Το φθινόπωρο του 2012 η bijoux de kant ανεβάζει στο υπόγειο του Ιδρύματος Κακογιάννη μια παράσταση σε κείμενα Γιώργου Ιωάννου, με τον τίτλο «Είσαι σκοπός και γύρω σου χορεύουν τσοπανόσκυλα», όπου τους τρεις ρόλους κρατούν ο Στράτος Τζώρτζογλου, ο Ιούλιος Τζιάτας και η Λένα Δροσάκη. Το καλοκαίρι του 2016 στην έδρα της ομάδας, στο bijoux de kant hood, στην οδό Αθηνάς, ανεβαίνει η παράσταση – μονόλογος «Ο γείτονάς μου Ναπολέων Λαπαθιώτης», που βασίζεται κυρίως στο ομώνυμο κείμενο του Ιωάννου από το βιβλίο του «Ο της φύσεως έρως». Η παράσταση συνεχίζεται και την επόμενη θεατρική σεζόν με πολλή επιτυχία, χαρίζοντας στον ηθοποιό Αντώνη Γκρίτση βραβείο ερμηνείας ανδρικού ρόλου στα Queer Theater Awards, ενώ φέτος, με μικρότερο τίτλο πια, σκέτο «Ναπολέων», συνεχίζει την πορεία της στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου.
Συναντώ το σκηνοθέτη Γιάννη Σκουρλέτη στο bijoux de kant hood, στην οδό Αθηνάς 10, και μιλάμε για αυτές τις δύο σκηνοθετικές του προσεγγίσεις στο έργο του Ιωάννου.
Πρέπει να ανασύρω τώρα κείνες τις ατμόσφαιρες στο υπόγειο του Κακογιάννη, πριν πέντε χρόνια. Φτιαχτήκαμε σαν ομάδα το 2012 κι αυτή ήταν η πρώτη και μοναδική παράσταση σε δική μου δραματουργία. Αυτό το συμπίλημα των κειμένων – μονολόγων, στίχων, ημερολογίων – ήταν μια σύνθεση κειμένων που έκανα μόνος μου. Ήξερα ότι υπήρχε ένα θεατρικό που είχε γράψει ο Ιωάννου, και μου είχε πει κάποιος ότι είχε δημοσιευθεί στο «Θέατρο» του Νίτσου. Έφαγα τον κόσμο στα παλαιοπωλεία, για να βρω αυτό το τεύχος!
Γιατί δεν το ανέβασες μόνο του; Θεωρούσες ότι κάτι θα έλειπε;
Η αλήθεια είναι ότι το θεατρικό ήρθε ενώ ήδη υπήρχε η σκέψη για μια σύνθεση κειμένων, που στο πίσω μέρος της να υπάρχει μια ιδέα βιογραφίας του Ιωάννου, όχι όμως τόσο με πραγματολογική διάθεση – γεννήθηκε εκεί, έζησε εκεί – αλλά περισσότερο σαν ψυχοτοπίο, σα μεταφορά σε μία χώρα. Αυτό ήταν που μ` ενδιέφερε.
Πήρες λοιπόν από τη «Μεγάλη Άρκτο», από το «Κατοχικό Ημερολόγιο», από τα «Χίλια Δέντρα»…
…από τον «Επιτάφιο Θρήνο», από το «Δικό μας αίμα», από τη «Σαρκοφάγο». Και τους στίχους, που έκανε τραγούδια ο Κώστας Δαλακούρας. Τους είχαμε βρει στην «Οδό Πανός».
