Απέραντο θεατροχώρι και φέτος η Αθήνα. Δεν έχεις πού να πρωτοπάς. Τύφλα να έχει η τηλεόραση κι οι θεατές της! Και μέσα σ’ όλη αυτή την υπερπροσφορά παραστάσεων, δύσκολα θα σηκωνόμουν για να πάω να δω το «Αμπαζούρ – Χωρίς σελοφάν» του «Στενού Κορσέ» στο Άβατον στο Γκάζι.

Στην παράσταση όμως συμμετέχει και η Βιβή Πηνιώτη, γι’ αυτό πήγα τρέχοντας – στην πρεμιέρα κιόλας!

Με τη Βιβή κάνουμε παρέα στη χάση και στη φέξη. Εκτιμώ πολύ το γράψιμο και το παίξιμό της. Την παρακολουθώ όχι από φιλική υποχρέωση, αλλά από ανάγκη. Δική μου.

Πήγα λοιπόν να δω μια παράσταση που συστήνεται ως βαριετέ. «Θέατρο ποικιλιών» επί το ελληνικότερον. Τέσσερις γυναίκες επί σκηνής, παίζουν σκετσάκια και τραγουδούν, με τη συνοδεία δύο αντρών: ενός πιανίστα κι ενός βιολιστή. Όλη η παράσταση είναι μια ραδιοφωνική εκπομπή παρουσία κοινού.

Δε θυμάμαι από πότε είχα να γελάσω τόσο σε θέατρο. Κι όταν λέμε γέλιο, εννοούμε γέλιο. Μα δυσκολεύομαι να γράψω το οτιδήποτε. Φοβάμαι μην αποκαλύψω τα αστεία, τα μυστικά της επιτυχίας.

Δημιουργοί της παράστασης είναι τα ίδια τα κορίτσια – από τα πρώτα λεπτά, τα βάφτισα «Καλουτάκια», κι ας μην είναι δύο, αλλά τέσσερα! – αφού αυτά έγραψαν τα κείμενα και τους στίχους των τραγουδιών (παρωδίες από το «Let it be» και το «Ne me quitte pas» μέχρι το «Να το πάρεις το κορίτσι») και αυτοσκηνοθετήθηκαν.

Όχι, ούτε μπορώ ούτε θέλω να γράψω κάτι άλλο για την παράσταση. Θα στείλω μόνο τη Βικτώρια για φωτορεπορτάζ. Είμαι σίγουρος ότι οι φωτογραφίες που θα φέρει θα μου ξαναφτιάξουν το κέφι και θα καταφέρουν να καταδείξουν πιο εύκολα αυτό που προσπαθώ να (μην) πω.

Λείπουν τέτοια θεάματα – ακροάματα σήμερα. Απ’ τη μια η Αθήνα της δηθενιάς και των άνοστων Ιδρυμάτων. Χωρίς νοστιμιά και νόστο. Κι απ’ την άλλη, η Αθήνα της μακράς θεατρικής και μουσικής παράδοσης. Η Αθήνα που υπήρξε και υπάρχει. Και υπάρχουμε.

Τρεις Παρασκευές μείνανε. Καλή σας διασκέδαση!

[Παίζουν και τραγουδούν η Άννη Θεοχάρη, η Έλσα Λουμπαρδιά, η Έλια Ζαχαριουδάκη και η Βιβή Πηνιώτη. Στο βιολί ο Νίκος Σολ, στο πιάνο ο Ευθύμης Κούρτης. Τα κείμενα είναι της ομάδας «Στενός Κορσές» και του Αλέξανδρου Κυπριώτη]