Η εκδρομή του Στέφανου Ληναίου στο σπίτι του Άγγελου Σικελιανού

Όταν ο νεαρός ηθοποιός επισκέφθηκε τον ποιητή στη Σαλαμίνα, ένα χρόνο πριν το θάνατό του.

Συνάντησα αυτές τις μέρες μαζί με την Έρη Μανουρά το Στέφανο Ληναίο, στο γραφείο του στο θέατρο Άλφα-Ιδέα. «Συντηρητής κτηρίου» δηλώνει πια με χιούμορ, από τότε που το παραχώρησε στον Κώστα Γάκη και τους συνεργάτες του.

Είχε σκοπό η επίσκεψή μας. Θέλαμε να μας μιλήσει για ένα συγκεκριμένο θέμα. Μα εκείνος, ως δεινός αφηγητής και ως άνθρωπος που έχει διανύσει πολλή ζωή, βγήκε πολλές φορές εκτός θέματος. Σε μια αφηγηματική του εκτροπή, μας είπε για τη μέρα που επισκέφθηκε μαζί με ένα φίλο του τον Άγγελο Σικελιανό στο καλοκαιρινό του σπίτι στη Σαλαμίνα.

Του ζήτησα να βάλω το κομμάτι αυτό της αφήγησής του στο ΑΣΣΟΔΥΟ, και δέχτηκε.

 


Έχω πάθος με το Σικελιανό. Στα 17 μου χρόνια, φίλοι μου από την Αθήνα μου `στειλαν ως δώρο τον «Αλαφροΐσκιωτο». «Ύπνος ιερός, λιονταρίσιος…» Δεν κατάλαβα τίποτα! Και είναι λογικό. Αλλά με εντυπωσίασε.
Όταν το 1947 ήρθα στην Αθήνα, γράφτηκα στο Μορφωτικό Σύλλογο «Αθήναιον», που ίδρυσε ο εκδοτικός οίκος «Ίκαρος», και όπου δίδασκαν Καθηγητές που ήταν διωγμένοι από τα Πανεπιστήμια, και παρέδιδαν ελεύθερα μαθήματα με πολύ χαμηλό αντίτιμο. Παπανούτσος, Κακριδής, Δημαράς, Πολίτης, Γιάννης Σιδέρης, Σπύρος Βασιλείου, ο Κίμων Φράιερ, που έχει μεταφράσει  Καζαντζάκη, κι άλλοι. Ίδρυσαν και τη « Σχολή  Θεάτρου», του Σωκράτη Καραντινού.  Ήταν μια σχολή σπουδαία, που πέρα από τους σπουδαίους δάσκαλους στο «Αθήναιον», είχαμε σπουδαίους καθηγητές της υποκριτικής. Καραντινός, Κουν, Παππάς, Μιράντα, κ.ά. Μια φορά το μήνα  ερχόντουσαν ποιητές και συζητούσαμε μαζί τους: Ο Ελύτης, ο Γκάτσος, και είχε έρθει και δύο φορές ο Σικελιανός. Ένα χρόνο πριν πεθάνει – πέθανε το `51.
Λέω λοιπόν κάποια στιγμή στον Καραντινό, το δάσκαλό μας:
«Μήπως μπορούμε να πάμε μια μέρα στη Σαλαμίνα, να τον γνωρίσουμε;»
«Θα σας δεχθεί! Αρκεί να μην πάτε πολλοί. Πήγαινε εσύ με έναν ακόμη.»
Παίρνω λοιπόν το φίλο μου Νίκο Κοντό, που μου είχε στείλει το ποίημα του Σικελιανού, και 6 Αυγούστου του 1950, ανήμερα των γενεθλίων μου, παίρνουμε βάρκα από το Μεγάλο Πεύκο και περνάμε απέναντι. Πάμε στο σπίτι του και περιμένουμε απ` έξω. Έρχεται η κυρά Κατίνα, που με τον άντρα της τον κυρ Θανάση τον βοηθάγανε. Και ξαφνικά βλέπω έναν τεράστιο Σικελιανό, με τρία βιβλία στο χέρι, να έρχεται προς το μέρος μας. Σαν Θεός!
Μας πάει σε ένα καφενεδάκι στα πευκάκια, λίγο πιο πάνω, πίνουμε μια πορτοκαλάδα κι αρχίζουμε την κουβέντα.
«Μιλήστε μας για τον Καζαντζάκη.»
«Ο Καζαντζάκης ήτανε θεός! Εγώ τον έλεγα θεό της γης, αυτός με έλεγε
θεό του ουρανού!» απάντησε γελώντας. «Και γελάει ο κόσμος όταν το λέμε!»
Χιούμορ, παιδιά! Πολύ χιούμορ!
«Για μιλήστε μας για την πολιτική κατάσταση. Τι γνώμη έχετε για τον Πρωθυπουργό;»
Τσαλδάρης τότε, μόλις τέλειωσε ο Εμφύλιος.
«Χα χα χα! Τσαλδάρης! Αυτός ο κώλος!»
Και συνεχίζουμε:
«Γιατί η λογοτεχνία μας δεν έχει αυτό το μεγαλείο, αυτές τις αγωνίες του ανθρώπου για το αύριο, αλλά έχει αυτή την εσωστρέφεια;»
«Άκου, Ληναίο, εμένα όλα αυτά έχουν ατροφήσει μέσα μου.»
Εγώ εκείνη την ώρα θύμωσα γιατί ήταν σα να μου έλεγε «εμένα δε μ` ενδιαφέρουν αυτά». Μα συνέχισε:
«Τη σκυτάλη πάρτε την εσείς! Εμάς κάποτε ίσως μας θυμηθείτε. Αν δεν μας θυμηθείτε, κακό του κεφαλιού σας! Τώρα πάμε για μπάνιο. Θα πάτε να κάνετε μπάνιο εσείς σ` εκείνο το λιμανάκι. Εγώ θα κάνω εδώ κάτω… Ξέρετε,  εγώ κάποτε διέσχιζα κολυμπώντας Λευκάδα – Πρέβεζα!»
Πάμε εμείς λοιπόν στο λιμανάκι, βάζουμε τα μαγιώ, και λέμε «για να πάμε κρυφά να τον δούμε πώς κολυμπάει». Και τον απομυθοποιώ, παιδιά! Βλέπουμε έναν Σικελιανό με ολόσωμο μαγιό, που με μια κανάτα έπαιρνε νερό από τη θάλασσα και το` ριχνε πάνω του! Τον απομυθοποιώ, συνειδητά. Όπως θα έκανε ένας απλός ηλικιωμένος άνθρωπος… Και για την εποχή εκείνη, ένας άνθρωπος 70 χρονών εθεωρείτο γέρος.