Πώς επέλεξες αυτό το μεγάλο τίτλο; Δε φοβήθηκες ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει αντιεμπορικά, και με τα «τσοπανόσκυλα», μια λέξη τόσο ανοίκεια;
Είχαμε άγνοια κινδύνου. Αυτός ο «σκοπός» είναι μία από τις πολύ ισχυρές αντρικές φιγούρες, που έπαιξαν πολύ μεγάλο ρόλο στη μυθολογία του Ιωάννου: το λαϊκό αγόρι, το τσόλι, ο κωλομπαράς, ο χαμένος γιος, ένα χαμένο πρότυπο αντρικότητας, το ερωτικό πάθος, η καύλα δηλαδή, όπως τροφοδοτήθηκε πολύ ισχυρά μέσα από τη μυθολογία του. Είναι μια αντίληψη για το ερωτικό πάθος και μια γεωγραφία όλο αυτό: η Ομόνοια, η οδός Αθηνάς, τα πορνοσινεμά, αγόρια που γαμιούνται, αγόρια που γαμάνε άλλα αγόρια και που ψάχνουν και τη μαμά τους. Για μένα το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι ξεκινώντας να κάνει αυτή τη διαδρομή, ο Ιωάννου κάνει μια αστική ηθογραφία. Αλλά όλα τα πράγματα βλέπεις ότι είναι βιωμένα πολύ ουσιαστικά. Κι εδώ συναντάει το Λαπαθιώτη: το πρότυπο ζωής γίνεται και εργαλείο ζωής παράλληλα. Δηλαδή είναι δύο ταυτότητες που συνυπάρχουν και πάνε μαζί.
Ποιο είναι το αισθητικό αίτημα της bijoux de kant και πώς εντάχθηκε ο Ιωάννου σ’ αυτό;
Η αναζήτηση μιας ταυτότητας: εθνικής, σεξουαλικής. Η εθνική μας μοναξιά, η εθνική μας απελπισία, η εθνική μας κατάντια. Αυτά είναι τα τοπία που μ’ ενδιαφέρει να ψάχνω κι έχω και μια εμμονή σε σχέση μ’ αυτά. Προτιμώ να ασχολούμαι με ελληνικά κείμενα, είτε παλιότερα είτε σύγχρονα, που γράφονται τώρα. Έχω προσανατολιστεί με πολλή συνείδηση σ’ αυτό που λέμε ελληνικό λόγο. Αλλά ακόμα και άλλα πράγματα να συμβαίνουν, πάντα τα φιλτράρω μέσα από το ελληνικό ζήτημα. Με ενδιαφέρει πολύ αυτό. Άλλωστε κι ο «Μπολιβάρ», που ετοιμάζω για το Γενάρη, αυτό δεν είναι; Μιλάει για την αναζήτηση ενός ήρωα, όμως τελικά ο ήρωας και ο γενναίος δεν είναι θέμα ταυτότητας εθνικής, φυλετικής. Ήρωας είναι ο ελεύθερος άνθρωπος!
Ας μείνουμε κι άλλο στα «Τσοπανόσκυλα». Μίλησέ μου για την αισθητική της παράστασης.
Υπήρχε μια κότα που ο Ιωάννου είχε ως κατοικίδιο, η Καίτη, για την οποία μάλιστα είχε γράψει και μια Ωδή, που ήταν κι αυτή μέρος της παράστασης. Ξεκίνησα από την κότα, τη «φιλενάδα», όπως τη λέει. Είχε μια σχέση μαζί της, κανονική. Ήταν η φιλενάδα του, αυτή που τον περίμενε όταν γυρνούσε τα βράδια, και σκέφτηκα να ξεκινήσω απ’ αυτήν. Έφτιαξα λοιπόν την κότα Καίτη, την οποία στην παράσταση έπαιζε η Λένα Δροσάκη. Και η κότα γέννησε αμέσως το κοτέτσι. Άρα κι αυτός ζει μέσα σ’ αυτή τη λάσπη του κοτετσιού. Και φτιάχτηκαν αυτά τα δύο πρόσωπα – το ένα μάλιστα διαμελίστηκε σε δύο: ένα πρόσωπο νεότητας και ένα πρόσωπο μεγαλύτερης ηλικίας – που μέσα σ’ αυτό το ψυχικό τοπίο – κοτέτσι κακαρίζουνε, ζούνε, τσιμπιούνται, φιλιούνται, κοιμούνται, γεννάνε, τα κάνουν όλα. Από την κότα ξεκίνησε αυτή η αισθητική. Και σίγουρα η γεωγραφία της Ομόνοιας έπαιξε το ρόλο της. Έχει γράψει και βιβλίο για την Ομόνοια ο Ιωάννου. Μάλιστα τώρα στην καινούρια παράσταση «Ναπολέων», που μιλάει για το Ναπολέοντα Λαπαθιώτη μέσα από το Γιώργο Ιωάννου, προσθέσαμε με το νέο ανέβασμα κάποια καινούρια κείμενα και κάποια από αυτά είναι από την «Ομόνοια 1980».
