Τοξότης

[κάρτα ταρώ: o Άσσος των Κυπέλλων]

Σε κοιτάζω, Τοξότη, όπως κοιτάμε ένα σπίτι που καίγεται. Με κοιτάς, όπως κοιτάζουμε ένα σύρμα στο λιβάδι. Ταλαντεύεσαι και ισορροπείς. Ταλαντεύεσαι και σταματάς: στάσου. Αναπνέουν τα γάντια σου στο συρτάρι, η ζακέτα που απλώνεται στη μνήμη – η λάμπα και το νήμα μέσα της; Εσύ που κάποτε κυνηγούσες πουλιά και το άσπρο φως κάτω από το κάθε πρόσωπο, [τώρα] μετράς αυτό το φθινόπωρο στα πόδια σου ψάχνοντας τον ύπνο μες τον ήχο. Όχι τη λέξη αγάπη μα την αγάπη. Περιφέρεσαι με μια ιδιωτική θλίψη κι ακούς το ψάρι μες στο αυτί να μεταφράζει το τρικυμισμένο νερό στο ποτήρι [κάρτα ταρώ: o Άσσος των Κυπέλλων] σε μια συνέχεια ήσυχη και μεταφυσική. Πεπεισμένος – για ποιο λόγο; – ότι σε είχαν βυθίσει ή ότι εσύ ο ίδιος είχες βυθιστεί στο σκότος. Με την πεποίθηση που μπορεί να έχει μόνον ο πιστός και ο μάρτυρας [κάρτα ταρώ: ο Κρεμασμένος] μιας πίστης ρημαγμένης και ενός μυστηρίου ανομίας. Αυτή ήταν η διδαχή σου, ότι κάποιοι σαν κι εσένα [κάρτα ταρώ: ο Βασιλιάς των Ραβδών / αντεστραμμένος] έχουν λειτούργημά τους να κλαίνε ακατάπαυστα, ακόμη και κλαίγοντας από χαρά, αλλά μες στο κλάμα πάντοτε μνημονεύοντας τούτο: Ότι δεν έχει παρηγοριά η ύπαρξη, παραμυθία η δυστυχία να έχεις γεννηθεί, εκτός από το να ζήσεις αυτή τη δυστυχία μέχρι τέλους – et videte si est dolor sicut dolor meus [και ίδετε ει έστιν άλγος κατά το άλγος μου] Α΄12 – και για εσένα μέχρι τέλους δεν σήμαινε μόνο μέχρι το τέλος του δοσμένου χρόνου, αλλά μέχρι το έσχατο άκρο σε κάθε χρόνο και καιρό, σε κάθε παρούσα στιγμή. Κοντά στον πρώτο αυχενικό, εκεί που μαζεύεται η σκέψη, πάνω στον γιακά, κέντησες το αλφάβητο, ολόκληρο: Άλεφ, Μπετ, Γκίμελ, Ντάλετ. Μια φράση μουσικά μετατονισμένη σε ό,τι απομένει ή σε ό,τι αρχίζει και παραμένει εν αρχή. Η φράση σου Τοξότη, η σιωπηλή σου φράση ενώ ακούς – convertit me retrorsum [απέστρεψέ με εις τα οπίσω] Α΄15 – εσύ, σε μεταστροφή, επιστροφή, αναστροφή σε εσένα, στην ίδια σου την αρχή, βυθισμένος στο σκότος απ΄όπου γεννιέσαι κι όπου ξαναγυρνάς. Βυθισμένος και παρ’ όλα αυτά αντηχώντας απ΄ό,τι προηγείται από εσένα και απ΄ό,τι έπεται, αντηχώντας απ΄αυτό το κενό που μέσα του κατακρημνίζεσαι αναφωνώντας σιγανά: «πώς κάθομαι παράμερα, και πώς δεν σταματώ να κλαίω μες στη νύχτα» αρχίζοντας παρ’ όλα αυτά να τραγουδάς, μόλις, μόλις και μετά βίας, αλλά έστω και λίγο αυτή την αργή καταστροφή / ή μάλλον αυτήν την έξοδο που σχεδόν είμαστε: Άλεφ, Μπετ… Καλύτερα να είχαμε μείνει στο δάσος. Να χαζεύουμε δρυοκολάπτες και κούκους ∴

 

Κωδικός Μύησης


Θραύσματα γραφής: Jean-Luc Nancy (μτφρ. Βίκη Σκούμπη), Elisa Biagini (μτφρ. Αλκιβιάδης Ζαλάβρας, Peter Sulej (μτφρ. Ελένη Ηλιοπούλου)

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Μάριος Σοφοκλέους γεννήθηκε το 1973 στην Κύπρο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως στυλίστας πνευμάτων.Το πραγματικό του όνειρο είναι να φοράει κόκκινο κοντομάνικο πουκάμισο, κόκκινο φουλάρι και μπότες μέχρι το γόνατο, και να είναι μέλος μιας μυστικής κινέζικης εταιρείας χωρίς σκοπό, στην Αυστραλία.