-«Μου κάνει εντύπωση που μετά την Εύα αγαπήσατε τη νεαρή Άννα».
-«Η Εύα είχε το ταλέντο της γνώσης. Η Άννα έχει το ταλέντο της ζωής».

Μετά, γυρνάμε να φάμε. Μας κάνει το τραπέζι. Είναι μια μεγάλη σάλα με βιβλία, χαρτιά. Φάγαμε – είχε και ντοματοσαλάτα. Η κυρά Κατίνα τού είχε βάλει μια πετσέτα στο λαιμό.
«Πάλι λερώθηκες;»
«Με μαλώωωνει!»
Τον ρώτησα κάποια στιγμή:
«Η κυρία Άννα πού είναι;»
«Είμαστε μαζί στην Αθήνα. Εδώ δεν πρέπει να είναι. Εδώ θέλω να είμαι εγώ και οι θεοί.»
«Μου κάνει εντύπωση που μετά την Εύα αγαπήσατε τη νεαρή Άννα».
«Η Εύα είχε το ταλέντο της γνώσης. Η Άννα έχει το ταλέντο της ζωής.» Αφού φάγαμε, του είπαμε:
«Θέλουμε να μας απαγγείλετε ένα ποίημα από τις Πέντε Συνειδήσεις σας, τη Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας, αυτό είναι το πιο κοντά στις δικές μας αγωνίες.»
Και μας απαγγέλλει τη «Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας»: «Οι αναρίθμητες καρδιές οπού χτυπάν στο διάστημα, μπορούν να γίνουνε άξαφνα η καρδιά Σου;» Εμείς τον ακούγαμε με συγκίνηση. Αφού τέλειωσε, μας είπε:
«Τώρα θα σας διαβάσω ένα ποίημα που θα το καταλάβετε μόνο όταν έρθετε στην ηλικία μου».
Και μας διάβασε το «Θαλερό», ένα εκπληκτικό, τρυφερό ποίημα, όπου ο ποιητής πάει να κοιμηθεί ένα βράδυ σ` ενός χωριάτη το σπίτι. Και σ` ένα σημείο λέει ότι τον δέχτηκε «η κόρη του σπιτιού, η αρχοντοθυγατέρα, πού `χε  χαράκι στο λαιμό, ως περιστέρα». Τώρα, στην  ηλικία μου, το καταλαβαίνω πάρα πολύ καλά!
Ποιο είναι το κακό; Ότι δεν είχαμε κινητά, όπως σήμερα, να βγάλουμε και μια φωτογραφία! Ούτε καν ένα βιβλίο δεν είχαμε μαζί μας, να μας γράψει μια αφιέρωση! Και στις 5 το απόγευμα γυρίσαμε πάλι με τη βάρκα.
Φεύγοντας, του είπα:
«Σήμερα ξαναγεννήθηκα!»
Μερικές μέρες αργότερα, ο Καραντινός μου λέει: «Έχεις την ευλογία του
Σικελιανού. Ξέρεις τι μου είπε; Τα μάτια αυτού του παιδιού είναι μάτια Ερμή.» Θεοποιούσε τα πάντα φαίνεται.
Πέθανε όταν ήμουν στρατιώτης, και ζήτησα άδεια για να έρθω στην κηδεία του. Είναι από τις λίγες φορές που έκλαψα τόσο πολύ στη ζωή μου.

 

Το σπίτι του Σικελιανού στη Σαλαμίνα