Ο «Ναπολέων» ξεκίνησε λίγο σαν αποπαίδι, άουτσάιντερ;
Αναπάντεχο εντελώς! Πολύ ευχάριστο βέβαια!
Τίνος ιδέα ήταν;
Δικιά μου. Πέρσι το καλοκαίρι, εδώ στο χώρο μας, τη bijoux de kant hood, όπου έχει διαμορφωθεί μια σκηνούλα, καλέσαμε κάποιους φίλους να κάνουνε ό,τι θέλανε. «Διανυκτερεύσεις» τις λέγαμε τις βραδιές. Και κάποιοι φίλοι σκηνοθέτες, ηθοποιοί, ήρθανε και δείξανε ό,τι ήθελε ο καθένας. Και είπα να κάνω κι εγώ κάτι. Σκέφτηκα να κάνω κάτι που γνωρίζω καλά και που δε θα απαιτούσε έρευνα. Κι αφού πάντα με καυλώνει η υπόθεση του Ιωάννου, είπα στον Αντώνη Γκρίτση να κάνουμε μια παραστασούλα. Έγινε για δύο βράδια, πήγε πάρα πολύ καλά, και κάποιοι φίλοι μάς είπανε «Γιατί δεν το δοκιμάζετε αυτό; Έχει μια αξία. Δώστε του μια ευκαιρία ακόμα». Και σε πληροφορώ, ξεκινήσαμε απ` τον Οκτώβριο και από παράταση σε παράταση δώσαμε πάνω από πενήντα παραστάσεις! Φτάσαμε μέχρι το Μάρτη! Ήταν αναπάντεχο. Υπήρχαν βράδια που μαζευόντουσαν εξήντα – εβδομήντα άνθρωποι.
Πώς δούλεψε ο «Ναπολέων»; Στόμα – στόμα;
Ναι, στόμα – στόμα. Γιατί δεν είχε καμία επικοινωνία η παράσταση. Λειτουργούσε και η οδός Αθηνάς, ο τρίτος όροφος… Ήταν μια «μυστική» παράσταση.
Το Γκρίτση πώς τον διάλεξες; Τον είχες δει κι ως Ασλάνογλου στις «Ωδές στον Πρίγκιπα» του Νούλα;
Ναι, και τον εκτιμώ πολύ τον Αντώνη ως ηθοποιό. Τον είχα δει στον Ασλάνογλου και είχα ζηλέψει γιατί ήθελα να κάνω κι εγώ Ασλάνογλου. Ο Αντώνης είχε κάνει και μία περφόρμανς εδώ μια Μεγάλη Παρασκευή, έναν Επιτάφιο με προσωπικά του ημερολόγια. Το συζητήσαμε λοιπόν και δέχτηκε. Του αρέσουν κι αυτού τα κείμενα αυτά. Και φέτος ξεκινήσαμε, επίσημα πια, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, να δούμε πόσο θα αντέξει το πείραμα αυτό. Ξέρεις, εκπλήσσομαι καμιά φορά, γιατί εγώ θεωρώ δεδομένο τον Ιωάννου, ενώ ο κόσμος δεν ξέρει καν ποιος είναι!
