάπως άλλαξε η φυσιογνωμία του, ο σκοπός και η ομορφιά του ήταν ένας κοινός τόπος: βλέπεις πολλές ταινίες που κάποιες από αυτές δεν θα είχες την ευκαιρία να τις δεις ποτέ, είτε είναι καλές είτε όχι. Και βέβαια η πόλη αλλάζει, το κέντρο γεμίζει ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες, αναδύει έναν κοσμοπολιτισμό, έναν αέρα που για τους Θεσσαλονικείς είναι πολύ αισθητός. Είναι το μόνο πολιτιστικό γεγονός που το καταφέρνει αυτό, ίσως γιατί το σινεμά αφορά πολύ κόσμο, είναι λαϊκό. Ε και βέβαια πώς να μην θυμηθείς τα πάρτι λήξης στην αποθήκη χορεύοντας μέχρι πρωίας λες και τα σώματα των φεστιβαλιστών διεκδικούσαν την κίνηση που τους στερήθηκε όλες τις μέρες.

Ωραίες οι εξιστορήσεις αλλά αρχίζει η ταινία. Φεύγουμε τρεχάτες επάνω στον Ζάννα για τον «Μογγόλο κιθαριστή» του Ρούμπεν Έστλουντ, που έχουμε την ευκαιρία φέτος να δούμε όλες τις ταινίες του. Sold out «To τετράγωνο» για αύριο, όπως ανακαλύψαμε. «Έλα μωρέ, πάντα μπαίνουμε στο τέλος με τις ακυρώσεις» λέει η Ε. Έχει ουρά. Η οθόνη έχει την αφίσα με τα αεροπλάνα, μ’ αρέσουν οι κεραίες. Η ταινία σούπερ, αρκετά γελάκια στην αίθουσα και εγώ έχω σκάσει που δεν καταλαβαίνω γιατί ένας από τους τύπους έχει σ’ όλη την ταινία φλου πρόσωπο και πώς γίνεται ο πιτσιρικάς να έχει μια μακριά και μια κοντά μαλλιά. Εικασίες μέχρι να φάμε το σάντουιτς και να πορευτούμε στην επόμενη. Παιχνίδισμα του σκηνοθέτη, παίζει με την ελαφράδα όπως σ’ όλη την ταινία θεωρεί η Π. Και την πιστεύουμε. Μου άρεσε πολύ ο αετός από σκουπιδοσακούλες που πετάει πάνω από την Στοκχόλμη στο τέλος, η Π. θα τον έκανε αλλιώς, λέει. Πολύ ωραίος και πετυχημένος για τα γούστα της. Μικροδιαφωνίες.

Stay tuned, το φεστιβάλ έχει πολλούς ανθρώπους και πολλές ταινίες.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Σοφία Σούπαρη γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Στην εφηβεία την γήτεψαν οι λέξεις, ακόμη ψάχνει στα βιβλία να βρει το ξόρκι της απελευθέρωσης. Εκδίδει παιδικά βιβλία με τις εκδόσεις Επόμενος Σταθμός και ποίηση με τις χειρονομιακές εκδόσεις Υποκείμενο.