Επιθυμία και Ουτοπία

 

 

Στην ουτοπική θεωρία, γίνεται ο διαχωρισμός μεταξύ της οργανωμένης ουτοπίας, της ουτοπίας που επιθυμεί να επιλύσει κάθε αντίφαση μέσω ενός στατικού καθεστώτος και της ουτοπίας ως ορίζοντα. Ψυχαναλυτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που διατρέχει και τις δύο εκδοχές είναι η επιθυμία. Από τη μια, είναι επιθυμία που αρχίζει και τελειώνει στον φαλλό, στην φαντασίωση δηλαδή της ολοκληρωτικής απόλαυσης και του ολοκληρωμένου νοήματος, ότι κάπου εκεί έξω τα πράγματα μπορούν μια και καλή να λυθούν οριστικά. Από την άλλη, η επιθυμία ως ορίζοντας είναι η υπερ-απόλαυση, είναι η επιθυμία που δεν φαντασιώνεται την ολοκλήρωσή της σε κάποιο μυθικό αντικείμενο, αλλά αντιθέτως απολαμβάνει μέσω της διαρκούς κίνησής της. Είναι η επιθυμία που αποτυγχάνει να ικανοποιηθεί ολοκληρωτικά μόνο και μόνο για να γεννήσει νέες σχέσεις, να συνάψει νέους δεσμούς, για να απολαύσει ξανά την εξερεύνηση των ορίων της. Είναι εδώ, στη δεύτερη μορφή που τα πράγματα γύρω μας αποκτούν την πραγματικά ουτοπική τους διάσταση, και η τάση τους προς την ουτοπική και απολαυσιακή οπτική γίνεται φανερή ως μη-σταθερό και εμμενές υπόστρωμα της σχέσης υποκειμένου-αντικειμένου. Τα πράγματα με λίγα λόγια δεν είναι τελεσίδικα. Τα πράγματα γύρω μας, όταν δεν γίνονται αντιληπτά ως σταθερές οντότητες εμφανίζουν την τάση τους προς το Νέο, το οποίο πάντα είναι από την πλευρά της έννοιας έλλειψη, μα από την πλευρά των πραγμάτων πλεόνασμα, είναι δηλαδή αυτό που ξεπερνά τον μύθο του φαλλού και του εργαλειακού λόγου, η στιγμή που ο Λόγος δεν καταδυναστεύει τα πράγματα αλλά αφήνει χώρο για τον άλλο να υπάρξει στα πλαίσια μιας δι-υποκειμενικότητας, και δεν απομειώνει τον άλλο στο Εγώ, σε αυτό που ήδη είναι γνωστό. Αν το σύμπτωμα του ανθρώπου par exellence είναι η φαντασίωση μιας πλήρωσης, τότε ο ουτοπικός άνθρωπος είναι αυτός που βλέπει την πλήρωσή του όχι στον μύθο της πλήρωσης μα στην πράξη.

Οι άνθρωποι στην ιστορία τους ονειρεύτηκαν τόσες ουτοπίες όσες και τα άστρα, και αν δεν είχαν αυτό το όνειρο θα έσβηναν σαν διάττοντες. Στον 20ο αιώνα, το όνειρο της ουτοπίας διεκδίκησε με τον πιο ριζικό τρόπο μέχρι στιγμής το μερτικό του από την ιστορία. Ο κομμουνισμός, ξεκινώντας από ένα επαναστατικό γίγνεσθαι κατέληξε στο αντίθετό του: ένα σκληρό κρατικό καθεστώς το οποίο διέσωζε από το κεφάλαιο και τον κόσμο του περισσότερα απ όσα καταργούσε. Ήταν εκεί, μέσα σε αυτό το καθεστώς που το ουτοπικό όραμα έγινε οργανωμένη, ολοκληρωτική ουτοπία. Μια καλά οργανωμένη κοινωνία που εξαλείφει υποτίθεται τις αντιφάσεις μέσω της ομοιομορφίας, της επιβολής του αυστηρού κανόνα, ενός Πατέρα. Αν και αυτή η ουτοπία, διέσωζε μέσα της την αρχή της καθολικότητας, αυτή η αρχή έμεινε μόνο σε επίπεδο μακρινής υπόσχεσης. Καμιά καθολικότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί φιμώνοντας το ιδιαίτερο. Πάντα κάτι περισσεύει.

Η περίπτωση του μνημείου Buzludzha

Α. Ολοκληρωτική ουτοπία.

