“David came here to decelerate”                     Έντγκαρ Φρέζε

 

Το μακιγιάζ είναι έτοιμο. Το ίδιο και τα μαλλιά. Καθαρίζει τα παπούτσια του στο ειδικό μηχάνημα και βγαίνει έξω. Ο Φον Τέρνε τον περιμένει. Του χαμογελά και του δίνει το χέρι του.
-Ντέιβιντ.
-Λαρς.
-Πίσω στο Βερολίνο λοιπόν. Ποιο θα είναι το πρώτο μέρος που θα επισκεφθείτε με το που φτάσετε στην πόλη;
-Σίγουρα θα επισκεφτώ το Σένμπεργκ.
-Θυμάστε ακόμα την τότε διεύθυνσή σας;
-Πάντα. Χάουπτστρασσε 155. Ξέρετε, εκείνα τα χρόνια δεν μπορώ να τα ξεχάσω. Ήταν πολύ σημαντικά.
-Και, υπάρχει κάποιος που θα θέλατε να δείτε;
-Ο Έντγκαρ. Θα ήθελα πολύ να δω τον Έντγκαρ.

Μετά την άφιξη στο Σένφελντ, το ταξί για την πόλη και την τακτοποίηση στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, βγήκε έξω. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, χαρακτηριστικό του Βερολίνου. Χύθηκε στους δρόμους φορώντας μαύρα γυαλιά ηλίου. Χάζευε γύρω του, κάθε φορά παρατηρούσε τις αλλαγές. Κάθε φορά το ίδιο συναίσθημα: από τη μία, αυτή η οικειότητα, το ότι ξέρει πώς να κινηθεί, το ότι πάντα υπάρχουν κάποιες γωνιές- καταφύγια, αναλλοίωτες στο πέρασμα του χρόνου· από την άλλη, πόσα πράγματα είχαν μεταβληθεί! Μαγαζιά είχαν κλείσει ή αλλάξει λειτουργία, κτήρια είχαν γκρεμιστεί, δρόμοι ολόκληροι είχαν πεζοδρομηθεί και βέβαια ήταν αυτό το κενό απέναντι από την Πύλη του Βραδεμβούργου.

Επισκέφθηκε τη Χάουπτστράσσε. Για λίγο φλέρταρε με την ιδέα να χτυπήσει το κουδούνι, ενώ στο ισόγειο λειτουργούσε πια ένα τατουατζίδικο. Κοίταξε τη βιτρίνα του διπλανού βιβλιοπωλείου και κατευθύνθηκε στo ζαχαροπλαστείο από την άλλη πλευρά του σπιτιού. Έκατσε έξω, παρήγγειλε έναν εσπρέσσο κι άναψε ένα τσιγάρο. Κοίταζε το σπίτι και οι αναμνήσεις ξεχείλιζαν.

Έφτασε στην πόλη το 1976· ένας σταρ κυνηγημένος από φαντάσματα. Τότε η πόλη ήταν χωρισμένη στα δύο. Πολλοί άνθρωποι είχαν φύγει στα τέλη των 60’s και στην αρχή των 70’s, αφήνοντας άδεια μπαρ και διαμερίσματα, άδειους δρόμους κι ένα μεγάλο κενό. Έμεινε στο σπίτι του Έντγκαρ των Tangerine Dream και της γυναίκας του, της Μονίκ στη Βαυαρική Συνοικία. Γνωρίζονταν πολύ λίγο, μα οι άνθρωποι αμέσως του άνοιξαν το σπίτι τους. Προσπάθησαν να τον κάνουν να νιώσει την ασφάλεια και την ηρεμία που χρειαζόταν. Εκτεθειμένοι και οι ίδιοι στη δημοσιότητα, ήξεραν ακριβώς τι είχε ανάγκη. Του συμπεριφέρονταν σαν σε ένα φυσιολογικό άνθρωπο.

Όταν έφτασε είχε ανήκουστους πόνους. Η εξάρτησή του από την κοκαΐνη τον είχε διαλύσει. Και υπήρχε κάτι ακόμα βαθύτερο. Μέχρι να φτάσει στο Βερολίνο, είχε προηγηθεί ο χειρότερος ενάμισης χρόνος της ζωής του. Είχε φτάσει κοντά στο θάνατο, ένιωθε πως αν δεν τα κατάφερνε στο Βερολίνο, δεν θα είχε άλλη ευκαιρία. Δεν ήταν πολύ ευτυχισμένος ως νεαρός άνδρας. Μεγάλο μέρος της δουλειάς του ήταν μια άρνηση της ζωής και της προσωπικότητάς του. Όσο ήταν απασχολημένος με τη δουλειά, δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για το πώς θα χειριστεί ο ίδιος τη ζωή του. Αλλά όταν η δουλειά έπαυε, όλα έσκαγαν ξανά. Η Άντζι δεν μπορούσε πια να του παρέχει χώρο και σταθερότητα, ενώ για μεγάλα χρονικά διαστήματα κρατούσε τον γιο τους μακριά του, είτε στο Λονδίνο είτε στην Ελβετία. Έτσι, το Βερολίνο ήταν γι’ αυτόν ένα είδος ασύλου.

