Όταν κυκλοφορεί η πρώτη συλλογή πεζογραφημάτων του Γιώργου Ιωάννου, το «Για ένα φιλότιμο», ο νεαρός Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος ενθουσιάζεται και παρακινεί το φίλο του Λευτέρη Βογιατζή να πάνε να γνωρίσουνε το συγγραφέα από κοντά. Ταξιδεύοντας προς την Αγία Ελένη Σερρών για να παρακολουθήσουν τα αναστενάρια, κάνουν μια στάση στη Θεσσαλονίκη και τον συναντούν. Αυτή είναι η πρώτη γνωριμία. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Παναγιωτόπουλος υπηρετεί εκεί ως στρατιώτης, και η φιλική τους σχέση αναπτύσσεται περισσότερο. Όταν πια ο Ιωάννου εγκαθίσταται στην Αθήνα και βρίσκει πνευματική στέγη στον κύκλο του περιοδικού Εκηβόλος, η φιλία τους δυναμώνει.
Στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού, που διευθύνει και εκδίδει ο Βασίλης Διοσκουρίδης, ανήκουν ακόμα ο Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος και η μεταφράστρια και εκδότρια νυν του Ροδακιού Τζούλια Τσιακίρη. Αυτοί οι τρεις συναπαρτίζουν τον κεντρικό πυρήνα του κύκλου του Εκηβόλου, και ο Ιωάννου τούς παρομοιάζει με «καλόγερους ενός μυστηριώδους μοναστηριού» (Θύσανος 94 του Φυλλαδίου 5-6). Γύρω από το περιοδικό είναι ακόμα μαζεμένοι ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Πέρης Ιερεμιάδης και πολλές σημαντικές μορφές της εποχής, όπως λ.χ. ο Ζήσιμος Λορεντζάτος – αξίζει να σημειωθεί ότι ο Εκηβόλος είναι το μόνο περιοδικό με το οποίο συνεργάζεται αποκλειστικά και δημοσιεύει κείμενά του. Στον Εκηβόλο δημοσιεύει κι ο Ιωάννου τη μετάφρασή του στη «Γερμανία» του Τάκιτου. Φαίνεται να νιώθει περήφανος για τη συναναστροφή του αυτή: «Είμαστε παρέα αλλά όχι κλίκα», γράφει.
Αν και έχει προλάβει να διαβάσει το «Σπάργανο» του Παναγιωτόπουλου, που δημοσιεύτηκε στον Εκηβόλο, και το οποίο χαρακτήρισε ως «ένα μακρό και ερμητικό ποίημα, που ακόμα κι όταν δεν το καταλαβαίνεις σού επιβάλλεται με την καθαρότητα των επιμέρους στοιχείων του», ο Ιωάννου δεν προλαβαίνει να διαβάσει το «Σύσσημον», αφού ο θάνατός του σχεδόν συμπίπτει χρονικά με τη γένεση του μεγαλόπνοου αυτού κειμένου του ποιητή, που αποτελεί πια μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.
Το «Σύσσημον» ή «Τα Κεφάλαια» είναι ένα εκτενές κείμενο που κυκλοφορεί από το 1988 έως το 1999 σε ολιγάριθμα φυλλάδια εκτός εμπορίου. Το 2006 το έργο τυπώνεται από την Ίνδικτο – έκδοση πια εξαντλημένη – ενώ τον Οκτώβριο του 2015 και τον Ιούλιο του 2017 ακολουθούν άλλες δύο συνέχειες από το Ροδακιό: το «Βιβλίο Δεύτερο» και το «Πορθμείον» αντίστοιχα.
Στο μεταξύ, το 2013 ο Σίμος Κακάλας ανεβάζει στην Επίδαυρο μια εξαιρετική παράσταση βασισμένη στο έργο του Παναγιωτόπουλου. «Άσκηση Επίδαυρος – Σύσσημον». Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις – ή και η μοναδική – που στο αρχαίο θέατρο ακούγεται πρωτότυπος λόγος σύγχρονου Έλληνα ποιητή. Στο πρόγραμμα της παράστασης διαβάζουμε σημείωμα του ίδιου του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρει:
«Το Σύσσημον εκπορεύτηκε από τον μικρό λογοτεχνικό κύκλο του περιοδικού Εκηβόλος τον καιρό του θανάτου του Γιώργου Ιωάννου – αν πρέπει να γυρέψει κανείς την άκρη του κουβαριού σε μιαν εποχή και σε μια συντοπιά, αυτού θα την εύρει∙ ήταν ο καιρός και ήταν το λημέρι∙ και ήταν γέννημα μιας πολύ ομφαλοσκοπικής κοινότητας κι ενός φοβισμένου ζώου και το ξετύλιγμα του κουβαριού του (αρχινισμένο τέλη του 1985) κράτησε κάπου είκοσι έξι χρόνια.»
Είναι η πρώτη φορά, 31 Αυγούστου του 2013, που η πληροφορία αυτή φανερώνεται στο ευρύ κοινό, μέσα από το πρόγραμμα της επιδαύριας παράστασης. Δύο χρόνια αργότερα, την ίδια αυτή πληροφορία συναντάμε και στο Επίμετρο του «Βιβλίου Δεύτερου».
Η εκδημία του συγγραφέα και η γένεση του ποιήματος συνδέονται ως εξής: Λίγο καιρό μετά το θάνατο του Ιωάννου, ο κύκλος του «Εκηβόλου» τού τέλεσε ένα λογοτεχνικό μνημόσυνο στο σπίτι του Βασίλη Διοσκουρίδη και της Τζούλιας Τσιακίρη, στην οδό Απόλλωνος 35 στην Πλάκα. Το κλίμα και η ατμόσφαιρα του πένθους του λογοτεχνικού μικρόκοσμου εκείνη τη βραδιά θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπήρξαν ο σπόρος που γέννησε το «Σύσσημον», με τη συγγραφή του οποίου ο Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος καταπιάστηκε στα τέλη της ίδιας εκείνης χρονιάς.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, με την πληροφορία αυτή, αποκτούν κι άλλη, επιπλέον, βαρύτητα κομμάτια του έργου σαν το ακόλουθο:
«Αυτά σκεφτόμουν ένα βράδι
πριν ξεκινήσω για μιας φίλης μου το σπίτι
που θα γινότανε το λογοτεχνικό μνημόσυνο – συζήτηση
για τη μεγάλη ανεπίσημη προσωπικότητα
του φίλου που έφυγε για πάντα –
κάτι πολύ ιδιωτικό –
και που εγώ είχα λόγους να μην πάω
αλλά πήγα γιατί είμαι άνθρωπος
και δε μπορώ να ξεπεράσω αυτό που ακολουθώ.»
Την κεντρική φωτογραφία παραχώρησε για δημοσίευση στο ΑΣΣΟΔΥΟ η Τζούλια Τσιακίρη. Είναι Πάσχα του 1985, στην οικία του Δημήτρη Γρηγόρη και της Κλεάνθης Νικηφοράκη, στην οδό Πεστών της Κυψέλης. Από αριστερά: Πέρης Ιερεμιάδης, Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος, Βασίλης Διοσκουρίδης.