Αυτή η ολοκληρωτική ουτοπία βασίζεται οργανωτικά στην Αρχή και την Τάξη. Ο δημόσιος χαρακτήρας του σοσιαλιστικού μοντερνισμού στην αρχιτεκτονική, με τους τεράστιους όγκους, τα περίεργα σχήματα, τους κύκλους, και την εμφανή προσπάθεια τα κτήρια να επιδεικνύουν στη μορφή μια μεγάλη και απαιτητική κατασκευαστική δεινότητα ήταν ο τρόπος η ολοκληρωτική ουτοπία να εμφανιστεί στο δημόσιο χώρο ως γεγονός, ως δήλωση, ως εξωτερικότητα. Το μήνυμα των μνημείων του σοσιαλιστικού μοντερνισμού είναι διπλό: από τη μία ότι ο ουτοπικός χαρακτήρας της κοινωνίας είναι εν τη γενέσει, αυτό ήταν εμφανές κυρίως μέσω των ιδιαίτερων και αντεστραμμένων, ανορθόδοξων σχημάτων του design τους, από την άλλη ο όγκος, η τεχνική, η φυσική επιβολή στο χώρο έδειχναν την κρατική δύναμη της Αρχής του Κράτους πίσω από το ουτοπικό όραμα. Η αμηχανία που νιώθουμε μπροστά στον ιδεολογικά φορτισμένο σοσιαλιστικό μοντερνισμό είναι με υποκειμενικούς όρους η ίδια η αντίφαση των σοβιετικών καθεστώτων καθαυτή-από τη μία επανάσταση και ελπίδα, από την άλλη κράτος, χρήμα και καταστολή. Αυτή η αντίφαση κατάπιε τις κοινωνίες αυτές και τις έσπειρε με συντρίμμια. Ένα παράδειγμα τέτοιας απόπειρας, ίσως από τα πιο γνωστά στα Βαλκάνια είναι το Buzludzha στα βουνά κοντά στη Stara Zagora της Βουλγαρίας.

Το σημερινό κτήριο χτισμένο στην κορφή ενός λόφου στα βουνά της περιοχής, χτίστηκε στη θέση ενός μικρότερου παλαιότερου κτηρίου. Ο λόφος και η περιοχή του Buzludzha είχαν ιδιαίτερα έντονο συμβολικό χαρακτήρα, και η ανέγερση ενός ογκωδέστατου μνημείου ήταν η προσπάθεια του σοβιετικού καθεστώτος να συνενώσει το σύνολο των αφηγήσεων της σύγχρονης Βουλγαρίας σε μία ενιαία: Ο λόφος και η γύρω περιοχή είχαν γίνει σκηνικό μαχών τόσο κατά τη βουλγαρική επανάσταση του 1867 ενάντια στους Οθωμανούς, μετά το 1891, στο ίδιο μέρος ο Dimitar Blagoev, ο βούλγαρος μεταφραστής του Κεφαλαίου του Μαρξ και του Κομμουνιστικού μανιφέστου, θα δημιουργήσει εκεί, μια από τις πρώτες ομάδες σοσιαλιστών στη Βουλγαρία. Το 1944 το ίδιο πάλι μέρος θα γίνει πεδίο σύγκρουσης μεταξύ βούλγαρων κομμουνιστών ανταρτών και γερμανικών δυνάμεων που έκαναν ασκήσεις στην περιοχή. Το 1961 το κομμουνιστικό κόμμα θα ανακοινώσει διαγωνισμό σχεδίων για το μνημείο. Τον διαγωνισμό κερδίζει ο Georgi Stoilov. Το σχέδιό του, λόγω πολυπλοκότητας και μεγέθους του κτηρίου θα τελειώσει 20 χρόνια μετά, το 1981. Όπως έλεγε ο ίδιος ο αρχιτέκτονας Georgi Stoilov σκοπός του ήταν να συνδυάσει το δέος, την κομμουνιστική ιδεά που βλέπει στο μέλλον και την αρμονία με το περιβάλλον. Από μέσα από το κτήριο, η επισκέπτρια θα έπρεπε να μπορεί να δει το σύνολο του φυσικού τοπίου. Ταυτόχρονα το κτήριο καλύπτεται με 510 τ.μ ψηφιδωτών κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής θεματικής. Είναι περιττό να τονιστεί η σύνδεση πάνω στον μνημειακό χαρακτήρα του κτηρίου, της ουτοπικής ελπίδας, της πίστης στην ιδέα που εκπροσωπούσε και στον κομματικό μηχανισμό εξουσίας που υποστασιοποιούσε αυτή την ολοκληρωτική ιδέα σε εκείνη της κοινωνία. Σε άμεση σχέση με τη παράδοση, η πίστη, η ελπίδα και ο κομματικός μηχανισμός σαν άλλη εκκλησία έχτισαν έναν νέο Ναό. Το Buzludzha ήταν πρώτα και κύρια Ναός που σε ένα απόμακρο βουνό υμνούσε το κόμμα και την ουτοπία που υποτίθεται έφερε στη Γη, ο όλος συμβολισμός όμως, το μέγεθος, η θέση, η τοποθέτηση είναι γνωστοί συμβολικοί κώδικες: ήταν ύμνος σε έναν ουράνιο και απροσπέλαστο Θεό. Τα εγκαίνια το 1981 έμοιαζαν εξίσου με θρησκευτική εορτή. Το όνειρο όμως δεν κράτησε πολύ. Το 1991 το καθεστώς καταρρέει και μαζί και η εκκλησία της “πίστης” του. Το μνημείο, στην είσοδο του οποίου φιγουράριζαν επιγραφές από το κομμουνιστικό μανιφέστο εγκαταλείπεται.

Β. Η ουτοπία πέρα από το βλέμμα του Άλλου.