Οι Φρέζε εκτός από την απαραίτητη γαλήνη, του προμήθευσαν και τους γιατρούς που είχε ανάγκη. Έπειτα ο Έντγκαρ του βρήκε το σπίτι. Θα είχε βέβαια πάντα το δικό του δωμάτιο στο σπίτι του ζεύγους και θα ήταν το βασικό σημείο αναφοράς του, καθόλη τη διάρκεια της διαμονής του στην πόλη. Του άρεσε επίσης να παίζει με τον μικρό Tζερόουμ· το παιχνίδι με το παιδί τον ηρεμούσε.

Αργότερα ο Έντγκαρ θα του έβρισκε αυτό το σπίτι, τεχνοτροπίας αρ νουβό. Η Κοκό θα το έβαφε λευκό. Μετά ήρθε ο Ίγκι. Βρισκόταν κι αυτός σε αναζήτηση βοήθειας. Έμειναν μαζί για ένα διάστημα και μετά ο Ίγκι μετακόμισε. Ακόμα θυμόταν τις επιδρομές του μες στη νύχτα στο ψυγείο. Ή, τις φορές που επέστρεφαν μαζί στο σπίτι μετά τη μπυραρία του Τζόε και ο Ίγκι κατέβαζε ό,τι είχε εναπομείνει στην κουζίνα. Σύντομα κατάλαβαν ότι τριγυρνώντας στους δρόμους και στα μπαρ όπου σύχναζαν οι τραβεστί, ξαναέπεφταν σε όλο αυτό από το οποίο είχαν προσπαθήσει να ξεφύγουν. Ο Ίγκι βρήκε σύντομα άλλο σπίτι.

Έγινε ξανά ένας καθημερινός άνθρωπος. Άρχισε να φοράει φαρδιά παντελόνια και παλιά T-Shirt κι έβγαινε βόλτες στο δρόμο. Κανείς δεν τον αναγνώριζε εκεί. Κάποτε, σε μια βραδιά καραόκε σ’ ένα καμπαρέ, άρχισε να τραγουδάει Φρανκ Σινάτρα. Ο κόσμος τον γιούχαρε και του πήρε το μικρόφωνο.

Σιγά σιγά, όταν τα συμπτώματα άρχισαν να εξασθενούν, μπήκε σε μια διαδικασία επανεύρεσης του εαυτού του. Άρχισε να ζωγραφίζει· η Κοκό του είχε παραγγείλει λευκούς μουσαμάδες και λαδομπογιές. Του άρεσαν πολύ οι νεο-εξπρεσιονιστές, η Κέτε Κόλβιτς, αλλά και ο Έριχ Χέκελ και ο Ερνστ Κίρχνερ από την κολλεκτίβα Die Brücke, των αρχών του 20ού αιώνα. Αυτή ήταν η αγαπημένη του καλλιτεχνική περίοδος. Όλοι αυτοί είχαν καταφέρει να απαθανατίσουν τη μελαγχολία του εφήμερου. Πήγαινε συχνά στο μουσείο να θαυμάσει τα έργα τους. Ο ίδιος θα ζωγράφιζε το πορτρέτο του Γιούκιο Μισίμα.

Άκουγε πολύ τη γερμανική ηλεκτρονική μουσική της περιόδου. Εκτός από τους TD, του άρεσαν πολύ οι Kraftwerk και οι Neu!. Έβρισκε κάτι σ’ αυτούς τους μονότονους ρυθμούς, σ’ αυτήν την ατέλειωτη επανάληψη με τους ελάχιστους στίχους, απ’ όπου ξαφνικά αναδύονταν αυτοσχεδιασμοί και διαστημικοί ήχοι. Και πόσο θαύμαζε τον Κόννυ Πλανκ!

Θυμήθηκε ένα βράδυ στο Νύρμπεργκερ Κλαμπ. Καθόταν στη μπάρα και γνώρισε ένα κορίτσι. Ακούμπησε στον ώμο της και μιλούσαν ώρες. Θυμήθηκε δύο άλλους θαμώνες αυτού του κλαμπ, που έσκαγαν μονίμως μαζί και ήταν πάντα αυστηρά ντυμένοι. Τους έλεγε χειρούργους… Του άρεσε πολύ να κοιτά το πλήθος και να παρατηρεί τον κόσμο γύρω του. Στα 31α γενέθλιά του, ενώ ήταν με τον Ίγκι και τον Μπράιαν στο Λίτζοβερ Λάμπε, η drug queen Βάιολα ήρθε και κάθισε στα γόνατά του κι άρχισε να του ψιθυρίζει στο αυτί ερωτικά τραγούδια.