Μήπως κάνουμε λάθος όταν λέμε ότι δεν ξέρει ο κόσμος τον Ιωάννου;
Δεν τον ξέρει. Και το ενδιαφέρον που είχε αυτή η παράσταση είναι ότι πολλοί θεατές δεν ξέρανε ούτε τον Ιωάννου ούτε το Λαπαθιώτη. Ήρθε πολλών ειδών κόσμος. Ανταποκρίθηκε ο κόσμος πολύ θετικά. Και άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, και άνθρωποι πολύ μικρής, που ένιωθαν έκπληξη με τα κείμενα που άκουγαν, αλλά όχι, θα σε απογοητεύσω: δεν είναι γνωστός.
Θεωρείς ότι ρίχνεις μια καινούρια ματιά στο έργο του;
Η παράσταση χαρακτηρίστηκε και queer μανιφέστο, βραβεύτηκε και ο Αντώνης, σαν καλύτερη ερμηνεία. Τελικά αυτό που έχω μάθει αυτά τα χρόνια, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι να επιστρέφεις στο κέντρο σου. Στο κέντρο του συναισθήματος και της συνείδησης που μπορείς να έχεις σαν άνθρωπος. Να μπορείς να απαντάς και να συνομιλείς μ` αυτό. Δεν το λέω μ’ έναν τρόπο εμμονικό και κλειστό, αλλά να επιστρέφεις και να ακούς. Δηλαδή δεν κάνω μια παράσταση που να αρέσει στους κριτικούς, στο κοινό. Κάνω μια παράσταση που να αρέσει σε μένα, να με συμφέρει… Οπότε όταν επιστρέψω στο κέντρο μου και γίνω πιο προσωπικός, γίνομαι τελικά και πιο δημόσιος. Κι ο Ιωάννου αυτό μάς λέει. Κι έφαγε πολύ πόλεμο από το επίσημο φιλολογικό κατεστημένο της εποχής. Ο Μαρωνίτης έλεγε ότι είναι επαρχιακή λογοτεχνία. Μην τα ξεχνάμε αυτά. Ο Ιωάννου βίωσε bullying όταν επέμενε και σα φιλόλογος να χρησιμοποιεί αυτή την προσωπική γλώσσα.
Η παράσταση του «Ναπολέοντα» χαρακτηρίστηκε queer. Μπορούμε να χαρακτηρίζουμε κάποια έργα του παρελθόντος με όρους μεταγενέστερους;
Είναι η ματιά με την οποία κοιτάς κάτι. Ακόμα και κλασικά κείμενα μπορείς να πάρεις και να ρίξεις μια τέτοια ματιά. Δεν έχει να κάνει δηλαδή με την τοποχρονικότητα μόνο, αλλά με τη ματιά κάθε εποχής.
Έχεις σκεφτεί τον Ιωάννου θεατή στις παραστάσεις σου;
Στα «Τσοπανόσκυλα» είχε έρθει ο Κουμανταρέας. Με βρήκε και μου είπε: «Ήθελα πολύ να σε γνωρίσω, γιατί κυκλοφορεί για σένα μια φήμη στην Αθήνα, ότι είσαι ο γιος του Κουν και του Τσαρούχη».
Είσαι απαιτητικός με το κοινό; Θεωρείς ότι παίζει κι αυτό ρόλο στην επιτυχία μιας παράστασης;
Δε μ’ ενδιαφέρει να παρακολουθεί κάποιος την παράσταση. Θέλω να την ακολουθεί, να γίνεται κομμάτι αυτής της διαδρομής.
Υπήρξαν βραδιές που το `νιωσες αυτό;
Ναι, θυμάμαι κάποια κομμάτια της Λένας από τον «Επιτάφιο θρήνο», που μίλαγε για τη Μεγάλη Παρασκευή και την πορεία του Επιταφίου στην Ομόνοια, που πολλές φορές ακόμα και τ` αρώματα που περιέγραφε το κείμενο, τα λιβάνια, τα λουλούδια στα καλάθια, ένιωθα πως τα μύριζα.