Μετά το πέρας των χρόνων της δεκαετίας του ’90 και την σχετική άνοδο του βιωτικού επιπέδου ξανά, αλλά κυρίως με τη μαζική είσοδο της αντικουλτούρας αλλά και της μεταμοντέρνας νοσταλγίας το Buzludzha γίνεται σημαίνον αντιφατικό και σημείο τομής μιας νέας επιθυμίας. Σήμερα το κτήριο είναι pastiche, ένα κολάζ επιθυμιών και ονείρων, που είναι όλα και τίποτα μαζί. Το κτήριο, σε αντίθεση με τον αρχικό μνημειώδη σκοπό του, τώρα λειτουργεί κυρίως στο εσωτερικό του περίκλειστο ως άσυλο. Μακριά από το βλέμμα της αστυνομίας και του κράτους, το κτήριο γίνεται ο κόμβος μιας επιθυμίας που έρχεται σε ρήξη με την έννοια της ρίζας, της καταγωγής και της παράδοσης. Έρχεται σε ρήξη με την επιστροφή στο Ίδιο, με την αρχή του φαλλού, καθώς κανένα κεντρικό σημαίνον πλέον δεν υπαγορεύει την λειτουργία του χώρου. The father here is dead.

Στο εσωτερικό του άσυλο ο χώρος μετατρέπεται περιοδικά σε καταφύγιο για τα ζώα τοπικών βοσκών, καταφύγιο για σκιέρ, μέρος για πάρτυ, τοίχοι εξάσκησης για γκραφιτάδες, μέρος για τοπικά ζευγάρια να κάνουν σεξ κοιτώντας το άπειρο του τοπίου, παιδιά εξερευνούν τους αχανείς διαδρόμους του παίζοντας, χώρος μνήμης για τους συνταξιούχους νοσταλγούς του παλαιού καθεστώτος, χώρος φωτογραφήσεων για γάμους. Εκεί που παλαιότερα φιγουράριζε το κομμουνιστικό μανιφέστο τώρα υπάρχει γραμμένη η φράση στα αγγλικά “forget your past”. Τόσο το εξαιρετικά αμφιλεγόμενο και πολυσήμαντο νόημα της φράσης όσο και η φυγή από την εθνική γλώσσα στο διεθνές των αγγλικών δημιουργούν μια “διαλεκτική εικόνα”. Πάνω σε ένα μνημείο, στη ζωντανή υπενθύμιση του παρελθόντος η φράση ως προσταγή να ξεχαστεί το παρελθόν λειτουργεί διαλεκτικά: το παρελθόν υπενθυμίζεται και ξεπερνιέται ταυτόχρονα.

Το πραγματικά κομμουνιστικό παρόν του κτηρίου, είναι η σημερινή του λειτουργία, είναι αυτή η συγκεκριμένη επίγεια ουτοπία όπου η καθεμιά και ο καθένας μπορεί να είναι προσωρινά αυτό που επιθυμεί μύχια μακριά για λίγο από το βλέμμα του Άλλου, μακριά από τις ψευδείς ταυτίσεις που του υπόσχονται κοινωνικό και συμβολικό κεφάλαιο. Είναι εδώ η ειρωνεία και το μεγαλείο του χρόνου ως μια γραμμικότητα ρήξεων: το κομμουνιστικό κόμμα δεν έφτιαξε έναν Ναό του κόμματος και της ολοκληρωτικής ουτοπίας αλλά μια παιδική χαρά.

Αν και προφανώς αυτή η διαδικασία δεν αρκεί να ρίξει τον καπιταλισμό ως κοινωνική μορφή οργάνωσης, ούτε αρκεί για να ξεπεραστεί η ασυνείδητη φαντασίωση ενός φαλλού, μιας υποτιθέμενης ολοκληρωτικής πλήρωσης, καθώς αυτές οι δομές τόσο στον άξονα των καθαρά αντικειμενικών εννοιών, στην εμπράγματη διάστασή τους, όσο και στον ψυχισμό των υποκειμένων που συγκροτούνται από αυτές τις εμπράγματες σχέσεις, είναι πέρα για πέρα βαθιά ριζωμένες ιστορικές διαδικασίες, η λειτουργία του Buzludzha είναι μια ουτοπική εικόνα διαλεκτικά τοποθετημένη, ως υπόλειμμα της σημερινής κοινωνίας. Περισσεύει από τον νόμο της αξίας και των Οιδιπόδειων δομών της. Από Ναός γίνεται Οίκος (daheim). Να ποιο είναι το πνεύμα της ουτοπίας: τα παραμύθια είναι καθ’ αυτά ο τρόπος που κινούμαστε πάνω στο πεδίο. Ένα πεδίο πάνω στο οποίο οι άνθρωποι λένε ξανά και ξανά τα παραμύθια τους χωρίς ποτέ το τέλος των ιστοριών τους να έχει υπαγορευτεί.

,
Τέσσερα ψηφιδωτά από το εσωτερικό του μνημείου που αντέχουν ακόμη

 


(Σε συνεργασία με το μπλογκ ourbabadoesntsayfairytales)