 

Κανείς δεν τον αναγνώριζε εκεί. Κάποτε, σε μια βραδιά καραόκε σ’ ένα καμπαρέ, άρχισε να τραγουδάει Φρανκ Σινάτρα. Ο κόσμος τον γιούχαρε και του πήρε το μικρόφωνο.

 

Το Βερολίνο άρχισε να τον απελευθερώνει. Κατάλαβε επίσης ότι είχε ανάγκη το γράψιμο. Έγραψε το Heroes κι άλλα κομμάτια απ’ αυτόν τον δίσκο. Το Sound and Vision είχε να κάνει με την κατάθλιψη και την απομόνωση. Το Yassasin περιέγραφε την εντύπωσή του από την τουρκική γειτονιά. Επέκτεινε το λεξιλόγιό του ως καλλιτέχνης. Ακόμη και τώρα, αναλογιζόταν χαμογελώντας, υπήρχαν στιγμές που σκεφτόταν πως «ο Μπρεχτ θα το έκανε έτσι». Στο Βερολίνο αναδείχτηκε ο πολυσχιδής χαρακτήρας του, η δυνατότητά του ν’ ασχολείται με διαφορετικά πράγματα. Ούτως ή άλλως, η ταύτισή του με το ροκ εν ρολ δεν ήταν παρά ένα προκάλυμμα.

Και βέβαια ήταν το στούντιο. Απέναντι από το Τείχος, του έδινε μια αίσθηση φλερτ με τα άκρα, η οποία τον έβαζε στη διαδικασία να γράψει, να εκφραστεί. Χρειαζόταν αυτή την αίσθηση ιλίγγου, τη χρειαζόταν συναισθηματικά, πνευματικά και σωματικά. Έτσι, μαζί με τη βοήθεια του Μπράιαν και του Τόνι, προέκυψε η Τριλογία του Βερολίνου. Το DNA του.

Θυμήθηκε τη φορά που ο Βισκόντι έβαλε τρία μικρόφωνα μπροστά του, τον άφησε να γράφει κι έφυγε για να συναντήσει τη φίλη του. Μέσα από το παράθυρο του στούντιο, ο ίδιος θα τους έβλεπε να φιλιούνται μπροστά στο Τείχος. Αυτή ήταν μια εικόνα πολύ δυνατή κι έτσι γεννήθηκε το Heroes ή αλλιώς Helden. Το Βερολίνο είχε κυνηγήσει τα φαντάσματα.

Τον ξύπνησε από την ονειροπόληση ο ήχος του Where are we now?, που ερχόταν από τα ηχεία του μαγαζιού. Πλήρωσε τον καφέ του κι έφυγε, προκειμένου να συνεχίσει την περιπλάνησή του. Έκανε ένα πέρασμα από Μάουερπαρκ και στη συνέχεια ο δρόμος τον έβγαλε στο εστιατόριο Paris Bar κι αποφάσισε να φάει κάτι. Παρήγγειλε μπριζόλα, τη σπεσιαλιτέ του μαγαζιού. Το μέρος είχε ανακαινιστεί από τη δεκαετία του ‘70, αλλά είχε έναν αέρα που παρέπεμπε ακόμα στην περίοδο που το τιμούσαν με τον Ίγκι. Θυμήθηκε τη φορά που ο τελευταίος βγήκε έξω τρέχοντας κι έπεσε με το πρόσωπο στο χιόνι. Κάποιοι τότε τους έλεγαν ότι μοιάζουν στον πίνακα του Ντεγκά «Το αψέντι».

Βγαίνοντας έξω, κοίταζε τα Στόλπερστάινε. Καινούρια προσθήκη στους δρόμους της πόλης. Εντυπωσιακά ήταν και τα φλούο χρώματα από τις αφίσες του θεάτρου Βολκσμπύνερ. Άφησε χρήματα σε κάτι πλανόδιους μουσικούς και συνέχισε τη διαδρομή του, μέχρι το SO 36, ίδιο κι απαράλλαχτο με όταν το πρωτοεπισκέφθηκε. Έμοιαζε να διατηρεί ακόμα τον πανκ ροκ χαρακτήρα του. Όταν τον ρώτησαν τι θα παραγγείλει, απάντησε «Τίποτα. Πέρασα απλά να πω ένα γεια».

 


Η ιδέα αυτού του κειμένου προέκυψε μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ Revolution of Sound. Tangerine Dream στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας. Είναι προϊόν μυθοπλασίας, αλλά στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, τα οποία βρήκα στις παρακάτω συνεντεύξεις και τα παρακάτω άρθρα.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Ναταλί Φύτρου γεννήθηκε το 1989 στην Αθήνα. Σπούδασε Οικονομικά.Από μικρή της άρεσε να ακούει και να διηγειται ιστορίες. To 2016 μετέφρασε ένα διήγημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο και το έστειλε στον καθηγητή Ισπανικών της. Διατηρεί το μπλογκ universo2666.blogspot.com